Δίκαιο Ανταγωνισμού

 

 


  
ΑΠΟΦΑΣΗ1 ΑΡΙΘ. 288/IV/2005
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε στην αίθουσα συνεδριάσεων του 1ου ορόφου του κτιρίου των γραφείων της (Κότσικα 1Α και Πατησίων), την 2α Δεκεμβρίου 2004, ημέρα Πέμπτη και ώρα 11:00 με την εξής σύνθεση :
Πρόεδρος: Μιχαήλ - Θεόδωρος Μαρίνος, λόγω κωλύματος του Σπυρίδωνος Ζησιμόπουλου
Μέλη: Νικόλαος Γεράσιμος,
Θεόδωρος Δεληγιαννάκης,
Αντώνιος Μέγγουλης, λόγω κωλύματος του τακτικού Κωνσταντίνου Ηλιόπουλου,
Λεωνίδας Νικολούζος,
Ιωάννης Κατσουλάκος,
Γεώργιος Τριανταφυλλάκης και
Χαρίσιος Ταγαράς.
Γραμματέας: Αικατερίνη Τριβέλη, κωλυομένης της τακτικής Αλεξάνδρας-Μαρίας Ταραμπίκου.
Τα λοιπά τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, καίτοι προσκληθέντα, δεν προσήλθαν λόγω δικαιολογημένου κωλύματος.

Θέμα της συνεδρίασης ήταν οι παρακάτω υποθέσεις, οι οποίες με απόφαση της Επιτροπής 
Ανταγωνισμού συνεκφωνήθηκαν και συνεκδικάστηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, για
οικονομία της συζήτησης :
α) Η με αρ. πρωτ. 5129/19.10.2004 εισήγηση της Γραμματείας της Ε.Α. επί της καταγγελίας της
εταιρίας ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ, σύμφωνα με
το άρθρο 24 παρ.1 του ν.703/77, όπως ισχύει, κατά των εταιριών ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ, τις οποίες καταγγέλλει για παράβαση του
άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου και του άρθρου 81 ΕK και
β) Η με αρ. πρωτ. 5128/19.10.2004 εισήγηση της Γραμματείας επί της καταγγελίας της εταιρίας
ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ, σύμφωνα με το
άρθρο 24 παρ.1 του ν.703/77, όπως ισχύει, κατά των εταιριών ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ, τις οποίες καταγγέλλει για παράβαση του άρθρου 1 του
ανωτέρω νόμου και του άρθρου 81 ΕK.
Στη συνεδρίαση παρέστησαν : α) για την καταγγέλλουσα εταιρεία ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ-
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ, ο νόμιμος εκπρόσωπός της Άρης Στεφανίδης μετά των
πληρεξουσίων δικηγόρων Στυλιανού Γρηγορίου, Ιωάννη Τσιτουρίδη και Γεωργίου Αθανασόπουλου
και β) για τις καταγγελλόμενες εταιρείες ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
1 Από την παρούσα απόφαση έχουν παραλειφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.7 του Κανονισμού Λειτουργίας και
Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 361/Β’/4.4.2001), τα στοιχεία εκείνα, τα οποία κρίθηκε ότι αποτελούν
επιχειρηματικό απόρρητο. Στη θέση των στοιχείων που έχουν παραλειφθεί υπάρχει η ένδειξη […]. Όπου ήταν δυνατό
τα στοιχεία που παραλείφθηκαν αντικαταστάθηκαν με ενδεικτικά ποσά και αριθμούς ή με γενικές περιγραφές (εντός
[…]).



2
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ, ο νόμιμος εκπρόσωπος Ανδρέας Τσούκας μετά των
πληρεξουσίων δικηγόρων Γρηγορίου Πελεκάνου και Αικατερίνης Ράπτη.
Η συζήτηση των υποθέσεων συνεχίστηκε και κατά τις παρακάτω συνεδριάσεις της Ε.Α. : α) την 17η
Δεκεμβρίου 2004, ημέρα Παρασκευή και ώρα 12:00, β) την 21η Δεκεμβρίου 2004, ημέρα Τρίτη και
ώρα 15:30, γ) την 17η Ιανουαρίου 2005, ημέρα Δευτέρα και ώρα 15:30 και δ)την 27η Ιανουαρίου
2005, ημέρα Πέμπτη και ώρα 11:30.
Στην αρχή της συνεδρίασης, το λόγο έλαβε η Γενική Εισηγήτρια Σοφία Καμπερίδου, η οποία
ανέπτυξε τις γραπτές εισηγήσεις της Γραμματείας επί των συνεκφωνηθεισών υποθέσεων και
κατέληξε στα εξής :
«Λαμβάνοντας υπόψη όσα αναφέρονται στο σκεπτικό των εισηγήσεων προτείνεται :
1) η εταιρεία «AOYTONTHΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ &
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» να υποχρεωθεί να παύσει τις παραβάσεις του ν. 703/77 και να
παραλείψει αυτές στο μέλλον και να της επιβληθεί πρόστιμο 150.000 Eυρώ.» και
2) η εταιρεία «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ &
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» να υποχρεωθεί να παύσει τις παραβάσεις του ν. 703/77 και να
παραλείψει αυτές στο μέλλον και να της επιβληθεί πρόστιμο 500.000 Eυρώ.»
Στην συνέχεια, το λόγο έλαβαν τα ενδιαφερόμενα μέρη και η μεν καταγγέλλουσα ζήτησε την
αποδοχή των καταγγελιών της, την επιβολή προστίμου στις καταγγελλόμενες για τις παραβάσεις
του δικαίου του ελεύθερου ανταγωνισμού, την επιβολή χρηματικής ποινής για την κάθε ημέρα μη
συμμόρφωσης αυτών με την εκδοθησομένη απόφαση, την αποστολή της απόφασης στην ποινική
Δικαιοσύνη, τη δημοσίευσή της σε δύο οικονομικές και δύο πολιτικές εφημερίδες και την καταδίκη
των καταγγελλομένων εις την εν γένει δικαστική δαπάνη της, οι δε καταγγελλόμενες ζήτησαν την
απόρριψη των καταγγελιών αυτών καθώς και την απόρριψη των εισηγήσεων της Γραμματείας, για
τους λόγους τους οποίους αναφέρουν και στα υπομνήματα που θα καταθέσουν. Στη συνέχεια τα
ενδιαφερόμενα μέρη ανέπτυξαν τις θέσεις τους, έδωσαν διευκρινίσεις και απάντησαν σε ερωτήσεις
που τους υπέβαλαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής και ζήτησαν την εξέταση μαρτύρων
για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους η δε Επιτροπή, αποδεχόμενη το αίτημά τους εξέτασε τους
παρακάτω μάρτυρες: α) Τον μάρτυρα της καταγγέλλουσας Ελευθέριο Παπαδάκη, επιχειρηματία, β)
τον μάρτυρα της καταγγέλλουσας Παναγιώτη Στεφανίδη και γ) τον μάρτυρα των καταγγελλομένων
Νικόλαο Χαλβατζή, Γενικό Διευθυντή της εταιρείας AOYTONTHΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Επίσης, τα ενδιαφερόμενα μέρη
ζήτησαν προθεσμία για την υποβολή υπομνήματος.
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής έδωσε προθεσμία στις ενδιαφερόμενες εταιρείες έως την 7η
Φεβρουαρίου 2005, ημέρα Δευτέρα προκειμένου να υποβάλουν τα υπομνήματά τους.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνήλθε σε διάσκεψη την 28η Φεβρουαρίου 2005, ημέρα Δευτέρα και
ώρα 15:00, την οποία συνέχισε την 28η Μαρτίου 2005 ημέρα Δευτέρα και ώρα 15:00 και
ολοκλήρωσε την 6η Ιουλίου 2005, ημέρα Τετάρτη και ώρα 14:00, στην ίδια ως άνω αίθουσα
συνεδριάσεων και αφού έλαβε υπόψη τα στοιχεία του σχετικού φακέλου, τις εισηγήσεις της
Γραμματείας, τις απόψεις που διατύπωσαν, προφορικώς και εγγράφως, οι ενδιαφερόμενες εταιρίες,



3
τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα υπομνήματα που κατέθεσαν καθώς και την ενώπιον της
Επιτροπής εν γένει συζήτηση της υποθέσεως:
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ :
Ι. Τα πραγματικά περιστατικά
1. Ιστορικό καταγγελίας
Η εταιρεία με την επωνυμία ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
υπέβαλε στην Γραμματεία της Επιτροπής Ανταγωνισμού : 1) καταγγελία σύμφωνα με το με αρ.
πρωτ. 1917/27.5.2003 έγγραφό της, κατά των εταιρειών: «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π&Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και «Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ», και 2) καταγγελία σύμφωνα με το με αρ. πρωτ.
1918/27.5.03 έγγραφό της, κατά των εταιρειών «AOYTONTHΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και «Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ», επικαλούμενη και στις δύο καταγγελίες, παράβαση του
άρθρου 1 παρ. 1 του ν.703/77, όπως ισχύει και προσβολή των Κανονισμών 1475/1995 και
1400/2002 ΕΕ «περί διανομής, πώλησης και εξυπηρέτησης μετά την πώληση αυτοκινήτων
οχημάτων και ανταλλακτικών».
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνεκδίκασε τις ανωτέρω καταγγελίες λόγω της μεταξύ τους συνάφειας
και οικονομίας της συζήτησης και τις εξέτασε για παραβάσεις του άρθρου 1 του ν.703/77, όπως
ισχύει, και του άρθρου 81 ΕK.
Ταυτόχρονα με τις ανωτέρω καταγγελίες, η εταιρεία ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ –
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ είχε υποβάλλει και αιτήσεις λήψης ασφαλιστικών μέτρων
αντίστοιχα κατά των ως άνω εταιρειών. Επ΄ αυτών η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει εκδόσει τις με
αρ. 250/ΙΙΙ/2003 και 251/ΙΙΙ/2003 Αποφάσεις της Ολομέλειας της, απορρίπτοντας τις αιτήσεις λήψης
ασφαλιστικών μέτρων, δεδομένου ότι δεν πιθανολογήθηκε ότι συντρέχει επείγουσα περίπτωση προς
αποτροπή άμεσα επικείμενου κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης της αιτούσας εταιρείας.
2. Τα μέρη
α. Η καταγγέλλουσα εταιρεία «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» (εφεξής καταγγέλλουσα /ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ)
Η εταιρεία ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ιδρύθηκε το 1999 και δραστηριοποιήθηκε αρχικά ως διανομέας και
εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, αποκλειστικής αντιπροσώπου των προϊόντων
(οχήματα και ανταλλακτικά) ΚΙΑ στην Ελλάδα, με έδρα τη Μεταμόρφωση Αττικής, όπου έχει
μισθώσει για εννέα έτη οικοδομή την οποία αποπεράτωσε δαπάναις της και διαμόρφωσε έκθεση και
συνεργείο αυτοκινήτων καθώς και αποθήκη ανταλλακτικών.



4
Από τις αρχές Απριλίου 2001, η εταιρεία συνεβλήθη και με την ανωτέρω (α΄) καταγγελλόμενη
εταιρία, ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, η οποία ελέγχεται από τους ίδιους μετόχους
με την εταιρία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ και ανέλαβε την διανομή και των προϊόντων (οχήματα και
ανταλλακτικά) HYUNDAI.
Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας από τις παραπάνω δραστηριότητες, το έτος 2001 ανήλθε σε
1.968.688,01 Ευρώ (669.501.576 δρχ) και το έτος 2002 σε 2.157.036,46 Ευρώ εκ των οποίων ποσόν
[…] Ευρώ αφορούσε πωλήσεις HYUNDAI και ποσόν […] Ευρώ αφορούσε πωλήσεις ΚΙΑ.
β. ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, (εφεξής α' καταγγελλόμενη / ΧΙΟΥΝΤΑΙ)
Η ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ είναι ανώνυμη, βιομηχανική και εμπορική
εταιρεία, η οποία εδρεύει στη Μάνδρα -Αττικής και ελέγχεται από τον Παναγιώτη και τη Σταυρούλα
Δάβαρη, οι οποίοι είναι ο Πρόεδρος και η Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι ο Όμιλος Π. & Ρ Δάβαρη, όπως αναφέρεται στην από 28.6.00 επιστολή του κ.
Γρυσμπολάκη, Οικονομικού και Διοικητικού Διευθυντή του Ομίλου, αν και δεν έχει νομική δομή,
περιλαμβάνει μεταξύ άλλων εταιρειών και τις εταιρείες HYUNDAI ΕΛΛΑΣ Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ
ΑΒΕΕ, ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ
ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ (γ’ καταγγελλόμενη) και AUTOPOINT Α.Ε.
Η εν λόγω εταιρεία ορίστηκε από την 1η Απριλίου 1991 αποκλειστικός εισαγωγέας και διανομέας
στην ελληνική αγορά, των προϊόντων (οχήματα και ανταλλακτικά) HYUNDAI της κορεάτικης
εταιρείας HYUNDAI MOTOR COMPANY.
Προς εκπλήρωση των σκοπών της δηλ. της εμπορίας και προώθησης στην ελληνική αγορά των
προϊόντων HYUNDAI, έχει δημιουργήσει δίκτυο διανομής στην Ελληνική επικράτεια το οποίο
απαρτίζεται σήμερα από 69 περίπου τοπικούς "μη αποκλειστικούς" διανομείς /εμπορικούς
αντιπροσώπους, οι οποίοι διαμεσολαβούν για λογαριασμό της εταιρείας για την πώληση των
αυτοκινήτων HYUNDAI, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα προμήθεια.
Σημειώνεται δε ότι μία των εταιρειών του Ομίλου εταιριών Π & Ρ Δάβαρη, η ΑΟΥΤΟΠΟΙΝΤ ΑΕ
διαχειρίζεται σήμερα οκτώ (8) εκ των 12 σημείων διανομής οχημάτων στο νομό Αττικής.
Ο κύκλος εργασιών της εταιρίας ΧΙΟΥΝΤΑΙ για το έτος 2002 ανήλθε σε 205.103.027,60 Ευρώ.
γ. ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, (εφεξής β' καταγγελλόμενη/
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ)
Η ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ είναι ανώνυμη, βιομηχανική και εμπορική εταιρεία, η οποία εδρεύει στο
Ν. Ψυχικό -Αττικής και ελέγχεται από τον Παναγιώτη και τη Σταυρούλα Δάβαρη, οι οποίοι είναι ο
Πρόεδρος και η Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη από 28.6.00 επιστολή του κ. Γρυσμπολάκη, Οικονομικού
και Διοικητικού Διευθυντή του Ομίλου Π & Ρ Δάβαρη, η ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ είναι εταιρεία του
Ομίλου. Η εν λόγω εταιρεία ορίστηκε από τον Απριλίου 1999 αποκλειστικός εισαγωγέας και
διανομέας στην ελληνική αγορά, των προϊόντων (οχήματα και ανταλλακτικά) της κορεάτικης
εταιρείας ΚΙΑ MOTORS CORPORATION.



5
Προς εκπλήρωση των σκοπών της δηλ. της εμπορίας και προώθησης στην ελληνική αγορά των
προϊόντων KIA, έχει δημιουργήσει δίκτυο διανομής στην Ελληνική επικράτεια το οποίο
απαρτίζεται από περισσότερους από 40 τοπικούς "μη αποκλειστικούς" διανομείς / εμπορικούς
αντιπροσώπους, οι οποίοι διαμεσολαβούν για λογαριασμό της εταιρίας για την πώληση των
αυτοκινήτων ΚΙΑ , λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα προμήθεια.
Σημειώνεται δε ότι μία των εταιρειών του Ομίλου εταιριών Π & Ρ Δάβαρη, η ΑΟΥΤΟ-ΠΟΙΝΤ ΑΕ
διαχειρίζεται σήμερα έξι (6) εκ των 9 σημείων διανομής οχημάτων KIA στο νομό Αττικής.
Ο κύκλος εργασιών της εταιρίας για το έτος 2002 ανήλθε σε 38.106.726,31 Ευρώ.
δ. Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ (γ΄ καταγγελλόμενη)
Η Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ εδρεύει στη Ν. Σμύρνη Αττικής και έχει
εταίρους τον Παναγιώτη και τη Σταυρούλα Δάβαρη. Η εν λόγω εταιρεία έχει ως αντικείμενο
εργασιών της τη διαμεσολάβηση στη σύναψη συμβάσεων ασφάλισης.
Σύμφωνα με τη σύμβαση διορισμού ασφαλιστικού συμβούλου, η ως άνω εταιρεία συμβάλλεται με
τους διανομείς, οι οποίοι ενεργούν ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι, λαμβάνοντας και τη σχετική
προμήθεια.
Η εν λόγω εταιρεία πρακτορεύει τις ασφαλιστικές εταιρίες «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΓΑ» και
«NORDSTERN COLONIAL».
3. Περιεχόμενο καταγγελιών
Α. Καταγγελία κατά της α΄ καταγγελλόμενης
α. Οι θέσεις της καταγγέλλουσας
Η καταγγέλλουσα εταιρεία στην με αρ. πρωτ. 1917/27.5.03 καταγγελία της αναφέρει ότι :
α.1. Από τον Απρίλιο του 2001, με βάση άτυπη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ αυτής
και της α’ καταγγελλόμενης, ανήκε στο δίκτυο διανομής των προϊόντων (οχήματα και
ανταλλακτικά) HYUNDAI της α' καταγγελλόμενης, η οποία από τον Απρίλιο 1991 ορίστηκε
αποκλειστική εισαγωγέας και διανομέας στην ελληνική αγορά των προϊόντων της κορεάτικής
εταιρίας HYUNDAI MOTOR COMPANY.
Η εν λόγω σύμβαση διήρκησε μέχρι την καταγγελία της από την α' καταγγελλόμενη στις 25.7.2002,
τα δε έννομα αποτελέσματα της επήλθαν στις 25.10.2002.
Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, η εν λόγω άτυπη σύμβαση συνεργασίας συμφωνήθηκε για
ορισμένο χρόνο και συγκεκριμένα για μια δεκαετία με δικαίωμα αυτόματης ανανέωσης εφόσον δεν
υπήρχε προειδοποίηση προ ενός έτους από την α΄ καταγγελλόμενη, είχε δε ως αντικείμενο αφενός τη
διανομή και αφετέρου την εμπορική αντιπροσωπεία των προϊόντων της α΄ καταγγελλόμενης καθώς
επίσης και την παροχή υπηρεσιών επισκευής των προϊόντων αυτών (οχήματα).
Εξάλλου, όπως αναφέρει η καταγγέλλουσα ήδη από τον Ιούνιο 1999, είχε συμβληθεί με την εταιρία
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, η οποία ελέγχεται από τους ίδιους μετόχους με την α΄
καταγγελλόμενη. Η παραπάνω εταιρεία (ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ) από τον Απρίλιο 1999, είναι η



6
αποκλειστική αντιπρόσωπος στην ελληνική επικράτεια της κορεάτικης εταιρείας ΚΙΑ MOTORS
CORPORATION, η οποία κατασκευάζει τα οχήματα KIA και είναι εταιρεία του αυτού
επιχειρηματικού ομίλου, στον οποίο ανήκει και η κατασκευάστρια των οχημάτων HYUNDAI.
Η καταγγέλλουσα, στο πλαίσιο της εν λόγω συνεργασίας, ανέλαβε την υποχρέωση να επεκτείνει,
εντός 6 μηνών από της συνάψεως της συμβάσεως, το υφιστάμενο συγκρότημα καθέτου οργανώσεως
τριών σημείων δηλ της εκθέσεως αυτοκινήτων - συνεργείου αυτοκινήτων - αποθήκης
ανταλλακτικών, που ικανοποιούσε μέχρι τότε αποκλειστικά τις ανάγκες των προϊόντων ΚΙΑ, ώστε
να ικανοποιεί παράλληλα, τις ανάγκες και τους σκοπούς της εμπορικής πολιτικής μεγάλης προβολής
και εντόνου προωθήσεως και των προϊόντων HYUNDAI.
Ειδικότερα, η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι κατά κύριο λόγο ανέλαβε να ενεργεί ως εμπορική
αντιπρόσωπος της α' καταγγελλόμενης, δηλ. να μεριμνά για τις υποθέσεις της, να διαπραγματεύεται
και να συνάπτει τις συμβάσεις πωλήσεως των συμβατικών οχημάτων επ΄ ονόματι και για
λογαριασμό της α' καταγγελλόμενης έναντι προμηθείας, ενώ παράλληλα ανέλαβε να ενεργεί ως
υποδιανομέας της δηλ. να προβαίνει σε προαγορές των παραπάνω προϊόντων της α'
καταγγελλόμενης, ιδίω ονόματι και για λογαριασμό δικό της, με έκπτωση επί της τιμής αγοράς του
οχήματος στην έκταση που η α' καταγγελλόμενη υποχρέωνε την καταγγέλλουσα για αυτό και στη
συνέχεια με δικό της κίνδυνο να μεταπωλεί αυτά σε τρίτους καταναλωτές και να αποκομίζει το
εμπορικό κέρδος που προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τελικής τιμής
μεταπωλήσεως. Επίσης, δεσμεύτηκε να διαθέτει συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων HYUNDAI με
καθορισμένες προδιαγραφές, εξειδικευμένα μηχανήματα και προσωπικό, καθώς και απόθεμα
ανταλλακτικών HYUNDAI.
Η προώθηση των αυτοκινήτων και των ανταλλακτικών HYUNDAI διεξάγονταν με βάση τις
ειδικότερες εγκυκλίους που εξέδιδε κατά καιρούς η α΄ καταγγελλόμενη, κατά μονομερή τρόπο, οι
οποίες δέσμευαν ενιαία όλο το δίκτυο των αντιπροσώπων της και οι οποίες αφορούσαν ενδεικτικώς
τους μονομερώς τιθέμενους από την α΄ καταγγελλόμενη στόχους πωλήσεων, το ύψος της
προμήθειας ανά πωλούμενο αυτοκίνητο, την προβλεπόμενη έκπτωση κατά την υποχρεωτική
προαγορά αυτοκινήτων, τις τιμές λιανικής πωλήσεως, το υποχρεωτικό απόθεμα ανταλλακτικών ανά
είδος, τον υποχρεωτικό εξοπλισμό του συνεργείου κ.λ.π.
Η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι τo σύνολο των λειτουργικών και παγίων δαπανών στις οποίες
προέβη για την εγκατάσταση, οργάνωση και διαχείριση της αντιπροσωπείας HYUNDAI από 1.5.01,
οπότε άρχισε η συνεργασία της με την α΄ καταγγελλόμενη και μέχρι την 31.8.02, ανέρχεται στο
ποσό των […]δρχ. ή […] Ευρώ (με την επιφύλαξη του συνυπολογισμού των λοιπών αξιώσεων της
καταγγέλλουσας μέχρι την 25.10.02, ή άλλως μέχρι την πραγματική λήξη της σχέσης συνεργασίας
της καταγγέλλουσας με την α’ καταγγελλόμενη).
Όπως αναφέρει η καταγγέλλουσα, οι πωλήσεις της σε οχήματα HYUNDAI ήταν σημαντικές και
παρουσίαζαν αύξηση 10% σε σχέση με τις πανελλαδικές πωλήσεις των εν λόγω οχημάτων.
Συγκεκριμένα, το 2001 οι πωλήσεις της σε καινουργή οχήματα α) για λογαριασμό της α’
καταγγελλόμενης ανήλθαν σε […] και η προμήθεια που εισέπραξε σε […] δρχ. ή […]Ευρώ και β)
για μεταπώληση έναντι κέρδους σε […] συνολικού ποσού […] δρχ. ή […] Ευρώ, ενώ το 2002 (μέχρι
την 31.8.02) οι πωλήσεις καινουργών οχημάτων α) για λογαριασμό της α’ καταγγελλόμενης
ανήλθαν σε […], με συνολική προμήθεια […] δρχ. ή […] Ευρώ, πλέον […] οχημάτων από
μεταπώληση συνολικού ποσού […] δρχ. ή […] Ευρώ. Σημειώνεται δε ότι, σύμφωνα με τα επίσημα



7
στοιχεία του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων, η ΧΙΟΥΝΤΑΙ κατά το ίδιο
χρονικό διάστημα παρουσίασε κάμψη των πωλήσεών της κατά 12,6%.
Κατά δε το χρονικό διάστημα 1.5.01 έως 31.8.02, η καταγγέλλουσα παρείχε υπηρεσίες μετά την
πώληση (σέρβις) προς τους κατόχους οχημάτων HYUNDAI, συνολικής αξίας […] δρχ. ή […] Ευρώ.
Επίσης, η καταγγέλλουσα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, προέβη σε αγορές και μεταπώλησε
ανταλλακτικά συνολικού ποσού […] δρχ. ή […]Ευρώ, το δε Bonus επίτευξης στόχων της για τα
έτη 2001 – 2002 ανήλθε σε […] δρχ. ή […] Ευρώ.
Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα και παρά το γεγονός ότι δεν είχε υπάρξει ουδεμία παράβαση
συμβατικών υποχρεώσεων από πλευράς της, αλλά και ούτε είχε εκφραστεί από την
α΄καταγγελλόμενη κάποια διαμαρτυρία ή παράπονο σχετικό με την μεταξύ τους συμβατική σχέση,
αυτή, όλως αιφνιδίως και εκμεταλλευόμενη την ασθενή θέση της καταγγέλλουσας κατά τη χρονική
στιγμή της ασθένειας του Διευθύνοντος Συμβούλου της, κοινοποίησε Εξώδικο Δήλωση –
Καταγγελία, καταγγέλλοντας την οποιαδήποτε εμπορική συνεργασία μεταξύ τους, άνευ επικλήσεως
οιουδήποτε λόγου, μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών.
Σημειώνεται δε, ότι στις 20.12.02 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το
οποίο επελήφθη επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της καταγγέλλουσας, η καταγγελλόμενη
ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως είχε ως νόμιμο λόγο το γεγονός ότι η
καταγγέλλουσα εταιρία δεν πέτυχε τον τεθέντα μονομερώς, από την καταγγελλόμενη στόχο
πωλήσεων για το δίμηνο Μαίου – Ιουνίου 2002.
Στη συνέχεια, δύο μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στα τέλη Σεπτεμβρίου 2002, η α΄
καταγγελλόμενη στο πλαίσιο ανασυγκρότησης του δικτύου της, με βάση τους όρους του νέου
Κανονισμού 1400/2002/ΕΕ, περί διανομής οχημάτων, κοινοποίησε στους αντιπροσώπους του
δικτύου της, εξώδικη καταγγελία, το περιεχόμενο της οποίας δείχνει την διακρίνουσα και
καταχρηστική συμπεριφορά της εις βάρος της καταγγέλλουσας.
Ειδικότερα, η α' καταγγελλόμενη, επικαλείται ως λόγο καταγγελίας των συμβάσεων των εμπορικών
αντιπροσώπων της, την καταγγελία της σύμβασης της με την HYUNDAI MOTOR COMPANY,
θέτει δε ως προθεσμία για τη λύση των συμβάσεων συνεργασίας ένα έτος με ημερομηνία
επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας την 30.9.03 και επιφυλάσσεται ως προς το
ενδεχόμενο της συνάψεως νέας συμβάσεως συνεργασίας, μεταξύ των αντιπροσώπων του δικτύου
και αυτής, με βάση τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον.
Αντίθετα, η σύμβαση συνεργασίας, μεταξύ της καταγγέλλουσας και της α' καταγγελλόμενης, λύεται
με την από 25.7.02 ως άνω καταγγελία, άνευ της επικλήσεως οποιουδήποτε λόγου καταγγελίας,
τάσσεται ως προθεσμία επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας διάστημα τριών μόνο
μηνών και δεν τίθεται καμία επιφύλαξη για μελλοντική συνεργασία μεταξύ τους.
α.2. Περαιτέρω, η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η α' καταγγελλόμενη παραβίασε τα άρθρα 4.1.3
και 6.1.6 του Κανονισμού 1475/1995 της ΕΚ περί διανομής οχημάτων αλλά και τις διατάξεις του ν.
703/77.
(i) Ειδικότερα, αναφέρει ότι η α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε κατά τον προ της καταγγελίας χρόνο
ισχύος της μεταξύ τους σύμβασης, μονομερώς και κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια,
υψηλούς και μη ρεαλιστικούς στόχους πωλήσεων οχημάτων επί προμηθεία και προαγορών



8
οχημάτων και ανταλλακτικών σε χονδρική τιμή με έκπτωση επί της τιμής πωλήσεως, με
αποτέλεσμα τη δημιουργία υπερβολικών αποθεμάτων οχημάτων και ανταλλακτικών σε βάρος
της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης της εταιρίας και κατά παράβαση του ως άνω κανονισμού
σύμφωνα με τον οποίο, οι στόχοι πωλήσεων και προαγορών οχημάτων τίθενται κατόπιν κοινής
συμφωνίας των μερών και επί ετήσιας βάσης. Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η α΄
καταγγελλόμενη ουδέποτε ζήτησε τη γνώμη της ως προς το ύψος των τιθέμενων στόχων
πωλήσεων και προαγορών, αλλά επέβαλλε αυτούς μονομερώς και αυθαιρέτως.
Σε κάθε περίπτωση η α' καταγγελλόμενη δεν δικαιούνταν να τάσσει στόχους πωλήσεων και
προαγορών στην καταγγέλλουσα χωρίς τη συμφωνία της και για χρονικό διάστημα μικρότερο
του ενός έτους (άρθρο 4.1.3), εκτός αν οι στόχοι θεωρούνταν ενδεικτικού χαρακτήρα, η δε
καταγγέλλουσα δεν είχε την συμβατική ή νομική υποχρέωση να τηρήσει την επιβολή των
μονομερών στόχων. Επομένως η τήρησή τους δεν μπορεί να αποτελεί σπουδαίο λόγο
καταγγελίας της συμβάσεως από την α’ καταγγελλόμενη, η δε καταγγελία της συμβάσεως για
το λόγο αυτό είναι άκυρη.
(ii) Επίσης, καταγγέλλεται ότι η α' καταγγελλόμενη προέβη στη μονομερή άμεση και έμμεση
επιβολή της τιμής λιανικής διάθεσης των οχημάτων HYUNDAI και στη μονομερή άμεση ή
έμμεση επιβολή προκαθορισμένων εκπτώσεων επί της λιανικής πωλήσεως στις προαγορές
(οχήματα και ανταλλακτικά/ αξεσουάρ), με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο προκαθορισμό
τιμών διάθεσης των συμβατικών προϊόντων HYUNDAI. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η α΄
καταγγελλόμενη παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 σημ. 6 του ως άνω κανονισμού
αλλά και του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/77.
(iii) Η α' καταγγελλόμενη επέβαλε στην καταγγέλλουσα, μονομερώς και αυθαιρέτως τη δημιουργία
προκαθορισμένων ποσοτικώς εμπορικών αποθεμάτων ανταλλακτικών και εκθεσιακών
αυτοκινήτων, τα οποία αγοράζονταν υποχρεωτικά από την καταγγέλλουσα με τη μέθοδο της
προαγοράς, δηλ. τιμολογούντο στο όνομα και για λογαριασμό της καταγγέλλουσας, ενώ
χορηγείτο προκαθορισμένη έκπτωση. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η καταγγέλλουσα
παρεμποδιζόταν, κατά παράβαση του ως άνω κανονισμού και του ν. 703/77, στο να προβαίνει
ελεύθερα στην επιλογή οχημάτων και ανταλλακτικών που ζητούσε η πελατεία της και στη
συνέχεια να συμφωνεί με την α΄ καταγγελλόμενη στην αγορά της αναγκαίας ποσότητας
αποθεμάτων των συμβατικών προϊόντων και των εκθεσιακών οχημάτων επιδείξεως και να
καθορίζει την τιμή διαθέσεως των συμβατικών προϊόντων ελεύθερα.
(iv) H καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η υπό κρίση σύμβαση δεν
είναι αορίστου χρόνου όπως αναφέρει η α' καταγγελλόμενη αλλά δεκαετούς διάρκειας, και ως
εκ τούτου εφόσον αυτή ήθελε να προβεί σε καταγγελία της σύμβασης, όφειλε προηγουμένως
να της κοινοποιήσει τακτική καταγγελία, θέτουσα προειδοποιητική προθεσμία τουλάχιστον
ενός έτους, όπως άλλωστε ορίζει ο Κανονισμός. Αντίθετα αυτή έθεσε προθεσμία τριών μόνο
μηνών, συνεπώς η καταγγελία της είναι άκυρη.



9
(v) Επίσης, η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η α' καταγγελλόμενη υποχρεώνει τους λιανοπωλητές
της (υποδιανομείς/ εμπορικούς αντιπροσώπους) να επιβάλλουν στους πελάτες τους, που
προβαίνουν σε επί πιστώσει αγορά οχήματος ΗΥUNDAI από την α΄ καταγγελλόμενη, αφενός
τη χρηματοδότηση από αυτή ή δάνειο από την Τράπεζα Πειραιώς, αφετέρου να ασφαλίζουν
το όχημά τους, για το χρονικό διάστημα της πίστωσης, μέσω της γ' καταγγελλόμενης, η οποία
πρακτορεύει τις ασφαλιστικές εταιρίες «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΕΓΑ» και
«NORDSTERN COLONIAL».
Οι εν λόγω πρόσθετες παροχές, οι οποίες επιβάλλονται υποχρεωτικά στον πελάτη -
καταναλωτή, είναι άκυρες, καθόσον εξαρτούν την πώληση του οχήματος από την αποδοχή
αυτών και συνιστούν παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/7.
(vi) Κατά την καταγγέλλουσα, η α' καταγγελλόμενη παραβιάζει και τις διατάξεις του Κανονισμού
1400/2002/ΕΕ, περί διανομής αυτοκινήτων, ο οποίος αντικατέστησε τον προϊσχύσαντα
Κανονισμό 1475/1995/ΕΕ.
Ειδικότερα αναφέρει ότι αυτή δεν δικαιούται να τυγχάνει της μεταβατικής περιόδου
προσαρμογής στο νέο Κανονισμό δηλ. από 1.10.02 έως 30.9.03, δεδομένου ότι αυτός έχει
άμεση ισχύ όσον αφορά την α΄ καταγγελλόμενη, επειδή αυτή ουδέποτε πληρούσε τις νόμιμες
προϋποθέσεις υπαγωγής των συμβάσεων διανομής των οχημάτων που αντιπροσώπευε, στην
ομαδική εξαίρεση του Κανονισμού 1475/1995/ΕΕ. Συνεπώς, η α' καταγγελλόμενη με την
πολιτική που ακολουθεί παραβιάζει το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/77, ενώ από 1.10.02, θα
έπρεπε να προβεί στις αναγκαίες συμβατικές και οργανωτικές προσαρμογές, ώστε να τύχει της
ομαδικής απαλλαγής, που προβλέπει ο Κανονισμός 1400/2002/ΕΕ, ο οποίος έχει άμεση
εφαρμογή στην Ελληνική Επικράτεια από 1.10.2002.
Επιπλέον επικαλείται το άρθρο 3 παρ. 1 εδαφ. γ’ του παραπάνω Κανονισμού, το οποίο ορίζει
ότι οι παροχείς υπηρεσιών σέρβις πρέπει να επιλέγονται από τον προμηθευτή με βάση
προκαθορισμένα ποιοτικά κριτήρια, έτσι ώστε να εμπίπτουν σε ένα σύστημα ποιοτικής
επιλεκτικής διανομής, σε περίπτωση που το μερίδιο αγοράς τους υπερβαίνει το 30 % επί της
σχετικής αγοράς της παροχής υπηρεσιών σέρβις της εν λόγω μάρκας. Βάσει δε αυτού
υποστηρίζει ότι όλοι οι παροχείς υπηρεσιών σέρβις δικαιούνται, εφόσον πληρούν τα τεθέντα
από τον προμηθευτή ποιοτικά κριτήρια και το επιθυμούν, να ενταχθούν στο δίκτυο
εξουσιοδοτημένων επισκευαστών του προμηθευτή.
Θεωρεί δε ότι η καταγγελία της συμβάσεως της είναι παράνομη και ότι η α΄ καταγγελλόμενη
όφειλε από 1.10.2002, να την επανεντάξει στο δίκτυο των εξουσιοδοτημένων επισκευαστών,
επειδή εκπληρώνει απολύτως μέχρι σήμερα τα τεθέντα εκ μέρους της α΄ καταγγελλόμενης
ποιοτικά κριτήρια παροχής υπηρεσιών σέρβις. Σε περίπτωση δε που υπήρχε οποιαδήποτε
αλλαγή των ποιοτικών κριτηρίων εντάξεως στο δίκτυο των εξουσιοδοτημένων επισκευαστών,
η εταιρία όφειλε να προβεί σε σχετική δημόσια γνωστοποίηση.
Για τους λόγους αυτούς η καταγγέλλουσα ζητά :
- Να κριθεί άκυρη και μη νόμιμη η σχετική εγκύκλιος της α΄ των καταγγελομένων, δια της
οποίας ετέθη μονομερώς εκ μέρους της προς την καταγγέλλουσα, ο στόχος πωλήσεων του
β΄ τετραμήνου 2002 των οχημάτων HYUNDAI και καταγγέλθηκε η υφιστάμενη σύμβαση
των δύο εταιριών λόγω μη επιτεύξεως του εν λόγω στόχου.



10
- Να υποχρεωθεί η α΄ των καταγγελομένων να προμηθεύει την καταγγέλλουσα με όλα τα
συμβατικά προϊόντα, ήτοι την πλήρη γκάμα των οχημάτων και ανταλλακτικών
HYUNDAI, χωρίς την μονομερή επιβολή στόχων πωλήσεων και παραγγελιών, την
μονομερή επιβολή δημιουργίας εμπορικών αποθεμάτων και αποθεμάτων εκθεσιακών
πωλήσεων, τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό τόσο της χονδρικής όσο και της λιανικής τιμής
πωλήσεως των προϊόντων αυτών καθώς και των εκπτώσεων επί της τιμής λιανικής
πωλήσεως στην περίπτωση προαγορών οχημάτων και ανταλλακτικών.
- Να μην υποχρεούνται οι τελικοί καταναλωτές να προσφεύγουν εις την β΄ των
καταγγελλομένων για την ασφαλιστική κάλυψη και εις την α΄ των καταγγελλομένων για
την χρηματοδότηση των επί πιστώσει αγοραζομένων οχημάτων.
- Να κριθεί άκυρη η άρνηση της α΄ καταγγελλόμενης να επανεντάξει την καταγγέλλουσα εις
το εξουσιοδοτημένο δίκτυο των παροχέων σέρβις HYUΝDAI και να υποχρεωθεί να πράξει
τούτο, λόγω της πλήρους εκπληρώσεως εκ μέρους της καταγγέλλουσας των τεθέντων και
μη τροποποιηθέντων από την α΄ καταγγελλόμενη ποιοτικών κριτηρίων λειτουργίας του
εξουσιοδοτημένου συνεργείου HYUΝDAI.
- Να παύσει η αποκλειστικότητα της α΄ καταγγελλόμενης εις την Ελληνική Επικράτεια
όσον αφορά τα συμβατικά προϊόντα HYUΝDAI .
- Να απειληθεί χρηματική ποινή 3.000 Ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεως προς την
παρούσα απόφαση και για κάθε μια από τις ως άνω επί μέρους ρήτρες και πρακτικές.
β. Οι θέσεις της α΄ καταγγελλομένης
β.1. Η εταιρία ΧΙΟΥΝΤΑΙ την 1.4.91 ορίστηκε από την HYUNDAI MOTOR COMPANY
αποκλειστικός εισαγωγέας και διανομέας των προϊόντων HYUNDAI στην ελληνική επικράτεια.
Η ΧΙΟΥΝΤΑΙ (α΄ καταγγελλόμενη) αναφέρει ότι προς εκπλήρωση των απορρεουσών από 1.4.91
σύμβαση διανομής, υποχρεώσεών της, δημιούργησε δίκτυο περίπου 60, ( που σήμερα ανέρχονται
σε 69), μη αποκλειστικών εμπορικών αντιπροσώπων, οι οποίοι διαμεσολαβούν για λογαριασμό της
για την πώληση των οχημάτων HYUNDAI, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα προμήθεια για τη
διαμεσολάβησή τους στις εν λόγω πωλήσεις.
Ειδικότερα, αναφέρει ότι για την ένταξη ενός εμπορικού αντιπροσώπου στο εν λόγω δίκτυο της,
ζητείται η συμπλήρωση Αίτησης Νέου Αντιπροσώπου και ιδιαίτερα για τους νομούς Αττικής,
Θεσσαλονίκης, Πέλλας και Ηρακλείου, λόγω της υψηλής εμπορικότητας που παρουσιάζουν οι εν
λόγω περιοχές, απαιτούνται και κάποιες πρόσθετες προδιαγραφές, όπως τήρηση έκθεσης
αυτοκινήτων συγκεκριμένης χωρητικότητας, εγγυητική επιστολή τραπέζης, εγκατάσταση και
προσωπικό συνεργείου για την παροχή υπηρεσιών τεχνικής εξυπηρέτησης, εγκατάσταση και
λειτουργία προγράμματος ενιαίας μηχανογράφησης για την υποβολή παραγγελιών κλπ.
Αναφέρει επίσης, ότι η πώληση των αυτοκινήτων προς τους τελικούς καταναλωτές
πραγματοποιείται με τη διαμεσολάβηση των εμπορικών αντιπροσώπων της, που ενεργούν στο όνομα
και για λογαριασμό της, βάσει του ισχύοντος τιμοκαταλόγου λιανικής πώλησης που αυτή εκδίδει και
στους οποίους χορηγείται ορισμένο ποσό ως προμήθεια, η οποία κυμαίνεται ανάλογα με το μοντέλο
αυτοκινήτου.



11
Επισημαίνει δε, ότι η ίδια αγοράζει τα συμβατικά προϊόντα από την ΗΥUNDAI MOTOR
COMPANY, τηρεί τα αποθέματα και αναλαμβάνει τη διακινδύνευση, οικονομική και εμπορική, της
μη διάθεσής τους. Αναλαμβάνοντας αυτόν τον κίνδυνο, η εταιρία ορίζει το πεδίο δραστηριότητας
των εμπορικών της αντιπροσώπων σε σχέση με τα συμβατικά οχήματα, τα οποία ανήκουν στην
κυριότητα και κατοχή της.
Οι δε εμπορικοί συνεργάτες της, κατόπιν έγκρισης σχετικού αιτήματος τους προς αυτήν, είναι
ελεύθεροι να χορηγούν περαιτέρω έκπτωση προς τον πελάτη, μειώνοντας την προμήθειά τους,
προσκομίζει δε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (τιμολόγια αγοράς της εταιρίας με μηδενική ή
μειωμένη προμήθεια του αντιπροσώπου). Επίσης, είναι ελεύθεροι να παρέχουν με δική τους
επιβάρυνση δωρεάν εξοπλισμό ή αξεσουάρ.
Επιπλέον, ισχυρίζεται ότι, κατά καιρούς και όλως εξαιρετικά, προκειμένου να εξαντλήσει απόθεμα
συγκεκριμένου μοντέλου αυτοκινήτου, δίνει τη δυνατότητα στους εμπορικούς αντιπροσώπους της,
εφόσον το επιθυμούν, να αγοράσουν αυτοκίνητα με συγκεκριμένη έκπτωση. Στις περιπτώσεις αυτές,
ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν λαμβάνει προμήθεια, αλλά το εμπορικό του κέρδος προκύπτει από
την μεταπώληση των οχημάτων αυτών.
Κατά δήλωση της δε, ουδεμία υποχρέωση επιβάλλεται στους συνεργάτες της να προβούν σε τέτοιου
είδους προαγορές, ενώ επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια τους, εάν θα επωφεληθούν από την
έκπτωση και τα λοιπά κίνητρα που προσφέρονται κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο καθώς
στις προαγορές ισχύει συγκεκριμένη εκπτωτική εμπορική πολιτική.
Γενικότερα, οι εκπτώσεις που χορηγούνται στους εμπορικούς της συνεργάτες, διακρίνονται στις εξής
κατηγορίες:
· Εκπτώσεις πωλήσεων Fleet μέσω του δικτύου εμπορικών αντιπροσώπων, οι οποίες
αντιστοιχούν σε οικονομίες που πραγματοποιούνται από μαζικές πωλήσεις.
· Εκπτώσεις εμπορικής πολιτικής ανά μοντέλο αυτοκινήτου κυρίως όταν παρουσιάζεται
υπεραποθεματοποίηση στα αποθέματα της εταιρίας, ή όταν για συγκυριακούς ή άλλους
λόγους, η ζήτηση είναι μειωμένη.
· Εκπτώσεις προαγορών προς τους εμπορικούς αντιπροσώπους.
Σχετικά με τα ανταλλακτικά αναφέρει, ότι κάθε εμπορικός συνεργάτης της τα αγοράζει με βάση τις
τιμές τιμοκαταλόγου χονδρικής πώλησης που εκδίδει η εταιρία, και στην συνέχεια τα μεταπωλεί σε
τιμή που καθορίζει ο ίδιος.
Οι δε τιμές μεταπώλησης ανταλλακτικών μεταξύ των εμπορικών συνεργατών της διαφοροποιούνται,
λόγω του ότι αυτοί παρέχουν κατά τη διακριτική τους ευχέρεια έκπτωση στις λιανικές πωλήσεις
τους. Στις αγορές ανταλλακτικών χορηγείται πίστωση 40 ημερών για τις αγορές του μήνα.
Όσον αφορά τις υπηρεσίες τεχνικής εξυπηρέτησης τις οποίες παρέχουν οι εμπορικοί συνεργάτες, η
α’ καταγγελλόμενη δηλώνει ότι προτείνεται μέγιστη τιμή εργατοώρας και ότι οι εμπορικοί
συνεργάτες της είναι ελεύθεροι να καθορίζουν τις δικές τους τιμές παροχής τεχνικής εξυπηρέτησης,
προσκομίζει δε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (αποδείξεις παροχής υπηρεσιών συνεργατών της), από
τα οποία αποδεικνύεται ότι οι ίδιες υπηρεσίες τεχνικής εξυπηρέτησης (π.χ. σέρβις συγκεκριμένων
χλμ.) κοστολογούνται διαφορετικά από τον εκάστοτε εμπορικό της συνεργάτη.
Σχετικά με την επιβολή στόχων, ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο του ευλόγου συμφέροντός της, ως
εταιρία που φέρει τον χρηματοοικονομικό και εμπορικό κίνδυνο του αποθέματος των οχημάτων του



12
οίκου που αντιπροσωπεύει, διοργανώνει τετραμηνιαίες συναντήσεις με το σύνολο των εμπορικών
συνεργατών / αντιπροσώπων της, κατά την διάρκεια των οποίων συζητιούνται διάφορα θέματα
λειτουργίας του δικτύου, μεταξύ των οποίων και οι προβλεπόμενες πωλήσεις οχημάτων για το
επόμενο τετράμηνο καθώς και η εμπορική πολιτική της, για την επίτευξη των προβλεπόμενων
πωλήσεων, η οποία συνίσταται κυρίως στην παροχή κινήτρων με τη μορφή καταβολής
επιπρόσθετων της προμήθειας (bonus) αμοιβών, προς τους αντιπροσώπους της, για την επίτευξη των
παραπάνω στόχων.
Ειδικότερα, αναφέρει ότι τα κριτήρια που χρησιμοποιεί για τη στοχοθέτηση είναι τα εξής :
· οι προβλεπόμενες πωλήσεις που δηλώνει κάθε αντιπρόσωπος στην αίτηση Νέου
Αντιπροσώπου προς ένταξη στο δίκτυο,
· το βάρος της αγοράς στην περιοχή εγκατάστασης του αντιπροσώπου,σύμφωνα με τα επίσημα
στοιχεία του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων (ΣΕΑΑ) και
· οι πωλήσεις που πραγματοποίησε αυτός, την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια / παραμέτρους, η εταιρία κατά τη διάρκεια των εν λόγω
συναντήσεων, κοινοποιεί εγγράφως σε κάθε συνεργάτη / αντιπρόσωπο της, τους ποιοτικούς και
ποσοτικούς στόχους πωλήσεων που θεωρεί ότι μπορεί να επιτευχθούν (διμηνιαίους -
τετραμηνιαίους) από αυτόν και εφόσον επιτευχθούν, αυτός επιβραβεύεται με την καταβολή
πρόσθετης αμοιβής πλέον της συμφωνημένης προμήθειας (ενδεικτικά βλέπε εμπορική πολιτική α'
τετραμήνου 2002 καθώς και α’ τριμήνου 2003).
Αναφέρει δε, ότι επιδιώκει τη συμφωνία των συνεργατών της και συζητά μαζί τους την εκάστοτε
στοχοθέτηση και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει δεχθεί παρατηρήσεις και ότι "οι στόχοι αυτοί δεν
αποτελούν αφ' εαυτών ρήτρες που η παράβαση τους να οδηγεί σε καταγγελία".
Σχετικά με την υπό κρίση καταγγελία, αναφέρει ότι από τον Απρίλιο του 2001, η καταγγέλλουσα
συνήψε με αυτήν ατύπως σύμβαση μη αποκλειστικής συνεργασίας για την αντιπροσώπευση των
προϊόντων HYUNDAI. Η εν λόγω συμφωνία συνήφθη προφορικώς και συνιστούσε σύμβαση
εμπορικής συνεργασίας, ομοιάζουσα με την σύμβαση παραγγελίας του άρθρου 91 Εμπ.Ν. και ότι
ουδεμία συζήτηση ή συμφωνία έλαβε χώρα όσον αφορά σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια της
εμπορικής συνεργασίας τους, αλλά, όπως και με τους λοιπούς συνεργάτες της σε ολόκληρη την
ελληνική επικράτεια, η συνεργασία συνήφθη ως αορίστου χρόνου καθώς και ότι με κανέναν
αντιπρόσωπο της δεν υπάρχει συνεργασία ορισμένου χρόνου. Ισχυρίζεται δε, ότι αν τυχόν είχαν
συμφωνηθεί ειδικότεροι / διαφορετικοί όροι με την καταγγέλλουσα, αυτό θα είχε γίνει γραπτώς.
Άλλωστε κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε υπέρμετρη δέσμευση για την εταιρία, ενόψει της λήξεως
ισχύος του Κανονισμού 1475/1995 και της υιοθετήσεως του νέου κανονισμού 1400/02.
Σύμφωνα με την εταιρία, ουδέποτε και καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, δεν υπήρξε διαβεβαίωση προς την
καταγγέλλουσα, όπως αυτή αναληθώς ισχυρίζεται, ότι η εμπορική τους συνεργασία θα είναι
δεκαετής ή ότι η εταιρία παραιτείται του δικαιώματος της, να καταγγείλει ανά πάντα χρόνο και όπως
ορίζει ο νόμος τέτοια συνεργασία. Ακόμη και στην περίπτωση που είχε συμφωνηθεί, μεταξύ των εν
λόγω εταιριών συνεργασία ορισμένου χρόνου, η εταιρία, ως εντολέας, θα διατηρούσε πάντοτε το
δικαίωμα της καταγγελίας, ακόμη και αν αυτό δεν είχε ρητά συμφωνηθεί, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή
των διατάξεων 725 και 288 του ΑΚ.



13
Η εν λόγω σύμβαση λειτούργησε ομαλά μέχρι τα τέλη περίπου Ιουλίου 2002, οπότε η εταιρία
προέβη σε τακτική καταγγελία της σύμβασης, με προειδοποιητική προθεσμία τριών μηνών,
κατ΄αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/91 περί εμπορικών αντιπροσώπων.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας, ότι δήθεν η μεταξύ τους συνεργασία καταγγέλθηκε
επειδή οι μέτοχοί της αρνήθηκαν να πωλήσουν σ΄ αυτήν το 100% των μετοχών της, δεν ευσταθεί,
παρά το γεγονός ότι συζητήσεις έλαβαν χώρα, αλλά κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου του κ.
Στεφανίδη.
Ούτε όμως και ο άλλος ισχυρισμός της καταγγέλλουσας, ότι δήθεν καταγγέλθηκε η σύμβαση λόγω
μη επιτεύξεως συγκεκριμένου στόχου πωλήσεων, ουδόλως ευσταθεί, καθώς παρά το γεγονός ότι
υπήρχε ο σπουδαίος λόγος (χαμηλές πωλήσεις της καταγγέλλουσας και έλλειψη ανταπόκρισης στις
ανησυχίες της εταιρίας), η εταιρία προέβη σε αναίτια καταγγελία με την τήρηση προθεσμίας που
υπερέβαινε την νόμιμη.
Κατά την εκτίμηση της, όσον αφορά στη λειτουργία της μεταξύ τους εμπορικής συνεργασίας,
εσφαλμένα η καταγγέλλουσα επικαλείται την εφαρμογή του κανονισμού 1475/1995 διότι, η
συνεργασία τους, δεν προέβλεπε αποκλειστικότητα της καταγγέλλουσας ή τουλάχιστον τη
διατήρηση ενός συγκεκριμένου αριθμού επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη περιοχή (εν προκειμένου Ν.
Αττικής) και δεν συνιστούσε μεταπώληση αλλά σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και συνεπώς ο
κοινοτικός κανονισμός δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση συνεργασία. Εξάλλου, με τον
κανονισμό τίθενται οι προϋποθέσεις ισχύος της ομαδικής απαλλαγής και δεν θεσπίζονται οι
διατάξεις που υποχρεωτικά πρέπει να διέπουν τις συμφωνίες διανομής αυτοκινήτων.
β.2. Σχετικά με τις καταγγελλόμενες ως παράνομες πρακτικές, η α΄ καταγγελλόμενη αναφέρει τα
εξής:
(i) Κατά τη διάρκεια της υπό κρίση συνεργασίας τους, η καταγγέλλουσα ουδέποτε
διαμαρτυρήθηκε για τυχόν «αυθαίρετους όρους συναλλαγών» λόγω μονομερώς επιβληθέντων
στόχων πωλήσεων. Η εταιρία ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω στόχοι τίθενται, μετά από κοινού
συζητήσεις (σε κατ΄ ιδίαν και ομαδικές συναντήσεις) με τους συνεργάτες της για το σκοπό
προγραμματισμού των αποθεμάτων, των οποίων η εταιρία φέρει αποκλειστικά τον
χρηματοοικονομικό και εμπορικό κίνδυνο, αλλά και για την επιβράβευση των συνεργατών της
εταιρίας με την καταβολή επιπλέον αμοιβής.
Γενικότερα, αναφέρει ότι η εμπορική πολιτική της εταιρίας συζητείται ανά τετράμηνο ενώ οι
επιθεωρητές πωλήσεων της, επισκέπτονται τακτικά τους συνεργάτες της, ώστε να εξηγήσουν
την εμπορική πολιτική.
(ii) Όσον αφορά στους στόχους προαγορών οχημάτων, η εταιρία ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έθεσε
τέτοιους στόχους και ότι οι προαγορές επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των συνεργατών
της, οι οποίοι καλούνται σε δεδομένη χρονική περίοδο, εφόσον επιθυμούν, να προβούν σε
προαγορές οχημάτων προκειμένου να επωφεληθούν της παρεχόμενης έκπτωσης.
(iii) Η τιμολογιακή πολιτική της είναι καθ΄ όλα σύννομη.
(iv) Σχετικά με την επιβολή τήρησης αποθεμάτων ανταλλακτικών και εκθεσιακών οχημάτων, η
εταιρία ισχυρίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει συγκεκριμένο ύψος αποθεμάτων
ανταλλακτικών και ουδέποτε υποχρέωσε τους συνεργάτες της να αγοράσουν εκθεσιακά



14
αυτοκίνητα. Τα εκθεσιακά αυτοκίνητα ανήκουν πάντοτε στην κυριότητα της εταιρίας της δηλ.
της ΧΙΟΥΝΤΑΙ, η οποία τα παραχωρεί με παρακαταθήκη στους εμπορικούς αντιπροσώπους
της, προκειμένου να τα εκθέσουν στις εγκαταστάσεις τους.
(v) Όσον αφορά τις πρόσθετες παροχές και την επί πιστώσει αγορά οχήματος, η εταιρία αναφέρει
ότι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι και πελάτες / καταναλωτές των οχημάτων HYUNDAI είναι
ελεύθεροι να επιλέξουν την τράπεζα που επιθυμούν για τη χρηματοδότηση της αγοράς του
αυτοκινήτου. Η εταιρία δεν υποχρεώνει τους εμπορικούς συνεργάτες της να επιβάλουν στους
καταναλωτές χρηματοδότηση από την ΧΙΟΥΝΤΑΙ ή δάνειο συγκεκριμένης Τράπεζας.
Σημειώνεται δε ότι έχει συμβληθεί με τρεις διαφορετικές Τράπεζες (Alpha, Εγνατία και
Εθνική), ενώ έχει λύσει (από 1.11.00), τη συνεργασία της με την Τράπεζα Πειραιώς, την οποία
επικαλείται η καταγγέλλουσα. Προσφέρει δε τα προϊόντα της με εναλλακτικά πακέτα
χρηματοδότησης τραπεζών και δίνει ευρύτερη επιλογή στον καταναλωτή. Διατηρεί όμως το
δικαίωμα να αρνηθεί πρόταση καταναλωτή για σύναψη σύμβασης πώλησης με
χρηματοδότηση, που δεν θα είναι συμφέρουσα για την εταιρία της.
(vi) Ο δε ισχυρισμός της καταγγέλλουσας ότι η εταιρία υποχρεώνει τους συνεργάτες της να
επιβάλλουν στους τελικούς καταναλωτές την υποχρέωση να ασφαλίζουν το όχημά τους στο
ασφαλιστικό πρακτορείο της γ' καταγγελλόμενης είναι αναληθής. Η εταιρία δηλώνει ότι δεν
είναι συμβεβλημένη με το ως άνω ασφαλιστικό πρακτορείο, ενώ αντίθετα, οι ίδιοι οι εμπορικοί
της συνεργάτες, συμβάλλονται με αυτό και ενεργούν ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι,
λαμβάνοντας και την αντίστοιχη προμήθεια.
Από τα προσκομισθέντα στοιχεία αποδεικνύεται ότι και μετά τη λύση της υπό κρίση
συνεργασίας, η καταγγέλλουσα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ασφαλιστικός πράκτορας του ως
άνω πρακτορείου / γ’ καταγγελλόμενης, και να ασφαλίζει τα οχήματα των πελατών της σ΄
αυτό, εισπράττοντας η ίδια το αντίστοιχο όφελος από την καταβαλλόμενη από το πρακτορείο
προμήθεια.
(vii) Τέλος, αναφέρει ότι η συνεργασία της με τον κορεατικό όμιλο HYUNDAI MOTOR
COMPANY τελούσε υπό καταγγελία από τον Σεπτέμβριο του 2002, με προθεσμία ενός έτους,
το σύνολο των συμβάσεων του δικτύου εμπορικών αντιπροσώπων της. Τελούσα υπό
καταγγελία και χωρίς καμία δέσμευση εκ μέρους της HYUNDAI MOTOR COMPANY, όσον
αφορά τις νέες οργανωτικές αλλαγές του πανευρωπαϊκού δικτύου του ομίλου, η εταιρία δεν
ήταν σε θέση να ορίσει εξουσιοδοτημένο επισκευαστή HYUNDAI, αφού τα κριτήρια για την
επιλογή εξουσιοδοτημένων επισκευαστών HYUNDAI που θα είχαν εφαρμογή στην Ευρώπη
από 1.10.03 δεν ήταν γνωστά στην εταιρία της.
B. Καταγγελία κατά της β΄ καταγγελλομένης
α. Οι θέσεις της καταγγέλλουσας
α.1. Η καταγγέλλουσα, στην με αρ. πρωτ. 1918/27.5.2003 καταγγελία της αναφέρει ότι:
1. Από τον Ιούνιο 1999, με βάση άτυπη σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μεταξύ αυτής και της
β’ καταγγελλόμενης, ανήκε στο δίκτυο διανομής των προϊόντων (οχήματα και ανταλλακτικά) ΚΙΑ
της β' καταγγελλόμενης, η οποία από τον Απρίλιο 1999 ορίστηκε αποκλειστική εισαγωγέας και



15
διανομέας στην ελληνική αγορά των προϊόντων της κορεατικής εταιρίας ΚΙΑ MOTORS
CORPORATION.
Η εν λόγω σύμβαση διήρκησε μέχρι την καταγγελία της από την β' καταγγελλόμενη στις 25.7.2002,
τα δε έννομα αποτελέσματα της επήλθαν στις 25.10.2002.
Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα, η εν λόγω άτυπη σύμβαση συνεργασίας συμφωνήθηκε για
ορισμένο χρόνο και συγκεκριμένα για μια δεκαετία με δικαίωμα αυτόματης ανανέωσης εφόσον δεν
υπήρχε προειδοποίηση προ ενός έτους από την β΄ καταγγελλόμενη , είχε δε ως αντικείμενο αφενός
τη διανομή και αφετέρου την εμπορική αντιπροσωπεία των προϊόντων της β΄ καταγγελλόμενης
καθώς επίσης και την παροχή υπηρεσιών επισκευής των προϊόντων αυτών (οχήματα).
Στη συνέχεια η εν λόγω εταιρία συνέστησε ένα πανελλαδικό δίκτυο υποδιανομέων (που απαριθμεί
περισσότερους από 40 υποδιανομείς / εμπορικούς συνεργάτες) των εν λόγω προϊόντων με άτυπες
συμβάσεις, των οποίων οι συμβατικές σχέσεις διαμορφώνονταν στην πορεία βάσει των μονομερών
εγκυκλίων που εξέδιδε και επέβαλε η εταιρία.
Η καταγγέλλουσα, στο πλαίσιο της εν λόγω συνεργασίας, ανέλαβε εντός 6 μηνών από τη σύναψη
της σύμβασης, την υποχρέωση να ολοκληρώσει στην οικοδομή που είχε εκμισθώσει, τις εργασίες
κατασκευής και οργάνωσης, ενός συγκροτήματος καθέτου οργανώσεως τριών σημείων δηλ.
έκθεσης αυτοκινήτων - συνεργείου αυτοκινήτων – αποθήκης ανταλλακτικών, ώστε να ικανοποιεί τις
ανάγκες και τους σκοπούς της εμπορικής πολιτικής μεγάλης προβολής και εντόνου προωθήσεως των
προϊόντων ΚΙΑ.
Η εν λόγω σύμβαση, υπήρξε μικτή, με αντικείμενο αφενός τη διανομή, αφετέρου την εμπορική
αντιπροσωπεία των προϊόντων της β' καταγγελλόμενης ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ.
Ειδικότερα, η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι ανέλαβε να ενεργεί ως εμπορική αντιπρόσωπος της β'
καταγγελλόμενης, δηλ. να μεριμνά για τις υποθέσεις της, να διαπραγματεύεται και να συνάπτει τις
συμβάσεις πωλήσεως των συμβατικών οχημάτων επ΄ ονόματι και για λογαριασμό της β'
καταγγελλόμενης έναντι προμηθείας, ενώ παράλληλα ανέλαβε να ενεργεί ως υποδιανομέας της δηλ.
να προβαίνει σε προαγορές των παραπάνω προϊόντων της β' καταγγελλόμενης, ιδίω ονόματι και για
λογαριασμό δικό της, με έκπτωση επί της τιμής αγοράς του οχήματος στην έκταση που η β'
καταγγελλόμενη υποχρέωνε την καταγγέλλουσα για αυτό και στη συνέχεια με δικό της κίνδυνο να
μεταπωλεί αυτά σε τρίτους καταναλωτές και να αποκομίζει το εμπορικό κέρδος που προέκυπτε από
τη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τελικής τιμής μεταπωλήσεως. Επίσης, δεσμεύτηκε να
διαθέτει συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων ΚΙΑ με καθορισμένες προδιαγραφές, εξειδικευμένα
μηχανήματα και προσωπικό, καθώς και απόθεμα ανταλλακτικών ΚΙΑ.
Η προώθηση των αυτοκινήτων και των ανταλλακτικών ΚΙΑ διεξάγονταν με βάση τις ειδικότερες
εγκυκλίους που εξέδιδε κατά καιρούς η β΄ καταγγελλόμενη, κατά μονομερή τρόπο, οι οποίες
δέσμευαν ενιαία όλο το δίκτυο των αντιπροσώπων της και οι οποίες αφορούσαν ενδεικτικώς τους
μονομερώς τιθέμενους από την β΄ καταγγελλόμενη στόχους πωλήσεων, το ύψος της προμήθειας ανά
πωλούμενο αυτοκίνητο, την προβλεπόμενη έκπτωση κατά την υποχρεωτική προαγορά αυτοκινήτων,
τις τιμές λιανικής πωλήσεως, το υποχρεωτικό απόθεμα ανταλλακτικών ανά είδος, τον υποχρεωτικό
εξοπλισμό του συνεργείου κ.λ.π.
Η καταγγέλλουσα αναφέρει ότι τo σύνολο των λειτουργικών και παγίων δαπανών στις οποίες
προέβη για την εγκατάσταση, οργάνωση και διαχείριση της αντιπροσωπείας KΙA από 1.6.99, οπότε
άρχισε η συνεργασία της με την β΄ καταγγελλόμενη και μέχρι την 1.5.01, ανέρχεται στο ποσό των



16
[…] δρχ. ή […]Ευρώ. Όπως αναφέρει η καταγγέλλουσα, οι πωλήσεις της σε οχήματα ΚΙΑ ήταν
σημαντικές και παρουσίαζαν αύξηση. Συγκεκριμένα, το 1999 οι πωλήσεις καινουργών οχημάτων
έναντι προμήθειας ανήλθαν σε […], το 2000 σε […], το 2001 σε […] και τo 2002 μέχρι την
31.8.2002 σε […]. Το ίδιο δε χρονικό διάστημα απεκόμισε προμήθεια από πωλήσεις οχημάτων
συνολικού ποσού […]δρχ. ή […] Ευρώ ενώ προέβη σε αγορές και μεταπώλησε ανταλλακτικά
συνολικού ποσού […] δρχ. ή […]Ευρώ, το δε Bonus επίτευξης στόχων ανήλθε σε […] δρχ. ή […]
Ευρώ.
Σύμφωνα με την καταγγέλλουσα και παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις της ήταν σημαντικές όπως
προκύπτει από τα παραπάνω, η β΄ καταγγελλόμενη, στις 25.7.02, όλως αιφνιδίως και
εκμεταλλευόμενη, όπως αναφέρει η καταγγέλλουσα, την ασθενή της θέση και κατά τη χρονική
στιγμή της ασθένειας του Διευθύνοντος Συμβούλου της καταγγέλλουσας, απέστειλε Εξώδικο
Δήλωση – Καταγγελία, καταγγέλλοντας την οποιαδήποτε εμπορική συνεργασία μεταξύ τους, άνευ
επικλήσεως οιουδήποτε λόγου, μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών.
Την ίδια μάλιστα ημερομηνία, στην καταγγέλλουσα κοινοποιήθηκε και δεύτερη Εξώδικη Δήλωση –
Καταγγελία, με ταυτόσημο ακριβώς περιεχόμενο, η οποία αφορούσε την καταγγελία της
αντιπροσωπείας των οχημάτων HYUNDAΙ, από την εταιρία του ίδιου επιχειρηματικού ομίλου,
ΧΙΟΥΝΤΑΙ (α΄ καταγγελλόμενη).
Σημειώνεται δε, ότι στις 20.12.02 στο ακροατήριο του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το
οποίο επελήφθη επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων της καταγγέλλουσας, η καταγγελλόμενη
ισχυρίστηκε ότι η καταγγελία της μεταξύ τους συμβάσεως είχε ως νόμιμο λόγο το γεγονός ότι η
καταγγέλλουσα εταιρία δεν πέτυχε τον τεθέντα μονομερώς από την καταγγελλόμενη στόχο
πωλήσεων.
Στη συνέχεια, δύο μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στα τέλη Σεπτεμβρίου 2002, η β΄
καταγγελλόμενη στο πλαίσιο ανασυγκρότησης του δικτύου της, με βάση τους όρους του νέου
Κανονισμού 1400/2002/ΕΕ, περί διανομής οχημάτων, κοινοποίησε στους αντιπροσώπους του
δικτύου της, εξώδικο καταγγελία, το περιεχόμενο της οποίας δείχνει την διακρίνουσα και
καταχρηστική συμπεριφορά της αντιδίκου εις βάρος της καταγγέλλουσας.
Ειδικότερα, η β' καταγγελλόμενη, επικαλείται ως λόγο καταγγελίας των συμβάσεων των εμπορικών
αντιπροσώπων της, την καταγγελία της σύμβασης της με την KIA MOTORS CORPORATION,
θέτει δε ως προθεσμία για τη λύση των συμβάσεων συνεργασίας ένα έτος με ημερομηνία
επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας την 30.9.03 και επιφυλάσσεται ως προς το
ενδεχόμενο της συνάψεως νέας συμβάσεως συνεργασίας μεταξύ των αντιπροσώπων του δικτύου και
αυτής με βάση τις συνθήκες που θα διαμορφωθούν στο μέλλον.
Αντίθετα, η σύμβαση συνεργασίας, μεταξύ της καταγγέλλουσας και της β' καταγγελλόμενης, λύεται
με την από 25.7.02 ως άνω καταγγελία, άνευ της επικλήσεως οποιουδήποτε λόγου καταγγελίας,
τάσσεται ως προθεσμία επελεύσεως των αποτελεσμάτων της καταγγελίας διάστημα τριών μόνο
μηνών και δεν τίθεται καμία επιφύλαξη για μελλοντική συνεργασία μεταξύ τους.
α.2. Περαιτέρω, η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι η β' καταγγελλόμενη παραβίασε τα άρθρα 4.1.3
και 6.1.6 του Κανονισμού 1475/1995 της ΕΚ περί διανομής οχημάτων αλλά και τις διατάξεις του ν.
703/77 .



17
(i) Ειδικότερα, αναφέρει ότι η β΄ καταγγελλόμενη επέβαλε κατά τον προ της καταγγελίας χρόνο
ισχύος της μεταξύ τους σύμβασης, μονομερώς και κατά την απόλυτη διακριτική της ευχέρεια,
υψηλούς και μη ρεαλιστικούς στόχους πωλήσεων οχημάτων επί προμηθεία και προαγορών
οχημάτων και ανταλλακτικών σε χονδρική τιμή με έκπτωση επί της τιμής πωλήσεως, με
αποτέλεσμα τη δημιουργία υπερβολικών αποθεμάτων οχημάτων και ανταλλακτικών σε βάρος
της χρηματοοικονομικής διάρθρωσης της εταιρίας και κατά παράβαση του ως άνω
κανονισμού σύμφωνα με τον οποίο, οι στόχοι πωλήσεων και προαγορών τίθενται κατόπιν
κοινής συμφωνίας των μερών και επί ετήσιας βάσης.
Σε κάθε περίπτωση η β' καταγγελλόμενη δεν δικαιούνταν να τάσσει στόχους πωλήσεων και
προαγορών στην καταγγέλλουσα χωρίς τη συμφωνία της και για χρονικό διάστημα μικρότερο
του ενός έτους (άρθρο 4.1.3), εκτός αν οι στόχοι θεωρούνταν ενδεικτικού χαρακτήρα, η δε
καταγγέλλουσα δεν είχε την συμβατική ή νομική υποχρέωση να τηρήσει την επιβολή των
μονομερών στόχων. Επομένως, η τήρησή τους δεν μπορεί να αποτελεί σπουδαίο λόγο
καταγγελίας της συμβάσεως από την β’ καταγγελλόμενη, η δε καταγγελία της συμβάσεως για
το λόγο αυτό είναι άκυρη.
(ii) Επίσης, καταγγέλλεται ότι η β' καταγγελλόμενη προέβη στη μονομερή άμεση και έμμεση
επιβολή της τιμής λιανικής διάθεσης των οχημάτων ΚΙΑ και στη μονομερή άμεση ή έμμεση
επιβολή προκαθορισμένων εκπτώσεων επί της λιανικής πωλήσεως στις προαγορές (οχήματα
και ανταλλακτικά/ αξεσουάρ), με αποτέλεσμα τον άμεσο ή έμμεσο προκαθορισμό τιμών
διάθεσης των συμβατικών προϊόντων ΚΙΑ. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο η β΄ καταγγελλόμενη
παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 σημ. 6 του ως άνω κανονισμού αλλά και του
άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/77.
(iii) Η β’ καταγγελλόμενη επέβαλε στην καταγγέλλουσα, μονομερώς και αυθαιρέτως τη
δημιουργία προκαθορισμένων ποσοτικώς εμπορικών αποθεμάτων ανταλλακτικών και
εκθεσιακών αυτοκινήτων, τα οποία αγοράζονταν υποχρεωτικά από την καταγγέλλουσα με τη
μέθοδο της προαγοράς, δηλ. τιμολογούνται στο όνομα και για λογαριασμό της
καταγγέλλουσας ενώ χορηγείτο προκαθορισμένη έκπτωση. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, η
καταγγέλλουσα παρεμποδιζόταν, κατά παράβαση του ως άνω κανονισμού και του ν. 703/77,
στο να προβαίνει ελεύθερα στην επιλογή οχημάτων και ανταλλακτικών που ζητούσε η
πελατεία της και στη συνέχεια να συμφωνεί με την β΄ καταγγελλόμενη στην αγορά της
αναγκαίας ποσότητας αποθεμάτων των συμβατικών προϊόντων και των εκθεσιακών οχημάτων
επιδείξεως και να καθορίζει την τιμή διαθέσεως των συμβατικών προϊόντων ελεύθερα.
(iv) Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται ότι, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η υπό κρίση σύμβαση δεν
είναι αορίστου χρόνου όπως αναφέρει η β' καταγγελλόμενη, αλλά δεκαετούς διάρκειας, και
ως εκ τούτου εφόσον ήθελε προβεί σε καταγγελία της σύμβασης, όφειλε προηγουμένως να
κοινοποιήσει τακτική καταγγελία στην καταγγέλλουσα, θέτουσα προειδοποιητική προθεσμία
τουλάχιστον ενός έτους, όπως ορίζει ο Κανονισμός. Αντίθετα αυτή έθεσε προθεσμία τριών
μόνο μηνών, συνεπώς η καταγγελία της είναι άκυρη.
(v) Επίσης, η καταγγέλλουσα, ισχυρίζεται ότι η β' καταγγελλόμενη υποχρεώνει τους
λιανοπωλητές της (υποδιανομείς / εμπορικούς αντιπροσώπους) να επιβάλλουν στους πελάτες
τους, που προβαίνουν σε επί πιστώσει αγορά οχήματος ΚΙΑ από την β΄ καταγγελλόμενη,
αφενός τη χρηματοδότηση από αυτή ή δάνειο από την Τράπεζα Πειραιώς, αφετέρου να



18
ασφαλίζουν το όχημά τους, για το χρονικό διάστημα της πίστωσης, μέσω της γ'
καταγγελλόμενης, η οποία πρακτορεύει τις ασφαλιστικές εταιρίες «ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ
ΑΕΓΑ» και «NORDSTERN COLONIAL».Οι εν λόγω πρόσθετες παροχές, οι οποίες
επιβάλλονται υποχρεωτικά στον πελάτη - καταναλωτή, είναι άκυρες, καθόσον εξαρτούν την
πώληση του οχήματος από την αποδοχή αυτών και συνιστούν παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1
του ν. 703/7.
(vi) Η καταγγέλλουσα ισχυρίζεται επίσης, ότι η β' καταγγελλόμενη παραβιάζει και τις διατάξεις
του Κανονισμού 1400/2002/ΕΕ, περί διανομής αυτοκινήτων, ο οποίος αντικατέστησε τον
προϊσχύσαντα κανονισμό 1475/1995/ΕΕ.
Ειδικότερα αναφέρει ότι αυτή δεν δικαιούται να τυγχάνει της μεταβατικής περιόδου
προσαρμογής στο νέο Κανονισμό δηλ. από 1.10.02 - 30.9.03, δεδομένου ότι αυτός έχει άμεση
ισχύ όσον αφορά την β΄ καταγγελλόμενη επειδή αυτή ουδέποτε πληρούσε τις νόμιμες
προϋποθέσεις υπαγωγής των συμβάσεων διανομής των οχημάτων που αντιπροσώπευε, στην
ομαδική εξαίρεση του Κανονισμού 1475/1995/ΕΕ. Συνεπώς, η β' καταγγελλόμενη με την
πολιτική που ακολουθεί παραβιάζει το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/77, και από 1.10.02, θα
έπρεπε να προβεί στις αναγκαίες συμβατικές και οργανωτικές προσαρμογές, ώστε να τύχει της
ομαδικής απαλλαγής, που προβλέπει ο Κανονισμός 1400/2002/ΕΕ, ο οποίος έχει άμεση
εφαρμογή στην Ελληνική Επικράτεια από 1.10.02.
Επιπλέον, επικαλείται το άρθρο 3 παρ. 1 εδαφ. Γ του παραπάνω Κανονισμού το οποίο ορίζει
ότι οι παροχείς υπηρεσιών σέρβις πρέπει να επιλέγονται από τον προμηθευτή με βάση
προκαθορισμένα ποιοτικά κριτήρια, έτσι ώστε να εμπίπτουν σε ένα σύστημα ποιοτικής
επιλεκτικής διανομής σε περίπτωση που το μερίδιο αγοράς του υπερβαίνει το 30 % επί της
σχετικής αγοράς της παροχής υπηρεσιών σέρβις της εν λόγω μάρκας. Βάσει δε αυτού
υποστηρίζει ότι όλοι οι παροχείς υπηρεσιών σέρβις δικαιούνται, εφόσον πληρούν τα τεθέντα
από τον προμηθευτή ποιοτικά κριτήρια και το επιθυμούν, να ενταχθούν στο δίκτυο
εξουσιοδοτημένων επισκευαστών του προμηθευτή.
Θεωρεί δε ότι η καταγγελία της συμβάσεως της είναι παράνομη και ότι η β΄ καταγγελλόμενη
όφειλε να την επανεντάξει από 1.10.02 στο δίκτυο των εξουσιοδοτημένων επισκευαστών,
επειδή εκπληρώνει απολύτως μέχρι σήμερα τα τεθέντα εκ μέρους της β΄ καταγγελλόμενης
ποιοτικά κριτήρια παροχής υπηρεσιών σέρβις. Σε περίπτωση δε που υπήρχε οποιαδήποτε
αλλαγή των ποιοτικών κριτηρίων εντάξεως στο δίκτυο των εξουσιοδοτημένων επισκευαστών,
η εταιρία όφειλε να προβεί σε σχετική δημόσια γνωστοποίηση.
Για τους λόγους αυτούς η καταγγέλλουσα ζητά :
- Να κριθεί άκυρη και μη νόμιμη η σχετική εγκύκλιος της β΄ των καταγγελομένων, δια της
οποίας ετέθη μονομερώς εκ μέρους της προς την καταγγέλλουσα, ο στόχος πωλήσεων του
β΄ τετραμήνου 2002 των οχημάτων ΚΙΑ και καταγγέλθηκε η υφιστάμενη σύμβαση των
δύο εταιριών λόγω μη επιτεύξεως του εν λόγω στόχου.
- Να υποχρεωθεί η β΄ των καταγγελομένων να προμηθεύει την καταγγέλλουσα με όλα τα
συμβατικά προϊόντα, ήτοι την πλήρη γκάμα των οχημάτων και ανταλλακτικών ΚΙΑ, χωρίς
την μονομερή επιβολή στόχων πωλήσεων και παραγγελιών, την μονομερή επιβολή
δημιουργίας εμπορικών αποθεμάτων και αποθεμάτων εκθεσιακών πωλήσεων, τον άμεσο ή
έμμεσο καθορισμό τόσο της χονδρικής όσο και της λιανικής τιμής πωλήσεως των



19
προϊόντων αυτών καθώς και των εκπτώσεων επί της τιμής λιανικής πωλήσεως εις την
περίπτωση προαγορών οχημάτων και ανταλλακτικών.
- Να μην υποχρεούνται οι τελικοί καταναλωτές να προσφεύγουν εις την γ΄ των
καταγγελόμενων για την ασφαλιστική κάλυψη και εις την β΄ των καταγγελόμενων για την
χρηματοδότηση των επί πιστώσει αγοραζομένων οχημάτων.
- Να κριθεί άκυρη η άρνηση της β΄ καταγγελλόμενης να επανεντάξει την καταγγέλλουσα εις
το εξουσιοδοτημένο δίκτυο των παροχέων σέρβις ΚΙΑ και να υποχρεωθεί να πράξει τούτο,
λόγω της πλήρους εκπληρώσεως εκ μέρους της καταγγέλλουσας των τεθέντων και μη
τροποποιηθέντων από την β΄ καταγγελλόμενη ποιοτικών κριτηρίων λειτουργίας του
εξουσιοδοτημένου συνεργείου ΚΙΑ.
- Να παύσει η αποκλειστικότητα της β΄ καταγγελλόμενης εις την Ελληνική Επικράτεια όσον
αφορά τα συμβατικά προϊόντα ΚΙΑ.
- Να απειληθεί χρηματική ποινή 3.000 Ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεως προς την
παρούσα απόφαση και για κάθε μια από τις ως άνω επί μέρους ρήτρες και πρακτικές.
β. Οι θέσεις της β΄ καταγγελλομένης
β.1. Η εταιρία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ (β΄ καταγγελλόμενη) την 1.4.99 ορίστηκε από την ΚΙA MOTORS
CORPORATION αποκλειστικός εισαγωγέας και διανομέας των προϊόντων ΚΙA στην ελληνική
επικράτεια.
Η β΄ καταγγελλόμενη αναφέρει ότι προς εκπλήρωση των απορρεουσών από 1.4.99 σύμβαση
διανομής, υποχρεώσεών της, έχει δημιουργήσει δίκτυο που απαριθμεί περισσότερους από 40, μη
αποκλειστικούς εμπορικούς αντιπρόσωπους, οι οποίοι διαμεσολαβούν για λογαριασμό της για την
πώληση των οχημάτων ΚΙA, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα προμήθεια για τη διαμεσολάβησή τους
στις εν λόγω πωλήσεις.
Ειδικότερα, αναφέρει ότι για την ένταξη ενός εμπορικού αντιπροσώπου στο εν λόγω δίκτυο της,
ζητείται η συμπλήρωση Αίτησης Νέου Αντιπροσώπου και ιδιαίτερα για τους νομούς Αττικής,
Θεσσαλονίκης, Πέλλας και Ηρακλείου, λόγω της υψηλής εμπορικότητας που παρουσιάζουν οι εν
λόγω περιοχές, απαιτούνται και κάποιες πρόσθετες προδιαγραφές, όπως τήρηση έκθεσης
αυτοκινήτων συγκεκριμένης χωρητικότητας, εγγυητική επιστολή τραπέζης, εγκατάσταση και
προσωπικό συνεργείου για την παροχή υπηρεσιών τεχνικής εξυπηρέτησης, εγκατάσταση και
λειτουργία προγράμματος ενιαίας μηχανογράφησης για την υποβολή παραγγελιών κλπ.
Αναφέρει επίσης, ότι η πώληση των αυτοκινήτων προς τους τελικούς καταναλωτές
πραγματοποιείται με τη διαμεσολάβηση των εμπορικών αντιπροσώπων της, που ενεργούν στο όνομα
και για λογαριασμό της, βάσει του ισχύοντος τιμοκαταλόγου λιανικής πώλησης που αυτή εκδίδει,
και στους οποίους χορηγείται ορισμένο ποσό ως προμήθεια, η οποία κυμαίνεται ανάλογα με το
μοντέλο αυτοκινήτου.
Επισημαίνει δε, ότι η εταιρία αγοράζει τα συμβατικά προϊόντα από την KIA MOTORS
CORPORATION, τηρεί τα αποθέματα και αναλαμβάνει τη διακινδύνευση, οικονομική και
εμπορική, της μη διάθεσής τους. Αναλαμβάνοντας αυτόν τον κίνδυνο, η εταιρία ορίζει το πεδίο
δραστηριότητας των εμπορικών της αντιπροσώπων σε σχέση με τα συμβατικά οχήματα, τα οποία
ανήκουν στην κυριότητα και κατοχή της.



20
Αναφέρει ακόμα, ότι η εταιρία προβαίνει, όποτε της ζητηθεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο, με
δική της επιβάρυνση, σε έκπτωση από τον ισχύοντα τιμοκατάλογο λιανικής πώλησης προς τους
τελικούς καταναλωτές, προσκομίζει δε σχετικά τιμολόγια πώλησης που το αποδεικνύουν.
Περαιτέρω, ο εκάστοτε εμπορικός συνεργάτης της είναι ελεύθερος να χορηγεί επιπλέον έκπτωση
προς τον πελάτη είτε μειώνοντας την προμήθειά του, είτε παρέχοντας, με δική του επιβάρυνση,
δωρεάν εξοπλισμό και αξεσουάρ, προσκομίζει δε σειρά επιστολών διαφόρων αντιπροσώπων της που
δηλώνουν την ακολουθούμενη από αυτούς πρακτική παροχής δωρεάν εξοπλισμού και αξεσουάρ
προς τους τελικούς καταναλωτές.
Επιπλέον, η β΄καταγγελλόμενη ισχυρίζεται ότι κατά καιρούς και όλως εξαιρετικά, και προκειμένου
να εξαντλήσει απόθεμα συγκεκριμένου μοντέλου αυτοκινήτου, παρέχει τη δυνατότητα στους
εμπορικούς αντιπροσώπους της, εφόσον επιθυμούν, να αγοράσουν αυτοκίνητα με συγκεκριμένη
έκπτωση. Στις περιπτώσεις αυτές, ο εμπορικός αντιπρόσωπος δεν λαμβάνει προμήθεια αλλά έχει το
εμπορικό του κέρδος από την μεταπώληση των οχημάτων αυτών.
Κατά δήλωση της δε, ουδεμία υποχρέωση επιβάλλεται στους συνεργάτες της να προβούν σε τέτοιου
είδους προαγορές, ενώ επαφίεται στη διακριτική τους ευχέρεια, εάν θα επωφεληθούν από την
έκπτωση και τα λοιπά κίνητρα που προσφέρονται κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο καθώς
στις προαγορές ισχύει συγκεκριμένη εκπτωτική πολιτική.
Γενικότερα, οι εκπτώσεις που χορηγεί η εν λόγω εταιρία στους εμπορικούς της συνεργάτες,
διακρίνονται στις εξής κατηγορίες:
· Εκπτώσεις πωλήσεων Fleet μέσω του δικτύου εμπορικών αντιπροσώπων, οι οποίες
αντιστοιχούν σε οικονομίες που πραγματοποιούνται από μαζικές πωλήσεις.
· Εκπτώσεις εμπορικής πολιτικής ανά μοντέλο αυτοκινήτου κυρίως όταν παρουσιάζεται
υπεραποθεματοποίηση στα αποθέματα της εταιρίας όταν για συγκυριακούς ή άλλους λόγους
είναι η ζήτηση μειωμένη.
· Εκπτώσεις προαγορών προς τους εμπορικούς αντιπροσώπους.
Σχετικά με τα ανταλλακτικά αναφέρει ότι κάθε εμπορικός συνεργάτης της τα αγοράζει με βάση τις
τιμές τιμοκαταλόγου χονδρικής πώλησης που εκδίδει η εταιρία, και στην συνέχεια τα μεταπωλεί
σε τιμή που καθορίζει ο ίδιος.
Οι δε τιμές μεταπώλησης ανταλλακτικών μεταξύ των εμπορικών συνεργατών της
διαφοροποιούνται, λόγω του ότι αυτοί παρέχουν κατά τη διακριτική τους ευχέρεια έκπτωση στις
λιανικές πωλήσεις τους. Στις αγορές ανταλλακτικών η εταιρία χορηγεί πίστωση 40 ημερών για τις
αγορές του μήνα.
Όσον αφορά τις υπηρεσίες τεχνικής εξυπηρέτησης τις οποίες παρέχουν οι εμπορικοί συνεργάτες, η
β’ καταγγελλόμενη ισχυρίζεται ότι προτείνει μέγιστη τιμή εργατοώρας και ότι οι εμπορικοί
συνεργάτες είναι ελεύθεροι να καθορίζουν τις δικές τους τιμές παροχής τεχνικής εξυπηρέτησης,
προσκομίζει δε σχετικά αποδεικτικά στοιχεία (αποδείξεις παροχής υπηρεσιών συνεργατών της), από
τα οποία αποδεικνύεται ότι οι ίδιες υπηρεσίες τεχνικής εξυπηρέτησης (π.χ. σέρβις συγκεκριμένων
χλμ.) κοστολογούνται διαφορετικά από τον εκάστοτε εμπορικό της συνεργάτη.
Σχετικά με την επιβολή στόχων, ισχυρίζεται ότι στο πλαίσιο του ευλόγου συμφέροντός της, ως
εταιρία που φέρει τον χρηματοοικονομικό και εμπορικό κίνδυνο του αποθέματος των οχημάτων του
οίκου που αντιπροσωπεύει, διοργανώνει τετραμηνιαίες συναντήσεις με το σύνολο των εμπορικών



21
συνεργατών / αντιπροσώπων της, κατά την διάρκεια των οποίων συζητιούνται διάφορα θέματα
λειτουργίας του δικτύου, μεταξύ των οποίων και οι προβλεπόμενες πωλήσεις οχημάτων για το
επόμενο τετράμηνο καθώς και η εμπορική πολιτική της για την επίτευξη των προβλεπόμενων
πωλήσεων, η οποία συνίσταται κυρίως στην παροχή κινήτρων με τη μορφή καταβολής
επιπρόσθετων της προμήθειας (bonus) αμοιβών, προς τους αντιπροσώπους της, για την επίτευξη των
παραπάνω στόχων.
Τα κριτήρια που η εταιρία χρησιμοποιεί για τη στοχοθέτηση είναι τα εξής:
· οι προβλεπόμενες πωλήσεις που δηλώνει κάθε αντιπρόσωπος στην αίτηση Νέου
Αντιπροσώπου προς ένταξη στο δίκτυο,
· το βάρος της αγοράς στην περιοχή εγκατάστασης του αντιπροσώπου, σύμφωνα με τα
επίσημα στοιχεία του ΣΕΑΑ και
· οι πωλήσεις που πραγματοποίησε αυτός, την αμέσως προηγούμενη περίοδο.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια / παραμέτρους, η εταιρία κατά τη διάρκεια των εν λόγω
συναντήσεων, κοινοποιεί εγγράφως σε κάθε συνεργάτη / αντιπρόσωπο της, τους ποιοτικούς και
ποσοτικούς στόχους πωλήσεων που θεωρεί ότι μπορεί να επιτευχθούν (διμηνιαίους-
τετραμηνιαίους) από αυτόν και εφόσον επιτευχθούν, αυτός επιβραβεύεται με την καταβολή
πρόσθετης αμοιβής πλέον της συμφωνημένης προμήθειας (ενδεικτικά βλέπε εμπορική πολιτική α’
τριμήνου 2003).
Αναφέρει δε, ότι επιδιώκει τη συμφωνία των συνεργατών της και συζητά μαζί τους την εκάστοτε
στοχοθέτηση και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει δεχθεί παρατηρήσεις και ότι οι στόχοι αυτοί δεν
αποτελούν αφ’ εαυτών ρήτρες που η παράβασή τους να οδηγεί σε καταγγελία.
Σχετικά με την υπό κρίση καταγγελία, η β΄καταγγελλόμενη αναφέρει ότι περί τα μέσα του έτους
1999, η καταγγέλλουσα συνήψε με αυτήν ατύπως σύμβαση μη αποκλειστικής συνεργασίας για την
αντιπροσώπευση των προϊόντων ΚΙΑ. Η εν λόγω συμφωνία συνήφθη προφορικώς και συνιστούσε
σύμβαση εμπορικής συνεργασίας, ομοιάζουσα με την σύμβαση παραγγελίας του άρθρου 91 Εμπ.Ν.
και ότι ουδεμία συζήτηση ή συμφωνία έλαβε χώρα όσον αφορά σε συγκεκριμένη χρονική διάρκεια
της εμπορικής συνεργασίας τους, αλλά, όπως και με τους λοιπούς συνεργάτες της σε ολόκληρη την
ελληνική επικράτεια, η συνεργασία συνήφθη ως αορίστου χρόνου καθώς και ότι με κανέναν
αντιπρόσωπο της δεν υπάρχει συνεργασία ορισμένου χρόνου. Ισχυρίζεται δε, ότι αν τυχόν είχαν
συμφωνηθεί ειδικότεροι / διαφορετικοί όροι με την καταγγέλλουσα, αυτό θα είχε γίνει γραπτώς.
Άλλωστε κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε υπέρμετρη δέσμευση για την εταιρία, ενόψει της λήξεως
ισχύος του Κανονισμού 1475/1995 και της υιοθετήσεως του νέου κανονισμού 1400/02.
Σύμφωνα με την εταιρία, ουδέποτε και καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, δεν υπήρξε διαβεβαίωση προς την
καταγγέλλουσα, όπως αυτή αναληθώς ισχυρίζεται, ότι η εμπορική τους συνεργασία θα είναι
δεκαετής ή ότι η εταιρία παραιτείται του δικαιώματος της του να καταγγείλει ανά πάντα χρόνο και
όπως ορίζει ο νόμος τέτοια συνεργασία. Ακόμη και στην περίπτωση που είχε συμφωνηθεί, μεταξύ
των εν λόγω εταιριών συνεργασία ορισμένου χρόνου, η εταιρία, ως εντολέας, θα διατηρούσε
πάντοτε το δικαίωμα της καταγγελίας, ακόμη και αν αυτό δεν είχε ρητά συμφωνηθεί, κατ΄ ανάλογη
εφαρμογή των διατάξεων 725 και 288 του ΑΚ.



22
Η ανωτέρω σύμβαση λειτούργησε ομαλά μέχρι τα τέλη περίπου του Ιουλίου 2002, οπότε η εταιρία
προέβη σε τακτική καταγγελία της σύμβασης, με προειδοποιητική προθεσμία τριών μηνών,
κατ΄αναλογική εφαρμογή του ΠΔ 219/91 περί εμπορικών αντιπροσώπων.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό της καταγγέλλουσας, ότι δήθεν η μεταξύ τους συνεργασία καταγγέλθηκε
επειδή οι μέτοχοί της αρνήθηκαν να πωλήσουν σ΄ αυτήν το 100% των μετοχών της δεν ευσταθεί,
παρά το γεγονός ότι συζητήσεις έλαβαν χώρα, αλλά κατόπιν πρωτοβουλίας του ίδιου του κ.
Στεφανίδη.
Ούτε όμως και ο άλλος ισχυρισμός της καταγγέλλουσας ότι δήθεν καταγγέλθηκε η σύμβαση λόγω
μη επιτεύξεως συγκεκριμένου στόχου πωλήσεων, ουδόλως ευσταθεί, καθώς παρά το γεγονός ότι
υπήρχε ο σπουδαίος λόγος (χαμηλές πωλήσεις της καταγγέλλουσας και έντονες ανησυχίες και των
δύο εταιριών, όπως προκύπτει από την από 15.5.2002, 20.5.2002, 29.5.2002, 21.6.2002 και 4.7.2002
μεταξύ τους αλληλογραφία), η εταιρία προέβη σε αναίτια καταγγελία με την τήρηση προθεσμίας που
υπερέβαινε την νόμιμη.
Κατά την εκτίμηση της εταιρίας, όσον αφορά στη λειτουργία της μεταξύ τους εμπορικής
συνεργασίας, εσφαλμένα η καταγγέλλουσα επικαλείται την εφαρμογή του κανονισμού 1475/1995
διότι, η συνεργασία τους, δεν προέβλεπε αποκλειστικότητα της καταγγέλλουσας ή τουλάχιστον τη
διατήρηση ενός συγκεκριμένου αριθμού επιχειρήσεων σε συγκεκριμένη περιοχή (εν προκειμένου Ν.
Αττικής) και δεν συνιστούσε μεταπώληση αλλά σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και συνεπώς ο
κοινοτικός κανονισμός δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση συνεργασία. Εξάλλου, με τον
κανονισμό τίθενται οι προϋποθέσεις ισχύος της ομαδικής απαλλαγής και δεν θεσπίζονται οι
διατάξεις που υποχρεωτικά πρέπει να διέπουν τις συμφωνίες διανομής αυτοκινήτων.
β.2. Σχετικά με τις καταγγελλόμενες ως παράνομες πρακτικές, η β' καταγγελλόμενη αναφέρει τα
εξής :
(i) Κατά τη διάρκεια της υπό κρίση συνεργασία τους, η καταγγέλλουσα ουδέποτε
διαμαρτυρήθηκε για τυχόν «αυθαίρετους όρους συναλλαγών» λόγω μονομερώς επιβληθέντων
στόχων πωλήσεων. Η εταιρία ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω στόχοι τίθενται, μετά από κοινού
συζητήσεις (σε κατ΄ ιδίαν και ομαδικές συναντήσεις) με τους συνεργάτες της για το σκοπό
προγραμματισμού των αποθεμάτων των οποίων η εταιρία φέρει αποκλειστικά τον
χρηματοοικονομικό και εμπορικό κίνδυνο, αλλά και για την επιβράβευση των συνεργατών της
εταιρίας με την καταβολή επιπλέον αμοιβής.
Γενικότερα, αναφέρει ότι η εμπορική πολιτική της εταιρίας συζητείται ανά τετράμηνο ενώ οι
επιθεωρητές πωλήσεων της, επισκέπτονται τακτικά τους συνεργάτες της, ώστε να εξηγήσουν
την εμπορική πολιτική.
(ii) Όσον αφορά στους στόχους προαγορών οχημάτων, η εταιρία ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έθεσε
τέτοιους στόχους, και ότι οι προαγορές επαφίενται στη διακριτική ευχέρεια των συνεργατών
της, οι οποίοι καλούνται σε δεδομένη χρονική περίοδο, εφόσον επιθυμούν, να προβούν σε
προαγορές οχημάτων προκειμένου να επωφεληθούν της παρεχόμενης έκπτωσης.
(iii) Η τιμολογιακή πολιτική της είναι καθ΄ όλα σύννομη.
(iv) Σχετικά με την επιβολή τήρησης αποθεμάτων ανταλλακτικών και εκθεσιακών οχημάτων, η
εταιρία ισχυρίζεται ότι σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει συγκεκριμένο ύψος αποθεμάτων



23
ανταλλακτικών και ουδέποτε υποχρέωσε τους συνεργάτες της να αγοράσουν εκθεσιακά
αυτοκίνητα. Τα εκθεσιακά αυτοκίνητα ανήκουν πάντοτε στην κυριότητα της εταιρίας της δηλ.
της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ, η οποία τα παραχωρεί με παρακαταθήκη στους εμπορικούς
αντιπροσώπους της προκειμένου να τα εκθέσουν στις εγκαταστάσεις τους.
(v) Όσον αφορά τις πρόσθετες παροχές και την επί πιστώσει αγορά οχήματος, η εταιρία αναφέρει
ότι οι εμπορικοί αντιπρόσωποι και πελάτες / καταναλωτές των οχημάτων ΚIΑ είναι ελεύθεροι
να επιλέξουν την τράπεζα που επιθυμούν για τη χρηματοδότηση της αγοράς του αυτοκινήτου.
Η εταιρία δεν υποχρεώνει τους εμπορικούς συνεργάτες της να επιβάλουν στους καταναλωτές
χρηματοδότηση από την ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ή δάνειο συγκεκριμένης τράπεζας. Σημειώνεται δε ότι
έχει συμβληθεί με τρεις διαφορετικές Tράπεζες (Alpha, Εγνατία και Εθνική), ενώ έχει λύσει
(από 1.11.2000), τη συνεργασία της με την Tράπεζα Πειραιώς, την οποία επικαλείται η
καταγγέλλουσα. Προσφέρει δε τα προϊόντα της με εναλλακτικά πακέτα χρηματοδότησης
τραπεζών και δίνει ευρύτερη επιλογή στον καταναλωτή. Ωστόσο διατηρεί το δικαίωμα να
αρνηθεί πρόταση καταναλωτή για σύναψη σύμβασης πώλησης με χρηματοδότηση η οποία να
μην είναι συμφέρουσα για την εταιρία της.
(vi) Ο δε ισχυρισμός της καταγγέλλουσας ότι η εταιρία υποχρεώνει τους συνεργάτες της να
επιβάλλουν στους τελικούς καταναλωτές την υποχρέωση να ασφαλίζουν το όχημά τους στο
ασφαλιστικό πρακτορείο της γ' καταγγελλόμενης είναι αναληθής. Η εταιρία ισχυρίζεται ότι δεν
είναι συμβεβλημένη με το ως άνω ασφαλιστικό πρακτορείο, αντίθετα οι ίδιοι οι έμποροι,
συμβάλλονται με αυτό και ενεργούν ως ασφαλιστικοί σύμβουλοι, λαμβάνοντας και την
αντίστοιχη προμήθεια.
Από τα προσκομισθέντα στοιχεία αποδεικνύεται ότι και μετά τη λύση της υπό κρίση
συνεργασίας, η καταγγέλλουσα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ασφαλιστικός πράκτορας του ως
άνω πρακτορείου και να ασφαλίζει τα οχήματα των πελατών της σε αυτό, εισπράττοντας η ίδια
το αντίστοιχο όφελος από την καταβαλλόμενη από το πρακτορείο προμήθεια.
(vii) Τέλος, αναφέρει ότι η συνεργασία της με τον κορεατικό όμιλο KIA MOTORS τελούσε υπό
καταγγελία και για τον λόγο αυτό είχε καταγγείλει από τον Σεπτέμβριο του 2002, με
προθεσμία ενός έτους, το σύνολο του δικτύου εμπορικών αντιπροσώπων της. Τελούσα υπό
καταγγελία και χωρίς καμία δέσμευση εκ μέρους της KIA MOTORS, όσον αφορά τις νέες
οργανωτικές αλλαγές του πανευρωπαϊκού δικτύου του ομίλου, η εταιρία δεν ήταν σε θέση να
ορίσει εξουσιοδοτημένο επισκευαστή KIA, αφού τα κριτήρια για την επιλογή
εξουσιοδοτημένων επισκευαστών KIA που θα είχαν εφαρμογή στην Ευρώπη από 1.10.03 δεν
ήταν γνωστά στην εταιρία της.
γ. Καταγγελίες κατά της γ΄ καταγγελλομένης
Για την γ΄ των καταγγελλομένων εταιρειών και ως προς τις συμβατικές σχέσεις της με την εταιρεία
της καταγγέλλουσας ισχύουν πλήρως όλα όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω υπό Α.α.2.(v) και B.α.2.(v)
για την α΄ και β΄ καταγγελλομένη αντίστοιχα.



24
ΙΙ. Έρευνα της Γραμματείας
1. Όσον αφορά την με αρ. πρωτ. 1917/27.5.2003 καταγγελία της εταιρείας ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ από τα
στοιχεία του φακέλου καθώς και από την επιτόπια έρευνα της Γραμματείας στην έδρα της α΄
καταγγελλομένης, προέκυψαν τα παρακάτω :
α. Η α΄ των καταγγελλόμενων αιφνιδίως, στις 25.7.02 κοινοποίησε στην καταγγέλλουσα εξώδικο
καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, τα αποτελέσματα της οποίας ορίστηκαν ότι θα άρχιζαν στις
25.10.02 (τρίμηνη προειδοποιητική προθεσμία). Με την εν λόγω σύμβαση είχε χορηγηθεί στην
καταγγέλλουσα το δικαίωμα της εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής οχημάτων και
ανταλλακτικών της κορεάτικης εταιρίας HYUNDAI, καθώς επίσης και της παροχής υπηρεσιών
σέρβις επί των εν λόγω προϊόντων.
β. Η α΄ των καταγγελόμενων επέβαλε στην καταγγέλλουσα μονομερώς στόχους πωλήσεων.
Συγκεκριμένα :
β.1. Στην από 27.11.01 επιστολή της ΧΙΟΥΝΤΑΙ προς το δίκτυο των συνεργατών της αναφέρεται
ότι:
«…. Ως εκ τούτου και με σκοπό το σύνολο του δικτύου να επιτύχει το στόχο του προχωρούμε στις
εξής αλλαγές στην εμπορική πολιτική του Γ’ τετραμήνου 2001:
· Θεσπίζεται νέος ενιαίος ποσοτικός στόχος διμήνου Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου, μειωμένος κατά
15%. Τυχόν υπεραπόδοση προηγουμένων μηνών δεν προσμετράται στους νέους στόχους.
· Ο ειδικός δίμηνος ποσοτικός στόχος Νοεμβρίου- Δεκεμβρίου που με την επίτευξη του 110%
πριμοδοτείται με 15.000δρχ./αυτοκίνητο, υπολογίζεται στο νέο ποσοτικό στόχο διμήνου.
· Θεσπίζεται νέος ποιοτικός στόχος τετραμήνου μειωμένος ανά κατηγορία αυτοκινήτου κατά
περίπου 15%.
Η υπόλοιπη εμπορική πολιτική παραμένει ως έχει.
Θεωρούμε ότι με τα επίπεδα τιμών / προσφορών που η Hyundai Ελλάς έχει διαμορφώσει σε όλα της
τα μοντέλα, καθώς και με τους νέους στόχους που σας αποστέλλουμε συνημμένα, η υπεραπόδοση σας
μέχρι το τέλος του έτους είναι επιβεβλημένη.
β.2. Στην από 10.7.02 επιστολή της ΧΙΟΥΝΤΑΙ προς την καταγγέλλουσα αναφέρεται ότι : «Το
τελευταίο δίμηνο, καθώς και το εξάμηνο Ιανουαρίου- Ιουνίου παρατηρείται μια σημαντική
υστέρηση στις πωλήσεις σας. Συγκεκριμένα, για το δίμηνο Μαίου- Ιουνίου είχατε στόχο 169
τιμολογήσεις και κάνατε 63, είχατε δηλ. απόκλιση 106 αυτοκίνητα…… Θα θέλαμε λοιπόν να μας
αιτιολογήσετε τους λόγους για τους οποίους δημιουργήθηκε αυτή η απόκλιση, αλλά και τι κινήσεις
σκοπεύετε να κάνετε να κάνετε το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου για να ανακάμψετε….»
β.3. Στην από 17.7.02 επιστολή της ΧΙΟΥΝΤΑΙ προς το δίκτυο των συνεργατών της, αναφέρεται ότι
«Ειδικά για το μήνα Αύγουστο επιπλέον της στοχοθέτησης που σας έχει ήδη κοινοποιηθεί θα υπάρχει
ειδικός στόχος GETZ, με την επίτευξη του οποίου θα λαμβάνεται bonus 120 Ευρώ ανεξάρτητα της
επίτευξης των υπολοίπων στόχων».
β.4. Στην από 10.1.03 επιστολή της ΧΙΟΥΝΤΑΙ προς το δίκτυο των συνεργατών της, αναφέρεται
ότι « Καθορίζεται ένας ενιαίος ποσοτικός- ποιοτικός στόχος για το διάστημα ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ-
ΑΠΡΙΛΙΟΥ….»



25
Από τις παραπάνω επιστολές της α΄ καταγγελλόμενης, προκύπτει ότι έθετε δίμηνους και
τετράμηνους στόχους πωλήσεων στο σύνολο των διανομέων της και συνεπώς και στην
καταγγέλλουσα, καθώς και ότι οι πωλήσεις της καταγγέλλουσας παρουσίαζαν απόκλιση από τη
στοχοθέτηση αυτή τους τελευταίους μήνες πριν την καταγγελία.
γ. Η α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε συγκεκριμένη εκπτωτική πολιτική στο δίκτυο των αντιπροσώπων
της, όσον αφορά τις πωλήσεις που διενεργούσαν για λογαριασμό της. Ειδικότερα :
· Στην από 31.5.02 επιστολή της α΄ καταγγελλόμενης προς το δίκτυο συνεργατών της,
αναφέρεται ότι :« Σας ενημερώνουμε ότι η έκπτωση των 280 Ευρώ που ισχύει στα ACCENT
θα συνεχιστεί μέχρι 30 Ιουνίου».
· Στην από 4.7.02 επιστολή για την εμπορική πολιτική αυτοκινήτων ΙΟΥΛΙΟΥ-
ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ της ΧΙΟΥΝΤΑΙ που απεστάλη στο δίκτυο των συνεργατών της, αναφέρεται
ότι : « Γ. Κατάργηση της έκπτωσης των 280 Ευρώ από 1/7 στα Accent, όπως σας είχαμε
ήδη ανακοινώσει».
· Στην από 13.11.02 επιστολή της α΄ καταγγελλόμενης προς το δίκτυο συνεργατών της,
αναφέρεται ότι « Επιπλέον, η έκπτωση ( στο Accent F/L) που θα ισχύει για όλους τους
πελάτες θα είναι πλέον 500 Ευρώ, και επεκτείνεται έως 31/12/02»,
Από τις ανωτέρω επιστολές προκύπτει ότι α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε για ορισμένα μοντέλα
αυτοκινήτων, στο δίκτυο των αντιπροσώπων της, συγκεκριμένες εκπτώσεις.
δ. Η α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε συγκεκριμένη εμπορική πολιτική στο δίκτυο των αντιπροσώπων
της, σχετικά με την αγορά των αυτοκινήτων test drive.
· Στην από 17.7.02 επιστολή της ΧΙΟΥΝΤΑΙ προς το δίκτυο των συνεργατών της, αναφέρεται
ότι: «Θεωρούμε απαραίτητη την ύπαρξη test drive αυτοκινήτου απαρέγκλιτα σε όλες τις
εκθέσεις ΗΥUNDAI. Η πολιτική test drive αυτοκινήτων θα σας ανακοινωθεί έως τέλος
Ιουλίου».
· Στην από 1.8.02 επιστολή της ΗΥUNDAI προς το δίκτυο των συνεργατών της αναφέρεται
ότι : «Mε την ευκαιρία της έλευσης του νέου Hyundai Getz, η ύπαρξη αυτοκινήτου test drive
στις εκθέσεις σας, κρίνεται απολύτως απαραίτητη για όλους τους συνεργάτες του δικτύου.
Γι΄ αυτό το λόγο, η πολιτική της εταιρείας για την αγορά αυτοκινήτου test drive έχει ως
εξής;
- Έκπτωση 1.030 Ευρώ και επιταγή 4 μηνών εντός πλαφόν επιταγών.
- Παραγγελίες μόνο για τις εκδόσεις 1,3 που βρίσκονται στην Ελλάδα.
- Κάθε σημείο πώλησης έχει δικαίωμα αγοράς ενός αυτοκινήτου test drive».
· Στην από 5.11.02 επιστολή της ΗΥUNDAI προς το δίκτυο των συνεργατών της αναφέρεται
ότι : « ..Θεωρούμε δε ότι η ύπαρξη test drive Coupe S145 αυτοκινήτου στις εγκαταστάσεις
σας είναι επιβεβλημένη. Ως εκ τούτου, σας υπενθυμίζουμε την πολιτική που ισχύει για test



26
drive Coupe αυτοκίνητα. Από την έκδοση που θα επιλέξετε έκπτωση 1870 Ευρώ
συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ και εξόφληση με επιταγή 6 μηνών…».
Από τις εν λόγω επιστολές της α΄ καταγγελλόμενης προς όλο το δίκτυό της και συνεπώς και προς
την καταγγέλλουσα, προκύπτει ότι η α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε την αγορά αυτοκινήτων test drive.
ε. Η α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε συγκεκριμένη εμπορική πολιτική στο δίκτυο των αντιπροσώπων
της, σχετικά με τις τιμολογήσεις των αυτοκινήτων λιανικής μέσω καταναλωτικών δανείων
συγκεκριμένων Τραπεζών.
· Στην εγκύκλιο για την Εμπορική Πολιτική αυτοκινήτων – Α΄τετραμήνου 2002 της
ΧΙΟΥΝΤΑΙ, που απεστάλη στο δίκτυο των συνεργατών της, αναφέρεται ότι : « Η επίτευξη
του 60% των τιμολογήσεων των αυτοκινήτων λιανικής μέσω καταναλωτικών δανείων των
Τραπεζών ΕΘΝΙΚΗ, ΕΓΝΑΤΙΑ ή ΑLPHA BANK, επιβραβεύεται με 75 Ευρώ /αυτοκίνητο
που εντάχθηκε το χρηματοδοτικό πρόγραμμα, ανεξαρτήτως επίτευξης στόχου. Ο dealer που
το δίμηνο δεν επιτυγχάνει το 50% τουλάχιστον των τιμολογήσεων λιανικής μέσω
καταναλωτικών δανείων των ανωτέρω Τραπεζών, δεν θα δικαιούται ποσοτικό bonus για το
συγκεκριμένο δίμηνο, και για όσους μήνες συνεχίζεται αυτή η υποαπόδοση Εάν η απόκλιση
συνεχίζεται και πέραν του διμήνου, τίθεται θέμα συνεργασίας. Η μη επίτευξη του 60% του
δίμηνου ποσοτικού στόχου μέσω καταναλωτικών προγραμμάτων της Hyundai Ελλάς
(τράπεζες/διακανονισμός Hyundai), στερεί στον dealer το δικαίωμα του ποιοτικού bonus.
Στην περίπτωση που ο συνεργάτης έχει επιτύχει το 60% του δίμηνου ποσοτικού στόχου μέσω
καταναλωτικών προγραμμάτων (τράπεζες/διακανονισμοί Hyundai), αλλά έχει καλύψει
τουλάχιστον το 50% των τιμολογήσεων λιανικής μέσω καταναλωτικών δανείων των
Τραπεζών ΕΘΝΙΚΗ, ΕΓΝΑΤΙΑ ή ΑLPHA BANK,δεν δικαιούται ποιοτικό bonus».
Το ίδιο αναφέρεται και στην εγκύκλιο για την Εμπορική Πολιτική αυτοκινήτων – ΜΑΙΟΥ-
ΙΟΥΝΙΟΥ 2002 , ΙΟΥΛΙΟΥ- ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2002 και ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ – ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
2002 της α΄ καταγγελλόμενης.
Aπό τις παραπάνω εγκυκλίους προκύπτει ότι η α΄ καταγγελλόμενη επέβαλε συγκεκριμένη εμπορική
πολιτική στο δίκτυο των αντιπροσώπων της, σχετικά με τις τιμολογήσεις των αυτοκινήτων λιανικής
μέσω καταναλωτικών δανείων συγκεκριμένων Τραπεζών, με συγκεκριμένη στοχοθέτηση, η οποία
μάλιστα αν δεν μπορούσε να επιτευχθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του διμήνου, έθετε θέμα
περαιτέρω συνεργασίας με την εταιρία.
στ. Τέλος, η α΄ καταγγελλόμενη καθορίζει μονομερώς το κόστος για τις εργασίες τοποθέτησης των
αξεσουάρ ΗΥUNDAI που τοποθετούνται στα αυτοκίνητα που διακινεί.
· Στην εγκύκλιο για την Εμπορική Πολιτική αυτοκινήτων – Α΄τετραμήνου 2002 της
ΧΙΟΥΝΤΑΙ, καθώς και σε ορισμένες από τις παραπάνω εγκυκλίους, που απέστειλε στο
δίκτυο των συνεργατών της, αναφέρεται ότι : « Η αμοιβή τοποθέτησης air condition, σε όλα
τα αυτοκίνητα πλην των Α/C ATOS, SANTA FE και MATRIX που θα τοποθετούνται από



27
την ΗΥUNDAI Ελλάς και των ELANTRA που θα τοποθετούνται από το δίκτυο χωρίς
χρέωση, είναι : Accent 79, Coupe 103 και Van 103».
· Στην από 5.11.02 επιστολή της ΗΥUNDAI προς το δίκτυο των συνεργατών της αναφέρεται
ότι : « Για τις εκδόσεις Getz 1,1,3Dr Base και 1,1 5Dr Base που έρχονται χωρίς A/C στον
στάνταρ εξοπλισμό, σας ενημερώνουμε ότι για όσους πελάτες επιθυμούν το A/C, είτε με την
αρχική παραγγελία είτε εκ των υστέρων η λιανική τιμή του είναι 810 Ευρώ
συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, ενώ το κόστος τοποθέτησης είναι 30 Ευρώ
συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ. Άρα, το συνολικό κόστος του Α/C με τοποθέτηση είναι 840
Ευρώ.”
Aπό τις παραπάνω εγκυκλίους προκύπτει ότι η α΄ καταγγελλόμενη καθόριζε μονομερώς το κόστος
για τις εργασίες τοποθέτησης των αξεσουάρ των αυτοκινήτων που διακινεί.
2. Όσον αφορά την με αρ. πρωτ. 1918/27.5.2003 καταγγελία της εταιρείας ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ από τα
στοιχεία του φακέλου, προέκυψαν τα παρακάτω :
α. Η β΄ των καταγγελλομένων αιφνιδίως, στις 25.7.2002 κοινοποίησε στην καταγγέλλουσα εξώδικο
καταγγελία της μεταξύ τους σύμβασης, τα αποτελέσματα της οποίας ορίστηκαν ότι θα άρχιζαν στις
25.10.02 (τρίμηνη προειδοποιητική προθεσμία). Με την εν λόγω σύμβαση είχε χορηγηθεί στην
καταγγέλλουσα το δικαίωμα της εμπορικής αντιπροσωπείας και διανομής οχημάτων και
ανταλλακτικών της Κορεάτικης εταιρίας ΚΙΑ, καθώς επίσης και της παροχής υπηρεσιών σέρβις επί
των εν λόγω προϊόντων.
β. Η β΄ των καταγγελλόμενων επέβαλε στην καταγγέλλουσα μονομερώς στόχους πωλήσεων.
Συγκεκριμένα :
· Στην από 3.1.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται «Σας ενημερώνουμε τέλος, ότι η στοχοθέτηση Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2002 με
τυχόν αλλαγές, θα σας ανακοινωθεί το αργότερο μέχρι 18.1.2000».
· Στην από 7.4.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Παράλληλα συνεχίζεται ο υπολογισμός για την επίτευξη του στόχου για τις
τιμολογήσεις Μαρτίου – Απριλίου των SERHIA – SHUMA με συντελεστή 1,5.
Δηλαδή
Στόχος τετραμήνου : 100 αυτοκίνητα – τιμολογήσεις
Τιμολογήσεις Ιανουαρίου– Φεβρουαρίου : 45 αυτοκίνητα – τιμολογήσεις
Υπόλοιπο αυτοκινήτων για
την επίτευξη του στόχου : 55
Tιμολογήσεις Μαρτίου – Απριλίου
SERHIA – SHUMA 20



28
Διάφορα 20
Σύνολο 40
Ο αριθμός τιμολογήσεων που υπολογίζεται για την επίτευξη του στόχου είναι :
SERHIA – SHUMA 20Χ 1,5 = 30
Διάφορα 20 50+45 από το πρώτο δίμηνο= 95 δηλ. 95% κάλυψη Ενεργές
εκκρεμείς παραγγελίες 10 του στόχου μεγ. του 80% που ζητείται
Σύνολο 60 άρα ο στόχος έχει επιτευχθεί»
· Στην από 1.9.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Συνημμένα σας στέλνουμε στόχο διμήνου, η επίτευξη του οποίου
πριμοδοτείται με 50.000 για τα SERHIA – SHUMA και 80.000 δρχ. για τα SPORTAGE».
· Στην από 2.1.02 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «η ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ» έλαβε την απόφαση να συνεχίσει
την ίδια εμπορική πολιτική που διαμόρφωσε για το τελευταίο τρίμηνο του 2001 και τον
Ιανουάριο του 2002…. Παράλληλα σας στέλνουμε και την στοχοθέτηση σας για τον μήνα
Ιανουάριο και η πριμοδότηση σας με την επίτευξη των στόχων είναι η αντίστοιχη της
εμπορικής πολιτικής του τελευταίου τριμήνου 2001»
· Στην από 7.6.02 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Θα σας σταλεί ειδικός στόχος μηνός Ιουνίου, η επίτευξη του οποίου θα
πριμοδοτηθεί με 88 Ευρώ ανά αυτοκίνητο. Η στοχοθέτηση Ιουνίου είναι ανεξάρτητη της
στοχοθέτησης που σας έχει δοθεί μέσω της εμπορικής πολιτικής εξαμήνου και λειτουργεί,
όπως καταλαβαίνεται προσθετικά και παράλληλα».
γ. Στην από 22.8.02 επιστολή της β΄ καταγγελλόμενης προς την καταγγέλλουσα και προς τους
λοιπούς διανομείς της, αναφέρεται ότι «Tυχόν αποκλίσεις που θα προκύψουν μεταξύ αποτελέσματος
(δηλ. πωλήσεως) και στόχου σας μέχρι 15.9.02 θα πρέπει αυτά τα αυτοκίνητα να τα αγοράσετε
πληρώνοντας τα σε 30-60 ημέρες», από την οποία προκύπτει ότι η β΄ καταγγελλόμενη επέβαλε σε
όλο το δίκτυο των αντιπροσώπων της, την προαγορά οχημάτων.
δ. H β΄ καταγγελλόμενη όριζε τις τιμές λιανικής διάθεσης των προϊόντων, που πωλούνταν για
λογαριασμό της, από το δίκτυο των αντιπροσώπων της. Ειδικότερα :
· Στην από 17.12.99 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι « Από σήμερα 17/12/99 η τιμή του Pride διαμορφώνεται ως εξής :
Pride DLX 3θ επιπλέον 50.000 δρχ. (δηλαδή από δρχ. 2.118.000 σε δρχ. 2.168.000)
Pride DLX 5θ επιπλέον 50.000 δρχ. (δηλαδή από δρχ. 2.248.000 σε δρχ. 2.298.000)».
· Στην από 21.1.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι « Σε συνέχεια της χθεσινής μας ενημέρωσης, σας αποστέλλουμε νέο
τιμοκατάλογο (συνημμένα) με αυξήσεις τιμών σε όλες τις εκδόσεις SPORTAGE.Ο νέος
τιμοκατάλογος ισχύει για όλες τις παραγγελίες που παραλαμβάνονται από αύριο Σάββατο



29
22/1, ενώ ταυτόχρονα από αύριο Σάββατο 22/1/2000 ξεκινάει το νέο διαφημιστικό μας
πρόγραμμα».
· Στην από 2.3.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Σας ενημερώνουμε ότι από σήμερα 02/3/00 οι τιμές για τα SPORTAGE
που αφορούν αναπήρους διαμορφώνονται ως εξής…………….».
· Στην από 29.3.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι « Σας αποστέλλουμε νέο τιμοκατάλογο που ισχύει από 29/3/00, με τις εξής
αλλαγές
- Αύξηση του Pride κατά 100.000 δρχ.
- Τιμή για το Sportage Wagon, έκδοση Base και High»
· Στην από 30.11.01 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Θέλοντας να διατηρήσουμε αυτή την καλή ανοδική πορεία, δημιουργήσαμε
τον τιμοκατάλογο Δεκεμβρίου, στον οποίο διαχωρίζεται η προσφορά των 300.000 δρχ. για
Rio και Sportage και των 400.000 δρχ. για Sephia».
ε. Η β’ καταγγελλόμενη όριζε τις τιμές λιανικής διάθεσης των αξεσουάρ των οχημάτων KIA, που
αυτή διακινεί, μέσω του δικτύου των συνεργατών της. Ειδικότερα :
· Στην από 18.2.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Παρακαλούμε, όπως αντικαταστήσετε τις ήδη υπάρχουσες σελίδες του
καταλόγου ( αξεσουάρ ) που έχετε, με τις επισυναπτόμενες».
· Στην από 6.11.00 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Σας επισυνάπτουμε τον νέο τιμοκατάλογο αξεσουάρ οχημάτων μας»
· Στην από 19.11.01 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς την εταιρία της καταγγέλλουσας
αναφέρεται ότι «Σας αποστέλλουμε ξανά τον τιμοκατάλογο αξεσουάρ, έχοντας συμπληρώσει
επιπλέον σελίδα που αναφέρεται στο όχημα RIO».
στ. Η β’ καταγγελλόμενη προέβαινε μονομερώς σε καθορισμό τιμής τοποθέτησης των αξεσουάρ
των οχημάτων ΚΙΑ, στα συνεργεία του δικτύου των επισήμων επισκευαστών της, καθώς και σε
καθορισμό της τιμής εργατοώρας και εργατοώρας Εγγύησης. Ειδικότερα :
· Στην από 26.10.99 επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Από την 25/10/99 οι εμπορικοί συνεργάτες της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, τοποθετούν τα αξεσουάρ της εμπορικής πολιτικής στα συνεργεία τους, με
τιμές σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο κατάλογο».
· Στην ως άνω επιστολή της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της αναφέρεται
ακόμα ότι :
« Επίσης καθορίζονται :
- παροχή υπηρεσιών
- τιμή εργατοώρας μηχανικών και ηλεκτρικών εργασιών λιανικής πώλησης παροχής
υπηρεσιών, στις 7.000 δρχ.
- τιμή εργατοώρας του φανοβαφείου καθορίζεται στις 8.000 δρχ.



30
- τιμή Service, όπως στον επισυναπτόμενο πίνακα
- τιμή εργατοώρας Εγγύησης στις 6.400 δρχ. από 1.11.99»
· Στην από 7.1.02 Εγκύκλιο της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρεται ότι «Σας ενημερώνουμε ότι από 1.1.02 η εργατοώρα Εγγυήσεως καθορίζεται στα
25,17 Ευρώ (8.576 δρχ.) ενώ η δωρεάν συντήρηση 1.000 χλμ ή 1ου μήνα στα 6,16 Ευρώ
(2.100 δρχ.)».
Από τις ανωτέρω επιστολές προκύπτει ότι η β΄ καταγγελλόμενη εταιρία προέβαινε σε καθορισμό
τιμών τοποθέτησης των αξεσουάρ των οχημάτων ΚΙΑ καθώς και της τιμής εργατοώρας και
εργατοώρας Εγγύησης.
ΙΙΙ. Ιδιαιτερότητα του συστήματος διανομής αυτοκινήτων
Η διανομή αυτοκινήτων είναι η από μακροοικονομική άποψη σπουδαιότερη έκφανση διανομής
προιόντων υπό σύστημα επιλεκτικής διανομής. Το αυτοκίνητο είναι περίπλοκο διαρκούς χρήσης
καταναλωτικό αγαθό με υψηλή τιμή σε σύγκριση με άλλα καταναλωτικά αγαθά. H αγορά του
χαρακτηρίζεται κατά κανόνα από χρονικό μακρό σχεδιασμό και υψηλό κόστος. Η αγορά του
αυτοκινήτου θεωρείται ομόφωνα ως μια ώριμη αγορά με περίπλοκα τεχνικής φύσης προϊόντα.
Η ιδιαιτερότητα του προϊόντος, η ολιγοπωλιακή διεθνώς αγορά των κατασκευαστών αυτοκινήτων
και η δύναμη τους σε αυτή την ειδική αγορά καθώς και η έντονη πρόσδεση των διανομέων αλλά και
των καταναλωτών σε ένα «σήμα» οδήγησαν στη δημιουργία ενός ιδιαίτερου συστήματος διανομής.
Χαρακτηρίζεται από το συνδυασμό επιλεκτικής και αποκλειστικής διανομής με αποτέλεσμα την
ενίσχυση της ολιγοπωλιακής κατάστασης της αγοράς. Χαρακτηρίζεται από την ισχυρή
καθετοποίησή του, την έντονη πρόσδεση των διανομέων στο δίκτυο, τον υψηλό βαθμό ρύθμισης των
σχέσεων μεταξύ προμηθευτή και διανομέα και την μεγάλη προστασία από τον ανταγωνισμό προς
άλλα ανταγωνιστικά σήματα (brands). Το κύριο πρόβλημα της διανομής αυτοκινήτων κάθε τύπου
οφείλεται στα εξαιρετικά υψηλά κεφάλαια που απαιτούνται για την παραγωγή και διανομή του
αυτοκινήτου, συμπεριλαμβανομένης και της επισκευής/συντήρησης και της προμήθειας
ανταλλακτικών. Επιπλέον απαιτείται το δίκτυο να παρουσιάζει μια πυκνή, γεωγραφική κάλυψη, για
να ικανοποιεί τις ανάγκες τις αγοράς. Οι σχετικές δαπάνες ανταποκρίνονται περίπου στο ένα τρίτο
του κόστους του αυτοκινήτου. Επειδή καμμία αυτοκινητοβιομηχανία δεν είναι σε θέση να καλύψει
τις τεράστιες δαπάνες που απαιτούνται, επικράτησε ένα σύστημα διανομής, στο οποίο συμμετέχουν
αυτόνομες επιχειρήσεις-διανομείς, οι οποίες και συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα στον επενδυτικό αυτό
κίνδυνο.



31
ΙV. Οριοθέτηση της σχετικής αγοράς
1. Η αγορά αυτοκινήτου γενικά
Η ασφάλεια λειτουργίας και κυκλοφορίας και βαθμιαία η συνδρομή του στην προστασία του
περιβάλλοντος ανήκουν στα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά ποιότητα του προϊόντος «αυτοκίνητο».
Εκεί διασταυρώνονται τα συμφέροντα κατασκευαστών, διανομέων, συνεργείων
επισκευής/συντήρησης και καταναλωτών/χρηστών. Το σήμα του προϊόντος ενσαρκώνει και συνδέει
τις προσδοκίες ποιότητας των καταναλωτών/χρηστών με το image και τη φήμη του κατασκευαστή,
ο οποίος φέρει πρώτιστα και την αστική ευθύνη του παραγωγού για ενδεχόμενα ελαττώματα του
προϊόντος. Η παροχή εγγύησης και οι εξειδικευμένες υπηρεσίες συντήρησης ανήκουν στις
εξαιρετικά σημαντικές παρεπόμενες υπηρεσίες ενός δικτύου διανομής αυτοκινήτων.
Ο κατασκευαστής σε κάθε δίκτυο διανομής αυτοκινήτων έχει τον κεντρικό ρόλο και διευθύνει
στρατηγικά ολόκληρο δίκτυο (Βλ τις χαρακτηριστικές παρατηρήσεις του επιτρόπου Mario Monti
στην ομιλία του «Who will be on driver’s seat”, 11 May 2000 σελ. 7
(europa.eu.int/comm/competition/car_sector/distribution). Οι συμβάσεις στην Ελλάδα είναι συχνά
άτυπες ή προδιατυπωμένες εν είδει γενικών όρων των συναλλαγών, χωρίς να αφήνουν σημαντικό
περιθώριο διαπραγμάτευσης. Χαρακτηρίζονται από ρήτρες που επιτρέπουν τη διαρκή προσαρμογή
στα νέα δεδομένα και μαρτυρούν την κυρίαρχη θέση του προμηθευτή/κατασκευαστή, την οποία έχει
μέσω του αποκλειστικού διανομέα/εισαγωγέα. Η δομή αυτή εγγυάται τη συμμόρφωση του δικτύου
στην επιχειρηματική βούληση του κατασκευαστή, ο οποίος μπορεί να απαντά στις νέες συνθήκες της
αγοράς με μεγάλη ταχύτητα. Από την άλλη μεριά περιορίζει σημαντικά την συμβατική ελευθερία
των διανομέων, πράγμα που μαζί με τις μη αποσβεσθείσες επενδύσεις, στις οποίες έχει προβεί ο
διανομέας, είναι και το κύριο σημείο αντιπαράθεσης και νομικού προβληματισμού. Ως εκ τούτου
είναι ορθή η παρατήρηση ότι τα προβλήματα στη διανομή αυτοκινήτων είναι θέματα κατανομής
ρόλων και δύναμης μέσα στο δίκτυο.
Οι κατασκευαστές εκτός από την κυρίαρχη θέση τους στο δίκτυο, εμφανίζονται στην αγορά και στον
τομέα της ζήτησης ανταλλακτικών. Έχει ισχυρή θέση έναντι των επιχειρήσεων που κατασκευάζουν
υπό την ευθύνη του κατασκευαστή τα «πρωτότυπα» ανταλλακτικά. Η πολιτική των κατασκευαστών
κατευθύνεται στο να κρατήσουν για τον εαυτό τους αυτό το κομμάτι της αγοράς και να
υποχρεώσουν το δίκτυο τους να χρησιμοποιεί μόνο «πρωτότυπα» ανταλλακτικά, ήτοι ανταλλακτικά
που έχουν κατασκευασθεί είτε από τον ίδιο τον κατασκευαστή είτε από τρίτες επιχειρήσεις υπό τον
ποιοτικό έλεγχο και την ευθύνη του.
Τα αυτοκίνητα παραδίδονται στους καταναλωτές/χρήστες ή από τον κατασκευαστή ή στο γενικό
εισαγωγέα με τρεις τρόπους: (Report on the Evaluation of Regulation (EC) No. 1475/1995 on the
application of Article 85(3) of the Treaty to certain categories of motor vehicle distribution and
servicing agreement, Brussels, 15.11.2000, COM (2000) 743 final nr. 81)
· άμεσα χρησιμοποιώντας θυγατρικές ή εμπορικούς αντιπροσώπους
· έμμεσα μέσω δικτύου διανομέων ή



32
· μέσω μεικτών συστημάτων που συνδυάζουν τους προηγούμενους τρόπους διανομής
Κατά κανόνα οι κατασκευαστές, με εξαίρεση τη χώρα στην οποία έχουν την έδρα τους, ορίζουν σε
κάθε μια χώρα κράτος μέλος της ΕΕ έναν εισαγωγέα/προμηθευτή, ο οποίος λειτουργεί ως
χονδρέμπορος, ο οποίος και «κτίζει» το δίκτυο διανομής(Report on the Evaluation of Regulation
(EC) No. 1475/1995 on the application of Article 85(3) of the Treaty to certain categories of motor
vehicle distribution and servicing agreement, Brussels, 15.11.2000, COM (2000) 743 final nr.83 επ.).
Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι εισαγωγείς είναι εταιρίες, συμφερόντων των κατασκευαστών.
Το λιανεμπόριο αυτοκινήτων τελείται από έναν μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων-διανομέων μικρού ή
μεσαίου μεγέθους. Οι κατασκευαστές/εισαγωγείς συνήθως επιφυλλάσσουν σε αυτούς μια ορισμένη
ομάδα καταναλωτών, προς τους οποίους πωλούν χωρίς τη διαμεσολάβηση ενός διανομέα, κατά
κανόνα με μεγάλες εκπτώσεις (direct sales).
Το περιθώριο κέρδους των διανομέων κάθε μορφής είναι χαμηλό και συχνά συμπληρώνεται από
bonus που χορηγούν οι κατασκευαστές. Επιπλέον δραστηριότητες, όπως η πώληση μεταχειρισμένων
αυτοκινήτων και η διαμεσολάβηση στη χρηματοδότηση από τράπεζες (credit broking) ενισχύουν τα
έσοδά τους, ενώ η εξυπηρέτηση μετά την πώληση αποφέρει μεγαλύτερο κέρδος απ΄ ότι η πώληση
καινουργών αυτοκινήτων (Report on the Evaluation of Regulation (EC) No. 1475/1995 on the
application of Article 85(3) of the Treaty to certain categories of motor vehicle distribution and
servicing agreement, Brussels, 15.11.2000, COM (2000) 743 final nr. 95).
2. Οι επί μέρους αγορές ειδικότερα.
α. Στην παρούσα υπόθεση οι σχετικές αγορές είναι η αγορά διανομής επιβατικών αυτοκινήτων και η
αγορά ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων μπορεί να διαιρεθεί σε μια
πλειάδα κατηγοριών με προσανατολισμό στο βασικό κριτήριο της λειτουργικής εναλλαξιμότητας
(Ευρ. Επιτροπή Κατευθυντήριες Οδηγίες για τους κάθετους περιορισμούς του ανταγωνισμού, 2000
C 291/1 από 13.10.2000, αρ. 90 στον Καν. 1400/2002, Παράρτημα ΙΙ 322 επ.).
Καθοριστικοί παράγοντες είναι η τιμή πώλησης και το μήκος του αυτοκινήτου. Το μέγεθος του
κινητήρα, η ποιότητα και το γόητρο, διαδραματίζουν σχετικά μικρότερο ρόλο στην ταξινόμηση των
αυτοκινήτων στις διάφορες κατηγορίες.
Στη διανομή των ΙΧ αυτοκινήτων καθώς και των ανταλλακτικών τους προς τον τελικό καταναλωτή
η εναλλαξιμότητα εξαρτάται από την οπτική γωνία του αγοραστή. Αν ορισμένα αυτοκίνητα δεν
θεωρούνται ως εναλλάξιμα από τον τελικό καταναλωτή, θα θεωρούνται και κατά κανόνα ως μη
εναλλάξιμα και από τον ενδιάμεσο διανομέα
Είναι προφανές ότι από την πλευρά της ζήτησης π.χ τα πολύ μικρά αυτοκίνητα δεν είναι
υποκαταστήσιμα με αυτοκίνητα μεσαίας κατηγορίας ή πολυτελείας από πλευράς των
ενδιαφερομένων (ιδιωτικών πελατών, εμπορικών χρηστών επιβατικών αυτοκινήτων), δεν
αλληλοϋποκαθίστανται μεταξύ τους τα αυτοκίνητα των διαφόρων κατηγοριών, όταν λαμβάνονται



33
υπόψη τα χαρακτηριστικά τους κατά την επιλογή ενός αυτοκινήτου. Χαρακτηριστικά των
αυτοκινήτων mini είναι οι μικρές εξωτερικές διαστάσεις, ο μικρός κινητήρας, η σχετικά χαμηλή
τιμή αγοράς, το χαμηλό γόητρο και το γεγονός ότι συχνά προορίζονται ως δεύτερο αυτοκίνητο ή για
την κάλυψη μικρών αποστάσεων. Αντίθετα, τα μεσαία αυτοκίνητα έχουν μεγαλύτερες διαστάσεις
και ισχυρότερο κινητήρα ενώ η τιμή αγοράς τους όπως και η άνεση που προσφέρουν στην οδήγηση
είναι μεγαλύτερη.
Για τις αμέσως ανωτέρω κατηγορίες ισχύουν ανάλογα κριτήρια. Αυτοκίνητα ανώτερης κατηγορίας ή
πολυτελείας αγοράζονται από οδηγούς οι οποίοι θέλουν να καλύπτουν πολλές και μεγάλες
αποστάσεις με άνεση. Η τιμή, το γόητρο και η άνεση που προσφέρουν τα αυτοκίνητα αυτά είναι σε
κάθε περίπτωση ανώτερα σε σχέση με τις κατώτερες κατηγορίες αυτοκινήτων. Τα σπορ αυτοκίνητα,
είτε πρόκειται για coupe είτε για cabriolet, διαφέρουν από τα επιβατικά, πρώτον, εξαιτίας του
σχεδιασμού του αμαξώματος, και δεύτερον, εξαιτίας του ότι διαθέτουν μόνο δύο πόρτες. Συνεπώς,
από πλευράς πελάτη, η σχετική αγορά προϊόντος δεν καλύπτει το σύνολο της αγοράς των επιβατικών
αυτοκινήτων.
β. Από την αυτοκινητοβιομηχανία και τους αναλυτές της αγοράς, τα επιβατικά αυτοκίνητα
διαιρούνται παραδοσιακά σε κατηγορίες βάσει αντικειμενικών κριτηρίων όπως μήκος, τιμή, τύπος
αμαξώματος, ισχύς (ιδίως του κινητήρα), και γόητρο.
Συνήθως οι κατηγορίες έχουν ως εξής :
A´ Class = Mini
B´ Class = Super Mini
C´ Class = Lower Medium
C/ D´ Class = Upper Medium
D/ E´ Class = Executive
S´ Class = Sports Coupe
M´ Class = Multi Purpose
J´ Class = Sports Utilities
Οι παραδοσιακές κατηγορίες χρησιμοποιούνται ακόμη και από τη βιομηχανία αυτοκινήτου κατά την
εισαγωγή ενός αυτοκινήτου στην αγορά. (Βλέπε σχετ.απόφ. E.E IV/M 741 – Ford / Mazda, IV/M
416 BMV / Rover.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διακρίνει τις ακόλουθες εννέα κατηγορίες : Α: σούπερ μίνι, Β: μίνι (μικρά),
C: μεσαία, D: μεγάλα μεσαία, E: ανώτερη κατηγορία, F: πολυτελείας, S: σπόρ αυτοκίνητα, Μ:
πολλαπλών χρήσεων, J: οχήματα τύπου jeep (Κατευθυντήριες Οδηγίες στον Καν. 1400/2002
Παράρτημα (( 328 σημ. 196). Τη διάκριση αυτή υιοθετεί και η ΕΑ.



34
γ. Από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων, τα
μερίδια αγοράς τα έτη 2002 και 2001 αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία επιβατικών αυτοκινήτων της
εταιρίας ΧΙΟΥΝΤΑΙ έχουν ως ακολούθως :
Κατηγορία Είδος Αυτοκινήτου Μερίδιο αγοράς (%)
2002 2001
Α Hyundai Atos 30,19 34,37
Β Hyundai Getz 1,94
C Hyundai Excel
Hyundai Accent
0,00
9,88 13,36
D Hyundai Elantra
Hyundai Lantra
3,52 4,57
0,00
E Hyundai Sonata 0,24 0,03
MPV Hyundai Matrix 22,31 5,95
SP. COUPE Hyundai Coupe 40,11 21,14
J Hyundai Santafe 7,25
Από τα δημοσιευμένα στοιχεία του Συνδέσμου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων, τα
μερίδια αγοράς το έτος 2002 σε κάθε κατηγορία επιβατικών αυτοκινήτων της εταιρίας
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ (οχήματα KIA MOTORS) έχουν ως ακολούθως :
Κατηγορία Είδος Αυτοκινήτου Μερίδιο αγοράς (%)
C KIA MOTORS RIO
KIA MOTORS SEPHIA
KIA MOTORS SHUMA
2,19 0,71
0,42 0,22
0,00 0,41
4X4 ATV KIA MOTORS SPORTAGE
12,69 14,38
Από τα παραπάνω στοιχεία προκύπτει ότι, η εταιρία ΧΙΟΥΝΤΑΙ το έτος 2002 κατείχε αρκετά
υψηλό μερίδιο αγοράς σε δυο κατηγορίες επιβατικών αυτοκινήτων και συγκεκριμένα στην αγορά
των σπορ αυτοκινήτων το μερίδιο αγοράς ήταν 40,11% και στην Α κατηγορία το μερίδιο αγοράς
ήταν 30,19%.
Η δε εταιρία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ στην κατηγορία των σπορ αυτοκινήτων κατείχε ένα μερίδιο αγοράς
της τάξεως του 12,69% για το έτος 2002. Ωστόσο επειδή τα στοιχεία αυτά περιορίζονται σε δύο
μόνον έτη, δεν δύναται καταρχήν να δώσουν αξιόπιστα στοιχεία για το υπολογισμό του μεριδίου
στις ανωτέρω .



35
3. Γεωγραφική οριοθέτηση
Η γεωγραφική αγορά είναι η Ελλάδα, επειδή το δίκτυο διανομής των καταγγελομένων εταιριών
επεκτείνεται σε όλη την Ελλάδα. Παράλληλα εξακολουθούν να υφίστανται μεγάλες διαφορές
μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τα ανταγωνιστικά και υλικά χαρακτηριστικά της διανομής
επιβατηγών αυτοκινήτων (Ευρ. Επιτροπή αποφ. από 10.10.2001, υποθ. COMP 36.264 Mercedes
Benz, σκέψη 151). Η Ελλάδα είναι συγχρόνως και ζωτικό τμήμα της ΕΕ.
V. Νομική εκτίμηση
1. Βασικά χαρακτηριστικά του δικτύου των καταγγελλομένων
α. Οι καταγγελλόμενες εταιρίες δεν έχουν έγγραφες συμβάσεις. Ο «μονομερής» καθορισμός όρων
συναλλαγής με εγκυκλίους και προτροπές δεν συνεπάγεται όμως την έλλειψη συμφωνίας. Και τούτο
διότι σε όλες τις περιπτώσεις επήλθε σιωπηρή συμφωνία, εφόσον οι διανομείς συμμορφώθηκαν
ρητώς ή σιωπηρώς. Ως εκ τούτου σιωπηρώς επήλθε συμφωνία ή τροποποίηση της υπάρχουσας
προφορικής σύμβασης. Η Ευρ. Επιτροπή στην απόφαση VW διαπίστωσε ότι εγκύκλιοι και άλλες
προτροπές συνιστούν συμφωνίες με την έννοια του άρθρου 81 παραγρ.1 (Ευρ. Επιτροπή αποφ. από
28.1.1998, L 124 από 25.4.1998 σκέψη 128)). Στην απόφαση Ford το ΔΕΚ θεώρησε χωρίς
αμφιβολία την απόφαση του κατασκευαστή να σταματήσει την παράδοση οχημάτων σε γερμανούς
εμπόρους ως συμφωνία κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, επειδή εντασσόταν στις συμβατικές
σχέσεις προς τους διανομείς, ενώ συγχρόνως θα πρέπει να εκκινήσει κανείς από το ότι γενικώς οι
διανομείς συναινούν στην επιχειρηματική πολιτική του κατασκευαστή (ΔΕΚ αποφ. 17.9.1985, Συλλ.
1985, 2775 σκέψη 21). Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται στις αποφάσεις BMW (ΔΕΚ αποφ. από
24.10.1995, Συλλ 1995, I-3439 σκέψη 16) και VW (ΠΕΚ αποφ. από 6.7.2000, υποθ. Τ-62/98, Συλλ.
2000, ΙΙ 2707. σκέψη 236), διότι μια προτροπή ενός κατασκευαστή αυτοκινήτων δεν συνιστά μια
μονομερή πράξη αλλά συμφωνία, εφόσον γίνεται στο πλαίσιο διαρκών επιχειρηματικών σχέσεων, οι
οποίες υπόκεινται σε μια ήδη εκ των προτέρων συναφθείσα συμφωνία. Άλλωστε στην από
19.11.2001 επιστολή της η εταιρία ΧΙΟΥΝΤΑΙ (α΄ καταγγελλόμενη) καλεί την καταγγέλλουσα
εταιρία να τηρεί επακριβώς την πολιτική που τα δύο μέρη έχουν συμφωνήσει.
Το ότι οι εγκύκλιοι των καταγγελλομένων έχουν καταστεί τμήμα των συμβατικών σχέσεων προς
τους διανομείς τους αποδεικνύεται και από το ότι η παράβλεψή τους μπορεί να έχει σοβαρές
συνέπειες, οι οποίες φθάνουν μέχρι και αποκλεισμού από το δίκτυο (βλ. και απόφ Ευρ. Επιτροπής
από 19.10.2001, (2002/758/ΕΚ) σκέψεις 124, 129), πράγμα που άλλωστε επιβεβαιώνεται και από το
ανωτέρω αναφερόμενο αποδεικτικό υλικό. Συνεπώς το επιχείρημα των καταγγελλόμενων
επιχειρήσεων ότι δεν υφίσταται σύμβαση θα πρέπει να απορριφθεί. Σύμβαση υφίσταται ακόμα και
υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Ως εκ τούτου είναι περιττή η αναδρομή στο άρθρο 82 ΕΚ ή αντίστοιχα
στο άρθρο 2 ν. 703, η συνδρομή του οποίου με βάση τα ανωτέρω μερίδια αγοράς δεν θα
αποκλειόταν πλήρως.



36
Η παρούσα προβληματική είναι ανεξάρτητη από την αστική διάσταση του θέματος δηλ. από το
γεγονός ότι ο διανομέας ο οποίος «εσύρθη» σε μια απαγορευμένη σύμπραξη, ενδέχεται να έχει
αξίωση αποζημίωσης κατά του παραγωγού κατά ΑΚ 914, 919 (ΔΕΚ αποφ. από 20/9/2001, υποθ. C-
453/99, Συλλ. 2001, Ι 6297 Crehan and Courage= ΔΕΕ 2002, 183). Για το λόγο αυτό δεν ασκεί
έννομη επιρροή το γεγονός ότι σε μια απαγορευμένη σύμπραξη συμφώνησε και ο καταγγέλλων ούτε
ανοίγεται πεδίο εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση του άρθρου 281 ΑΚ.
β. Οι διανομείς/αντιπρόσωποι επιλέγονται από τις καταγγελλόμενες με ποιοτικά κριτήρια και
ποσοτικά, έτσι ώστε να περιορίζεται ο αριθμός των διανομέων (επιστολή α΄ καταγγελλόμενης
ΧΙΟΥΝΤΑΙ από 11.12.2003). Εδώ ανήκει η υποχρέωση του διανομέα/αντιπροσώπου να απασχολεί
ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό, να παρέχει εξυπηρέτηση μετά την πώληση (after sales service)
σύμφωνα με ορισμένες ποιοτικές προδιαγραφές, η ύπαρξη αυτοκινήτων test drive, ορισμένο
απόθεμα προϊόντων/ανταλλακτικών και βεβαίως να έχει ορισμένους ειδικά διαρρυθμισμένους
χώρους προς έκθεση των προϊόντων (βλ. έγγραφο α΄ καταγγελλόμενης «Η νέα εμπορική πολιτική
ανταλλακτικών» με τις προϋποθέσεις συνεργατών ΧΙΟΥΝΤΑΙ). Τα ποιοτικά αυτά κριτήρια
πληρούσε η καταγγέλλουσα εταιρία.
Όμως σε ένα σύστημα που βασίζεται σε αυστηρώς ποιοτικά κριτήρια ο προμηθευτής είναι
υποχρεωμένος να εντάξει στο δίκτυο κάθε επιχείρηση που εκπληρώνει τα κριτήρια αυτά, χωρίς να
προβεί σε διακρίσεις. Ισχύει η αρχή της ίσης μεταχείρισης ως προς την είσοδο, παραμονή και έξοδο
από ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής του οποίο βασίζεται σε αμιγώς ποιοτικά κριτήρια.
Πολλές φορές όμως προκειμένου ο προμηθευτής ή γενικός εισαγωγέας να μειώσει ακόμη
περισσότερο τον αριθμό των «επισήμων» διανομέων εφαρμόζει πλέον των ποιοτικών κριτηρίων και
ποσοτικά κριτήρια. Σκοπός του είναι η δημιουργία μιας στενής συνεργασίας μεταξύ κατασκευαστή
και διανομέα, με αποτέλεσμα τη τεχνητή μείωση της ζήτησης. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται
ένα σύστημα ποσοτικής επιλεκτικής διανομής. Κατά τον Καν. 1400/2002 στοιχ. ζ) είναι «το
σύστημα επιλεκτικής διανομής στο οποίο ο προμηθευτής χρησιμοποιεί για την επιλογή των
διανομέων ή επισκευαστών κριτήρια που περιορίζουν άμεσα τον αριθμό τους». Τέτοια κριτήρια
είναι λχ ο αριθμός των διανομέων (dealers) στην ίδια συμβατική περιοχή ή η επιβολή στόχων
πώλησης (quantitative sales target). Επιτρέπεται η εισδοχή στο σύστημα εκείνων των διανομέων οι
οποίοι είτε διαθέτουν στους καταναλωτές ορισμένες ελάχιστες ποσότητες ή μπορεί να εγγυηθούν
ένα ορισμένο κύκλο εργασιών (turnover clause). Ως αποτέλεσμα αυτών των διπλών κριτηρίων κάθε
κατασκευαστής αυτοκινήτων έχει μεγάλη διακριτική ευχέρεια ως προς το πώς θα οργανώσει το
δίκτυο διανομής, ιδιαίτερα ως προς το μέρος που ο διανομέας θα δραστηριοποιηθεί (συμβατική
περιοχή) και ως προς τον αριθμό εκείνων που θα ανήκουν στο δίκτυο. Και οι δύο κατηγορίες
ποιοτικών και ποσοτικών κριτηρίων επιλέγονται με γνώμονα το συμφέρον του κατασκευαστή, ήτοι
κατά πόσον εξυπηρετούν και εντάσσονται στη γενικότερη πολιτική marketing που έχει υιοθετήσει.
Το δίκτυο των καταγγελλομένων επιχειρήσεων ανταποκρινόταν σε αυτά τα κριτήρια, πράγμα που
στηρίζεται μεταξύ άλλων στους στόχους πωλήσεων (διαρκές σύστημα στοχοθέτησης) που ετίθεντο
από τον εισαγωγέα/προμηθευτή, α΄ και β΄ καταγγελλόμενη εταιρία. Από πουθενά δεν αποδείχθηκε



37
ότι οιοσδήποτε πληρεί τα ποιοτικά κριτήρια μπορεί να γίνει μέλος του δικτύου διανομής, πράγμα
άλλωστε μη ορθολογικό για τον κλάδο των αυτοκινήτων. Επιπλέον οι αντιπρόσωποι/διανομείς είχαν
ορισμένες γεωγραφικές περιοχές δραστηριότητάς του, υπό τον όρο της αποκλειστικότητας, εκ των
πραγμάτων. Μόνον υπό τον όρο αυτό η καταγγέλλουσα εταιρία και άλλα μέλη του δικτύου τους
ήταν πρόθυμες να προβούν στις μεγάλες επενδύσεις που απαιτούντο από τις καταγγελλόμενες στην
παρουσίαση, διαφήμιση κλπ και στην τήρηση των προδιαγραφών σε «κτιριακό, μηχανολογικό
εξοπλισμό, οργάνωσης-διαχείρισης τελικού πελάτη σύμφωνα με τα standards και την έγκριση της
ΧΙΟΥΝΤΑΙ (έγγραφο α’ καταγγελλόμενης «εμπορική πολιτική ανταλλακτικών») αλλά και στο
«αρχικό απόθεμα ανταλλακτικών». Ομοίως, το γεγονός ότι η στοχοθέτηση απέκλειε εκ των
πραγμάτων την πώληση ανταγωνιστικών σημάτων (brands) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το σύστημα
διανομής λειτουργούσε κατά κανόνα με αποκλειστικές γεωγραφικές περιοχές. Άλλωστε παρά την
έλλειψη εγγράφων συμβάσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως αποδείχθηκε και από την
ακροαματική διαδικασία ότι κάθε αντιπρόσωπος/διανομέας, είχε μια ορισμένη συμβατική περιοχή
αποκλειστικής δραστηριότητας. Η έλλειψη εγγράφων συμβάσεων δεν μπορεί να στηρίξει την
έλλειψη μιας σταθερής γεωγραφικής περιοχής πωλήσεων, όπως ισχυρίζονται οι καταγγελλόμενες.
Άλλωστε τούτο αποδεικνύεται και από την από 19/11/2001 εγκύκλιο (η νέα εμπορική πολιτική
τιμών) της εταιρίας ΧΙΟΥΝΤΑΙ, που η α΄ καταγγελλόμενη απαγορεύει σε όλους τους συνεργάτες τη
«χονδρική πώληση ανταλλακτικών σε περιοχές πέραν του νομού τους (βάση έδρας πελάτη)».
Επιπλέον η στοχοθέτηση και η πρακτική των «εγκυκλίων» και των απαγορεύσεων που
ακολουθούσαν οι καταγγελλόμενες, συνήθης πρακτική στον κλάδο των αυτοκινήτων, δείχνουν ότι
επιδίωκαν να διατηρήσουν τον πλήρη και αδιάλειπτο έλεγχο επί του δικτύου τους. Τούτο όμως δεν
είναι δυνατόν σε ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής με καθαρά ποιοτικά κριτήρια, όπου κάθε ένας
που πληρεί τα κριτήρια αυτά μπορεί να εισέλθει χωρίς άλλες προϋποθέσεις ή ποιοτικά κριτήρια και
τελικώς ο αριθμός των διανομέων αλλά και των συνεργείων μπορεί να είναι απεριόριστος. Τέτοια
συστήματα όμως δεν εφαρμόζονται στον κλάδο του αυτοκινήτου. Δίκτυα με αποκλειστικό και
επιλεκτικό χαρακτήρα μπορούν να θεωρηθούν δικαίως στον τομέα του αυτοκινήτου ότι λειτουργούν
εξορθολογιστικά και είναι ως εκ τούτου απαραίτητα. Και τούτο, επειδή τα αυτοκίνητα είναι διαρκή
καταναλωτικά, αγαθά με μακρά περίοδο ζωής, τα οποία σε μη τακτά χρονικά διαστήματα και όχι
πάντα στον ίδιο τόπο χρειάζονται εξειδικευμένη συντήρηση και επισκευή. Για το λόγο αυτό οι
κατασκευαστές αυτοκινήτων συνεργάζονται με επιλεγμένους διανομείς και συνεργεία για να
εξασφαλίσουν υπηρεσίες που προσαρμόζονται στον εκάστοτε τύπο και σήμα οχήματος. Αυτή η
συνεργασία δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί σε έναν απεριόριστο αριθμό εμπόρων και συνεργείων
ήδη εκ λόγων αποτελεσματικότητας και οικονομίας (Ευρ. Επιτροπή σκέψη 4 Καν. 1475/1995).
γ. Με τα δεδομένα αυτά τα δίκτυα διανομής των καταγγελλομένων επιχειρήσεων υπάγονται στην
εμβέλεια του Καν. 1475/1995, η ισχύς του οποίου έληξε την 30.9.2003. Ο Κανονισμός αυτός έχει
ήδη αντικατασταθεί από το διάδοχο Καν. 1400/2002, ο οποίος δεν εφαρμόζεται στις υπό κρίση
υποθέσεις, αλλά η αναφορά σε αυτόν παρέχει χρήσιμο ερμηνευτικό υλικό για την εξέταση τους. Ο
Καν. 1475/1995 ορίζει ότι το άρθρο 81 (πρώην 85 ΣυνθΕΚ) κηρύσσεται υπό τις προϋποθέσεις που
καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, ανεφάρμοστο στις συμφωνίες στις οποίες συμμετέχουν δύο



38
μόνον επιχειρήσεις και στις οποίες ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει έναντι του άλλου την
υποχρέωση να προμηθεύει μέσα σε συγκεκριμένο τμήμα της κοινής αγοράς
(1) μόνον αυτόν, ή
(2) μόνον αυτόν και ορισμένο αριθμό επιχειρήσεων του δικτύου διανομής….». Συνεπώς υπό το
πεδίο εφαρμογής του υπάγεται σύμβαση αποκλειστικής διανομής (1) και σύμβαση επιλεκτικής
διανομής με ποσοτικά κριτήρια (2).
Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να κριθούν οι ακόλουθες πράξεις:
(i) «Μονομερής» καθορισμός των στόχων πώλησης και δίμηνοι στόχοι πωλήσεων (α΄ και β΄
καταγγελλόμενες)
(ii) δέσμευση της τιμής πώλησης των αξεσουάρ, τα οποία τα μέλη του δικτύου αγόραζαν από την
καταγγελλόμενη προς το σκοπό μεταπώλησης (β’ καταγγελλόμενη)
(iii) δέσμευση της τιμής τοποθέτησης των αξεσουάρ (α΄ και β΄ καταγγελλόμενες) και καθορισμός
εργατοώρας για παροχή υπηρεσιών επισκευής ( β΄ καταγγελλόμενη)
(iv) χρηματοδότηση μέσω καταναλωτικών δανείων από ορισμένες τράπεζες (α´ καταγγελλόμενη)
Όσον αφορά το θέμα των συνιστωμένων ή επιβαλλομένων τιμών ανταλλακτικών και επισκευών, που
προέκυψε κατά την ακροαματική διαδικασία και από τα προσκομισθέντα στοιχεία, καλείται η
Γραμματεία να συνεχίσει την έρευνα και να υποβάλλει συμπληρωματική εισήγηση στην Επιτροπή.
Τέλος, όσον αφορά το θέμα της υποχρεωτικής ασφάλισης των αυτοκινήτων που μεταπωλούσε η
καταγγέλλουσα με χρηματοδότηση, σε εταιρία του ομίλου Δάβαρη (γ΄καταγγελλόμενη), θα
παραπεμφθεί στην Επιτροπή Ανταγωνισμού σε ιδιαίτερη συζήτηση στα πλαίσια εξέτασης υπόθεσης
που αφορά την ασφάλιση των αυτοκινήτων.
2. Κανονισμοί ομαδικής απαλλαγής
Οι Κανονισμοί Ομαδικής Απαλλαγής είναι νομοθετικές πράξεις της Κοινότητας.
Δεσμεύουν ως προς όλα τα μέρη τους και έχουν άμεση εφαρμογή σε κάθε κράτος μέλος
Εξ αυτού συνάγεται ότι κάθε εθνικό δικαστήριο και κάθε εθνική αρχή ανταγωνισμού οφείλει να τους
εφαρμόζει. Τούτο ισχύει ακόμα και αν οι εθνικές αρχές θεωρούν ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η
σύμβαση που υπάγεται στο σχετικό Κανονισμό Ομαδικής Απαλλαγής, επενεργεί περιοριστικά στον
ανταγωνισμό (ΠΕΚ αποφ. απόφ 9.7.1992, Συλλ. 1992, II 1995, 2011 σκέψη 45 Publishers



39
Association/Kommission). Αρα δεν δικαιούνται να ελέγξουν αν πληρούνται οι προϋποθέσεις
εφαρμογής του άρθρου 81 παραγρ.1 ΕΚ και βεβαίως κατά μείζονα λόγο του άρθρου 81 παραγρ.3.
Ως αμέσως ισχύον κανονιστικό κείμενο ο Κανονισμός Ομαδικής Απαλλαγής κατισχύει έναντι
διατάξεων του εθνικού δικαίου.
Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του κάθε Κανονισμού Ομαδικής Απαλλαγής, οι περιορισμοί
που εισάγονται με τις σχετικές συμβάσεις διανομής, μεταφοράς τεχνολογίας, franchising κοκ
απαλλάσσονται «αυτομάτως» από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 παραγρ. 1. Ομοίως δεν
επέρχεται η (μερική) ακυρότητα του άρθρου 81 παραγρ.2 (ΔΕΚ αποφ. από 12.12.1986, Συλλ. 1986,
4087 σκέψη 10 VAG France).
Αν ο αντιπρόσωπος αναλαμβάνει μια πλειάδα οικονομικών κινδύνων, αν συμμετέχει σε μεγάλο
βαθμό στον τιμολογιακό κίνδυνο των προϊόντων που ο ίδιος πωλεί (Ευρ. Επιτροπή απόφ από
10.10.2001, υποθ. COMP 36.264 Μercedes Benz (2002/758/EK) σκέψη 155), τότε πρόκειται για
μη γνήσια σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία υπάγεται στον έλεγχο του άρθρου 81
παραγρ.1 και συνεπώς στους σχετικούς Κανονισμούς Ομαδικής Απαλλαγής (Καν. 1475/1995,
1400/2002). Συνεπώς κατά την άποψη της Ευρ. Επιτροπής κριτήριο είναι κατά πόσον ο εμπορικός
αντιπρόσωπος αναλαμβάνει χρηματοοικονομικούς και επιχειρηματικούς κινδύνους. Τούτο κρίνεται,
όπως αναφέρει και η ίδια η Επιτροπή, «κατά περίπτωση και με βάση την οικονομική
πραγματικότητα της σχέσης μάλλον παρά με βάση τη νομική μορφή της» (Κατευθυντήριες οδηγίες
για τους κάθετους περιορισμούς αρ. 16). Κρίσιμη λοιπόν είναι μια λειτουργική, οικονομική
προσέγγιση και όχι ο νομικός χαρακτηρισμός των μερών ή της σύμβασης αντικειμενικά με βάση το
ιδιωτικό δίκαιο. Ωστόσο οι χαρακτηριστικές υποχρεώσεις και δικαιώματα των μερών, όπως
αποτυπώνονται στη συγκεκριμένη σύμβαση και λειτουργούν στην πρακτική οικονομική ζωή της
συγκεκριμένης οικονομικής σχέσης αποδίδουν τους κινδύνους και την κατανομή τους στα μέρη.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες για τους κάθετους περιορισμούς (άρ. 14.) διακρίνουν δύο μορφές
κινδύνου τους οποίους η Ευρ. Επιτροπή θεωρεί ουσιώδεις για να αξιολογηθεί ο γνήσιος ή μη
χαρακτήρας μιας σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας με βάση το άρθρο 81 παραγρ.1. Πρώτον
είναι οι κίνδυνοι οι οποίοι συνδέονται .άμεσα ή έμμεσα με τις συμβάσεις που συνάπτει ή
διαπραγματεύεται ο αντιπρόσωπος για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, όπως η
χρηματοδότηση των αποθεμάτων. Δεύτερον, υπάρχουν οι κίνδυνοι που σχετίζονται με επενδύσεις
που αφορούν ορισμένη αγορά (market-specific investments). Πρόκειται για επενδύσεις που
απαιτούνται από τη συγκεκριμένη μορφή δραστηριότητας για την οποία έχει συναφθεί η σύμβαση
αντιπροσωπείας προκειμένου ο αντιπρόσωπος να είναι σε θέση να ασκήσει τη δραστηριότητά του.
Κατ’ αποτέλεσμα είναι οι επενδύσεις στις οποίες προβαίνει ο αντιπρόσωπος/διανομέας προκειμένου
να φέρει εις πέρας το εγχείρημα της διανομής. Αρα συνέχονται άμεσα με τη διανομή των προϊόντων
ή των υπηρεσιών, όπως λχ ειδικές μηχανές επισκευής, συντήρησης, ειδική ενδυμασία και
διαμόρφωση του χώρου σύμφωνα με τις επιθυμίες και την εικόνα του “σήματος”, επενδύσεις σε
χώρο ειδικά διαρρυθμισμένο, ειδική εκπαίδευση του προσωπικού. Σε αυτές δεν περιλαμβάνονται
γενικές επενδύσεις λχ τηλεφωνικό κέντρο, έπιπλα, αυτοκίνητα, οι οποίες δεν έγιναν αποκλειστικά με
σκοπό τη διανομή των συγκεκριμένη προϊόντων ή την προσφορά των συγκεκριμένων υπηρεσιών.



40
Είναι συνήθως μη ανακτήσιμες, αν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλες δραστηριότητες ή να
πωληθούν παρά μόνο με σημαντική ζημία κατά την εγκατάλειψη του συγκεκριμένου τομέα
δραστηριοτήτων που αφορά η επένδυση(sunk costs).
Aν ο αντιπρόσωπος δεν φέρει «κανέναν ή ασήμαντο μόνον κίνδυνο», πρόκειται για γνήσια σύμβαση
αντιπροσωπείας η οποία εκφεύγει από το άρθρο 81 παραγρ. ΕΚ (Κατευθυντήριες οδηγίες αρ. 15). Ο
αντιπρόσωπος δεν ασκεί ανεξάρτητη οικονομική δραστηριότητα, αφού ο παραγωγός φέρει τους
σχετικούς χρηματοοικονομικούς κινδύνους. Στην αντίθετη περίπτωση η σύμβασης εμπορικής
αντιπροσωπείας θεωρείται μη γνήσια σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας και μπορεί να εμπίπτει
στο άρθρο 81 παραγρ.1 ΕΚ. Η Επιτροπή αναφέρει μια πλειάδα χαρακτηριστικών κινδύνων, με μη
αποκλειστική απαρίθμηση (Αρ. 16 και 17), όπως λ.χ. διατήρηση με κόστος του αντιπροσώπου
αποθεμάτων, συμπεριλαμβανομένου του κόστους χρηματοδότησης και απώλειας των
εμπορευμάτων, έλλειψη υποχρέωσης να επενδύσει στην προώθηση των εμπορευμάτων, έλλειψη
υποχρέωσης ειδικών για την αγορά επενδύσεων σε εξοπλισμό εγκαταστάσεις ή εκπαίδευση του
προσωπικού, μη δημιουργία ή χρησιμοποίηση υπηρεσίας εξυπηρέτησης μετά την πώληση,
υπηρεσίας παροχής επισκευής ή παροχής εγγύησης εκτός αν ο αντιπροσωπευόμενος καλύπτει όλα τα
σχετικά έξοδα κλπ. Από τους κινδύνους αυτούς εξαιρούνται γενικοί κίνδυνοι, όπως η επιτυχία του
ως αντιπροσώπου ή οι γενικές επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και προσωπικό για παράδειγμα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αντιπρόσωποι του δικτύου διανομής των καταγγελλομένων
εταιριών λαμβάνουν προμήθεια για την πώληση κάθε αυτοκινήτου, η δε τιμολόγηση γίνεται
κατευθείαν στον πελάτη από τις καταγγελλόμενες εταιρίες. Εντούτοις οι διανομείς των
καταγγελλομένων επιχειρήσεων φέρουν σημαντικούς κινδύνους. Ειδικότερα, η καταγγέλλουσα
εταιρεία μεταξύ άλλων κατασκεύασε πολυτελείς χώρους έκθεσης, συνεργείου αυτοκινήτων και
τηρούσε αποθήκη ανταλλακτικών. Οι ανωτέρω επενδύσεις ενέχουν σημαντικό επενδυτικό κίνδυνο
για την καταγγέλλουσα, έτσι ώστε η συγκεκριμένη σύμβαση διανομής, κρίνεται από την Επιτροπή
ότι συνιστά μη γνήσια σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, υπαγόμενη στον έλεγχο του άρθρου 81
παραγρ.1 ΕΚ και του άρθρου 1 παραγρ.1 ν. 703/77.
3. Υπαγωγή της υπό κρίση περίπτωσης στον Καν. 1475/1995.
O Κανονισμός 1475/1995 αποσκοπεί όχι μόνο στην προστασία του ανταγωνισμού ως θεσμού, αλλά
και στην προστασία των συμμετεχόντων στη διαδικασία διανομής αυτοκινήτων, εξισορροπώντας τα
συμφέροντα προμηθευτών και των εξαρτημένων από αυτούς διανομέων. Η εξισορρόπηση αυτή
πραγματοποιείται με την παροχή μεγαλύτερης ελευθερίας και συναλλακτικής αυτονομίας στους
διανομείς σε σχέση μ’ αυτήν που διέθεταν προηγούμενα έναντι των παραγωγών και εισαγωγέων
αυτοκινήτων
Ειδικότερα ο Κανονισμός 1475/1995 αλλά και ο ισχύων Καν. 1400/2002 επιδίωκε μια πλειάδα
στόχων: (Report on the Evaluation of Regulation (EC) No. 1475/1995 on the application of Article
85(3) of the Treaty to certain categories of motor vehicle distribution and servicing agreement,
Brussels, 15.11.2000, COM (2000) 743 final nr 46 επ.),



41
Οι στόχοι αυτοί είναι κατά την Ευρ. Επιτροπή:
· η εγγύηση ενός αποτελεσματικού ενδοσηματικού (intrabrand) και διασηματικού (interbrand)
ανταγωνισμού
· η ενίσχυσης της ανταγωνιστικής θέσης και της ανεξαρτησίας των διανομέων αυτοκινήτων
(σκέψη 17 Καν. 123/1985 και 1475/1995).
· η προστασία του ανταγωνισμού στην αγορά των υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των
καταναλωτών προς όφελος τόσο των παραγωγών ανταλλακτικών όσο και των ανεξάρτητων
συνεργείων επισκευής/συντήρησης
· ενίσχυσης της θέσης των καταναλωτών στην ενιαία αγορά.
α. Ακυρότητα της καταγγελίας της εμπορικής συνεργασίας
Η από 25.7.02 εξώδικος δήλωση – καταγγελία με την οποία η α΄ των καθών κατήγγειλε μετά την
προειδοποιητική προθεσμία 3μήνου την μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, χωρίς να επικαλείται την
ύπαρξη οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου είναι άκυρη, δεδομένου ότι αν η καταγγελία αυτή ήθελε
θεωρηθεί ως τακτική, προσκρούει στο άρθρο 5 παραγρ. 2 του Κανονισμού 1475/1995 και άρθρο 3
παραγρ. 5β του Κανονισμού 1400/2002 που απαιτεί προθεσμία προειδοποίησης τουλάχιστον 2 ετών,
η οποία μπορεί να μειωθεί υπό προϋποθέσεις σε ένα έτος, αν δε ήθελε θεωρηθεί ως έκτακτη, είναι
άκυρη, ενόψει του ότι δεν επικαλείται καν, ότι προβαίνει σε έκτακτη καταγγελία για συγκεκριμένο
σπουδαίο λόγο (έστω και μη αναφερόμενο) ούτε δε μπορεί να θεωρηθεί ως νόμιμος λόγος
καταγγελίας, ο το πρώτον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επικληθείς λόγος της μη
επίτευξης του μονομερώς τεθέντος ποσοτικού στόχου, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν. Ο χρόνος
καταγγελίας τον οποίο θέτει ο κοινοτικός νομοθέτης έχει σκοπό να προστατεύσει το διανομέα, να
αυξήσει το περιθώριο της επιχειρηματικής ελευθερίας του, να μειώσει την εξάρτηση από τον
προμηθευτή και να τον βοηθήσει να αποσβέσει τις επενδύσεις στις οποίες προέβη (αιτιολογική
σκέψη 19 Καν. 1475/1995). Επίσης και οι δυο κανονισμοί προβλέπουν μνεία των λόγων
καταγγελίας, για να αποκλείσουν δυνατότητα αυθαιρεσίας του προμηθευτή (αιτιολ. σκέψη 9 Καν.
1400/2002, άρθρο 3 παραγρ.4 το οποίο επιτάσσει να μνημονεύονται «λεπτομερείς, αντικειμενικοί,
διαφανείς λόγοι καταγγελίας). Η σύμβαση η οποία δεν έχει το απαιτούμενο αυτό ελάχιστο
περιεχόμενο δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής (άρθρο 5 παραγρ.1 και 2, αιτιολ. σκέψη 19 Καν.
1475/1995, άρθρο 3 παραγρ. 5 Καν. 1400/2002).
Ως εκ τούτου φαίνεται ότι οι σχετικές ρυθμίσεις των Κανονισμών αυτών έχουν μεν περιεχόμενο
αστικού δικαίου, εξυπηρετούν όμως σαφώς σκοπούς του δικαίου κατά των περιορισμών του
ανταγωνισμού. Επιδιώκουν να μειώσουν την εξάρτηση του διανομέα από τον κατασκευαστή και να
διευκολύνουν τους «ελεύθερους» από το 81 παραγρ.1 ΕΚ περιορισμούς του ανταγωνισμού. H
προστασία του ασθενέστερου μέρους δεν είναι επιδίωξη των Κανονισμών. Είναι αντανακλαστική
συνέπεια του διπλού σκοπού του δικαίου του ανταγωνισμού, προστασίας του ανταγωνισμού ως
θεσμού και της ελευθερίας των ανταγωνιστών στην αγορά, άρα προστασία όχι μόνον δημοσίων
αλλά και ιδιωτικών συμφερόντων. Αρα οι προθεσμίες καταγγελίας που αναφέρουν και οι δύο
Κανονισμοί δεν έχουν ως κύριο σκοπό την προστασία των επενδύσεων –τούτη είναι



42
αντανακλαστικό αποτέλεσμα- αλλά την προστασία του ανταγωνισμού. Για το λόγο αυτό είναι
αδιάφορο αν ο διανομέας στη συνέχεια μπόρεσε ή μη να αποσβέσει τις επενδύσεις του.
Περαιτέρω συνιστά η διαφορετική προθεσμία προμήνυσης για την επέλευση των αποτελεσμάτων
της καταγγελίας, τρίμηνο για την καταγγέλλουσα, εξάμηνο για τις λοιπές εταιρίες του δικτύου,
διακριτική μεταχείριση κατ’ άρθρο 1 παρ. 1. Επισημαίνεται ότι υπό το σύστημα επιλεκτικής
διανομής με αποκλειστικές περιοχές που χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί η καταγγελλόμενη
εταιρία ισχύει η αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης. Όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να εκπληρούν τα
αυτά κριτήρια ως προς την εισδοχή στο σύστημα διανομής, στους όρους λειτουργίας του, εξοπλισμό,
τοποθέτηση των προϊόντων. Τα ίδια κριτήρια ισχύουν και για την παραμονή και έξοδο τους από το
σύστημα διανομής. Έτσι λ.χ. αντιβαίνει στην αρχή της απαγόρευσης διακρίσεων που διέπει κάθε
σύστημα επιλεκτικής διανομής η εφαρμογή διαφορετικού χρόνου καταγγελίας για τον ίδιο λόγο.
Αυτό ισχύει και όταν ο προμηθευτής αναδιαρθρώνει το δίκτυο του. Η καταγγελία που γίνεται
συνεπώς κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης θα πρέπει να θεωρηθεί ως άκυρη τόσο στο
πλαίσιο του Καν. 1475/1995 όσο και του Κανονισμού 1400/2002 αλλά και κατά το άρθρο 81
παραγρ. 1 ΕΚ και το άρθρο 1 παραγρ. 1 ν. 703.
Επισημαίνεται ότι οι ρήτρες αυτές δεν απαιτείται να έχουν αποτελέσει αντικείμενο γραπτής ή
προφορικής συμβάσεως, αλλά αρκεί ότι συνιστούν περιεχόμενο ή έστω πλαίσιο του ευρύτερου
συντονισμού και πρακτικής συνεργασίας μεταξύ των μερών όπως αυτή αποτυπώνεται και στη
σχετική αλληλογραφία μεταξύ τους. Τόσο το άρθρο 81 ΕΚ όσο και οι Κανονισμοί Ομαδικής
Απαλλαγής δεν προβλέπουν τύπο για τη σύναψη συμβάσεων που περιέχουν όρους περιοριστικούς
του ανταγωνισμού. Εφόσον μια σύμβαση πληρεί τις προϋποθέσεις ενός Κανονισμού, τότε επέρχεται
η έννομη συνέπεια της απαλλαγής, ακόμα αν η σύμβαση έχει συναφθεί προφορικά. Σε αυτό
συνηγορεί ότι πολλοί Κανονισμοί εφαρμόζονται και σε εναρμονισμένη πρακτική (ενδεικτικά άρθρο
1 παραγρ. 1 στοιχ. γ) Καν. 1400/2002 υπό την έννοια της κάθετης συμφωνίας περιλαμβάνονται και
οι εναρμονισμένες πρακτικές, το ίδιο και ο Καν. 2790/1999 (άρθρο παραγρ. 1, βλ. και τη γενική
διάταξη του άρθρου παραγρ. 1 Καν. 1965).
Κατ’ αρχήν πρέπει να εξετασθεί κατά πόσον οι υπό κρίση ρήτρες είναι συμβατές με τον μέχρι
30.9.2002 ισχύσαντα Κανονισμό 1475/1995, δεδομένου ότι η καταγγελία της σύμβασης
πραγματοποιήθηκε στις 25.7.2002. Μόνον εφόσον δεν επεμβαίνει ο Καν. 1475/1995, θα πρέπει στη
συγκεκριμένη περίπτωση να διερευνηθεί αν υπάρχει παράβαση του άρθρου 81 παραγρ.1 ΕΚ και στη
συνέχεια η δυνατότητα χορήγησης ατομικής απαλλαγής (Κατευθυντήριες Οδηγίες για τους κάθετους
περιορισμούς του ανταγωνισμού αρ 120).
β. Οι μονομερώς ανακοινούμενοι στους διανομείς ποσοτικοί στόχοι.
Ο καθορισμός ενός ελάχιστου ποσοτικού στόχου που έχει ως σκοπό την καταβολή της μεγαλύτερης
δυνατής προσπάθειας ή της ενεργοποίησης εκ μέρους των εμπόρων για την επίτευξη συγκεκριμένης
στοχοθέτησης δεν μπορεί κατ’ αρχήν, από το πρίσμα των κανόνων και γενικών ρητρών του αστικού
δικαίου να θεωρηθεί ως μια μεμπτή ή καταχρηστική πρακτική.



43
Αν όμως ιδωθεί η πρακτική αυτή από τη σκοπιά των κανόνων του ανταγωνισμού η εικόνα μπορεί να
διαφέρει, ιδιαίτερα όταν η στοχοθέτηση συνδυάζεται με την υποχρέωση του εμπόρου ενός
επιλεκτικού, αποκλειστικού συστήματος, είτε να προμηθεύεται τα προς επίτευξη του στόχου
απαιτούμενα αγαθά από την επιβάλλουσα το στόχο επιχείρηση ή τον υποδεικνυόμενο απ’ αυτήν είτε
να τα διαθέτει επ’ ονόματι και για λογαριασμό της, φέροντας όχι ασήμαντο κίνδυνο ως προς τη
σύμβαση που συνάπτει. Είναι σαφές ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η συγκέντρωση των
προμηθειών του εμπόρου σε ένα συγκεκριμένο προϊόν (σήμα), και αποτρέπεται αυτός από το να
αξιοποιήσει τη δυνατότητά του να προμηθεύεται και διαθέτει και προϊόντα άλλων σημάτων
(interbrand competition) ή να διαμεσολαβεί κατά τη διάθεσή τους στα πλαίσια μη γνήσιας εμπορικής
αντιπροσωπείας. Όσο δε πιο ψηλή είναι η στοχοθέτηση, τόσο περισσότερο περιορίζεται η ευχέρεια
του να επιλέγει άλλα προϊόντα και στεγανοποιείται η σχετική αγορά κατά τρόπο αντιβαίνοντα προς
τον Κανονισμό 1400/2002, ο οποίος επιβάλλει ως αναγκαίο όρο για την εξαίρεση ενός δικτύου
διανομής την ύπαρξη πραγματικής δυνατότητας των εμπόρων να πωλούν σήματα ανταγωνιστικών
προμηθευτών. Δεδηλωμένος στόχος του Καν. 1475/1995 αλλά και του διαδόχου του (1400/2002)
είναι η ενθάρρυνση του διανομέα να διανέμει περισσότερες μάρκες (multi marketing dealerships)
(Ευρ. Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν. 1475/1995, ερώτημα 8 σελ. 14). Ο
προσδιορισμός στόχων με τον ανωτέρω περιγραφέντα τρόπο και συνθήκες έμμεσα περιορίζει τη
δυνατότητα αυτή του διανομέα, η οποία απαγορεύεται ευθέως από τον Κανονισμό (Ευρ. Επιτροπή,
Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν. 1475/1995, ερώτημα 8 σελ. 14).
Εξάλλου, στην περίπτωση αυτή η δέσμευση αγοράς από τον προμηθευτή, παρεμποδίζει τις
αμοιβαίες συναλλαγές (διαγώνιες πωλήσεις, cross supplies) μεταξύ των εμπόρων ενός συστήματος
επιλεκτικής διανομής, περιοριζόμενης έτσι άμεσα ή έμμεσα, της ελευθερίας των διανομέων να
προμηθεύονται από άλλες επιχειρήσεις του δικτύου προϊόντα της συμφωνίας ή αντίστοιχα προϊόντα
(άρθρο 6 παραγρ. 1 εδ. 9 Κανονισμός 1475/1995).
Οι δικαιοπολιτικές αυτές σταθμίσεις βρήκαν έρεισμα και στους δύο Κανονισμούς γι’ αυτό και ήδη
στον 1475/1995 αντιμετωπίζεται με μεγάλη επιφύλαξη η ποσοτική στοχοθέτηση, έτσι ώστε για να
θεωρηθεί αυτή ως έγκυρος όρος πρέπει απαραιτήτως να καθορίζεται αυτή από κοινού από τα μέρη
κατ’ έτος και επιπλέον πρέπει να προβλέπεται για την περίπτωση διαφωνίας η προσφυγή σε τρίτο
ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα ή διαιτητή, ο οποίος θα αποφασίζει σχετικά με τρόπο δεσμευτικό για
τα μέρη (άρθρο 4 παραγρ.1 αρ. 3 του 1475/1995).
Στην υπό κρίση όμως περίπτωση δεν μπορεί να γίνει λόγος για από κοινού καθορισμό από τα
συναλλασσόμενα μέρη ενός συμφωνηθέντος ποσοτικού στόχου, δεδομένου ότι ούτε καν
διαπραγμάτευση προηγήθηκε ως προς το ύψος του στόχου, αλλά το ένα μέρος, οι α΄ και β΄
καταγγελλόμενες εταιρίες, μονομερώς επιβάλλουν τους στόχους τους στο άλλο μέρος σε διμηνιαία ή
τετραμηνιαία βάση. Είναι ενδεικτικοί οι εγκύκλιοι – επιστολές που απευθύνουν προς τους εμπόρους
τόσο η α΄ καταγγελλόμενη όσο και η β΄ καταγγελλόμενη. Σε εγκύκλιο της α΄ καταγγελλόμενης
αναφέρεται ότι προκειμένου το δίκτυο να επιτύχει το στόχο του «θεσπίζονται νέοι ενιαίοι
εμπορικοί στόχοι διμήνου Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου κλπ» (βλ. την 27/11/2001 τηλεομοιοτυπική
επιστολή). Επίσης χαρακτηριστική είναι η από 7/1/2002 επιστολή προς το δίκτυο όπου η α΄



44
καταγγελλόμενη ενημερώνει κατ’ αρχήν ως προς τον χρόνο πραγματοποίησης της συνάντησης του
Α’ τετραμήνου 2002 επισημαίνοντας ότι «τότε θα σας ανακοινωθούν και οι στόχοι του Α’
τετραμήνου». Σε επιστολές της β΄ καταγγελλομένης προς το δίκτυο των συνεργατών της
αναφέρονται ότι : i) «Συνημμένα σας στέλνουμε στόχο διμήνου, η επίτευξη του οποίου
πριμοδοτείται με 50.000 για τα SERHIA – SHUMA και 80.000 δρχ. για τα SPORTAGE» (βλ.
επιστολή της 1.9.2000) ii) «η ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ» έλαβε την απόφαση να
συνεχίσει την ίδια εμπορική πολιτική που διαμόρφωσε για το τελευταίο τρίμηνο του 2001 και τον
Ιανουάριο του 2002…. Παράλληλα σας στέλνουμε και την στοχοθέτηση σας για τον μήνα
Ιανουάριο και η πριμοδότηση σας με την επίτευξη των στόχων είναι η αντίστοιχη της εμπορικής
πολιτικής του τελευταίου τριμήνου 2001» (βλ. επιστολή της 2.1.2002), iii) «Θα σας σταλεί ειδικός
στόχος μηνός Ιουνίου, η επίτευξη του οποίου θα πριμοδοτηθεί με 88 Ευρώ ανά αυτοκίνητο. Η
στοχοθέτηση Ιουνίου είναι ανεξάρτητη της στοχοθέτησης που σας έχει δοθεί μέσω της εμπορικής
πολιτικής εξαμήνου και λειτουργεί, όπως καταλαβαίνεται προσθετικά και παράλληλα» (βλ.
επιστολή της 7.6.2002) και iv) «Tυχόν αποκλίσεις που θα προκύψουν μεταξύ αποτελέσματος
(δηλ. πωλήσεως) και στόχου σας μέχρι 15.9.02 θα πρέπει αυτά τα αυτοκίνητα να τα αγοράσετε
πληρώνοντας τα σε 30-60 ημέρες», από την οποία προκύπτει ότι η β΄ καταγγελλόμενη επέβαλε σε
όλο το δίκτυο των αντιπροσώπων της, την προαγορά οχημάτων (βλ. επιστολή της 22.8.2002).
Ήδη από τη γραμματική διατύπωση, αλλά και το πνεύμα των επιστολών αυτών δεν καταλείπεται
αμφιβολία ως προς τον μονομερή τρόπο με τον οποίο αποφασίζονταν οι στόχοι, έτσι ώστε να μην
διαθέτει η καταγγέλλουσα (αλλά και οι άλλες εταιρίες του δικτύου) σοβαρή δυνατότητα να τους
διαπραγματευτούν και να συναποφασίσουν τους όρους και το ύψος τους, όπως απαιτούσε ο ισχύων
τότε Κανονισμός 1475/1995 προκειμένου να επιτρέπει την υπαγωγή σ’ αυτόν. Η τήρηση των στόχων
ήταν υποχρεωτική και δεν είχε το χαρακτήρα ενδεικτικής φύσης («indicative nature”), (Ευρ.
Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν. 1475/1995, ερώτημα 13, σελ 16),. Και τούτο, διότι
στοιχειώδης προϋπόθεση της υπαγωγής στην ομαδική απαλλαγή του Κανονισμού αυτού ήταν η
συγκεκριμένη εκάστοτε στοχοθέτηση να μην επιβάλλεται μονομερώς από τον προμηθευτή αλλά
αντίθετα να αποτελεί το καταστάλαγμα διαπραγμάτευσης μεταξύ των μερών («από κοινού
καθορισμός ……»), έτσι ώστε κανένα από τα μέρη να μην έχει τον τελικό λόγο («final say”) (Ευρ.
Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν. 1475/1995, ερώτημα 13 σελ. 16). Η διαπραγμάτευση
που επιδιώκει ο Κανονισμός δεν είναι αναμφίβολα εκείνη η οποία λαμβάνεται με απειλές
αποκλεισμού από το δίκτυο ή τίθεται μονομερώς. Επιπλέον είναι χαρακτηριστικό ότι ούτε δικαίωμα
προσφυγής σε ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα ή διαιτητή προεβλέπετο, ο δε καθορισμός του στόχου
εγίνετο συστηματικά σε ασφυκτικά χρονικά περιθώρια, ακόμη και διμήνου, ενώ ο Κανονισμός
επιτρέπει υπό τις προϋποθέσεις που προαναφέραμε, μόνον τον σε ετήσια βάση καθορισμό (άρθρο 4
§1 αρ. 3 Κανονισμού 1475/1995).
Τέλος, το ΔΕΚ με την από 30 Απριλίου 1998 απόφασή του στην υπόθεση Cabour SΑ et Nord
Distribution Automobile SA κατά Arnor “SOCO” SARL (C-230/96) αποφάνθηκε ότι για να
θεωρηθεί έγκυρος ο καθορισμός των στόχων πωλήσεων «δεν πρέπει απλώς να συνιστά την έκφραση
απλής υποχρεώσεως ως προς τα χρησιμοποιούμενα μέσα, αλλά πρέπει επιπλέον να τον καθορίζουν
από κοινού τα συμβαλλόμενα μέρη ή, σε περίπτωση διαφωνίας, τρίτος εμπειρογνώμονας». Με τις



45
σκέψεις αυτές στην προκείμενη περίπτωση υπάρχει συμφωνία με την έννοια του άρθρου 81
παραγρ.1 ΕΚ και του άρθρου 1 παραγρ.1 ν. 703, αφού με τη συμμόρφωση των εμπόρων διανομέων
τροποποιήθηκε η μεταξύ τους Σύμβαση, αλλά όχι «συμφωνία με την έννοια του Κανονισμού
1475/1995 και του διαδόχου του Κανονισμού 1400/2002, ο οποίος απαιτεί ουσιαστική
διαπραγμάτευση, η οποία και μόνον προστατεύει το διανομέα από την άνιση ισχύ του προμηθευτή.
γ. Οι πρόσθετες παροχές κατά την επί πιστώσει αγορά οχήματος (α΄ καταγγελλόμενη).
Αντικείμενο της συμφωνίας μεταξύ της α’ καταγγελλόμενης και των διανομέων υπήρξε και
εξακολουθεί να υπάρχει η λήψη καταναλωτικών δανείων μέσω ορισμένων τραπεζών. Η ρήτρα αυτή,
αδιάφορο αν δεν υπάρχει έγγραφος τύπος, αποτελεί μέρος της μεταξύ τους σύμβασης και σε κάθε
περίπτωση η μεταξύ τους σύμβαση εφαρμόσθηκε στη χρηματοδότηση μέσω ορισμένων τραπεζών
που η α΄ καταγγελλόμενη είχε επιλέξει.. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παραγρ.1 αρ. 2 Καν. 1475/1995 η
απαλλαγή δεν ισχύει όταν τα μέρη συνδέουν τη συμφωνία τους με όρους που αφορούν άλλα
προϊόντα ή υπηρεσίες εκτός των αναφερόμενων στον παρόντα Κανονισμό ή εφαρμόζουν τη
συμφωνία τους σε τέτοια προϊόντα ή υπηρεσίες. Η διαμεσολάβηση σε τράπεζα προς το σκοπό της
σύναψης καταναλωτικού δανείου για τη χρηματοδότηση του νέου αυτοκινήτου αποτελεί μια τέτοια
υπηρεσία (Schroeter σε Schreoter/Jacob/Mederer (Hrsg), Kommentar zum europaeischen
Wettbewerbsrecht, 2003, σελ. 647).
Από εγκυκλίους της α΄ καταγγελλόμενης προς το δίκτυο των αντιπροσώπων της για την Εμπορική
Πολιτική αυτοκινήτων προκύπτει ότι αυτή επέβαλε συγκεκριμένη εμπορική πολιτική στο δίκτυο των
αντιπροσώπων της, σχετικά με τις τιμολογήσεις των αυτοκινήτων λιανικής μέσω καταναλωτικών
δανείων συγκεκριμένων Τραπεζών, με συγκεκριμένη στοχοθέτηση, η οποία μάλιστα αν δεν
μπορούσε να επιτευχθεί για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του διμήνου, έθετε θέμα περαιτέρω
συνεργασίας με την εταιρία. (βλ. Εγκυκλίους για την Εμπορική Πολιτική αυτοκινήτων Α΄
τετραμήνου 2002, Μαϊου-Ιουνίου 2002, Ιουλίου Αυγούστου 2002 και Οκτωβρίου Δεκεμβρίου
2002).
δ. Παράνομος ο προσδιορισμός της τιμής των αξεσουάρ (β΄ καταγγελλόμενη) και της τιμής
τοποθέτησης αυτών (β’ καταγγελλόμενη) καθώς και της τιμής εργατοώρας για παροχή
υπηρεσιών επισκευής (β΄ καταγγελλόμενη)
Και κατά τους δύο Κανονισμούς (1475/1995 και 1400/2002) απαγορεύεται κάθε άμεσος ή έμμεσος
επηρεασμός της ελευθερίας των διανομέων, συνεργείων να προσδιορίσουν οι ίδιοι την τιμή
πώλησης (άρθρο 6 παραγρ.1 στοιχ. 6 Καν. 1475/1995, άρθρο 5 παραγρ.1 στοιχ α Καν. 1400/2002).
Σε αυτήν περιλαμβάνεται η τιμή των καινουργών αυτοκινήτων, εφόσον οι αντιπρόσωποι
λειτουργούν ως γνήσιοι διανομείς/μεταπωλητές, οι τιμές των ανταλλακτικών, των αξεσουάρ
αυτοκινήτων και υπηρεσιών συντήρησης επισκευής
Αν και η διανομή αξεσουάρ αυτή καθαυτή δεν υπάγεται στην κανονιστική εμβέλεια των Καν.
1475/1995 και 1400/2002 , αλλά θα κριθεί ενδεχομένως βάσει του Καν. 2790/1999 και σε κάθε
περίπτωση κατά το άρθρο 81 παραγρ 1 ΕΚ και άρθρο 1 παραγρ.1 ν. 703 ο προσδιορισμός της τιμής
των αξεσουάρ συνιστά έμμεσο προσδιορισμό της τιμής πώλησης του αυτοκινήτου . Η απαγόρευση
άμεσου ή έμμεσου προσδιορισμού της τιμής αναφέρεται και σε παροχές ή προιόντα που καθορίζουν
μέρος της τελικής τιμής καθώς και σε κάθε άλλο παράγοντα ή παράμετρο προσδιορισμού της τιμής.



46
Ο καθορισμός της τιμής τοποθέτησης υπάγεται ευθέως στην απαγόρευση δέσμευσης της τιμής
πώλησης νέων οχημάτων και προσφοράς υπηρεσιών κατά τις ανωτέρω διατάξεις.
Η α΄ καταγγελλομένη καθόριζε το κόστος για τις εργασίες τοποθέτησης των αξεσουάρ ΧΙΟΥΝΤΑΙ
στα αυτοκίνητα που διακινούσε (βλ. Εγκύκλιο για την Εμπορική Πολιτική αυτοκινήτων- Α΄
τετραμήνου 2002 και επιστολή της 5.11.2002 προς το δίκτυο των αντιπροσώπων της).
Η β΄ καταγγελλόμενη καθόριζε τις τιμές λιανικής διάθεσης των αξεσουάρ των οχημάτων ΚΙΑ που
αυτή διακινούσε μέσω του δικτύου των αντιπροσώπων της (βλ. επιστολές 18.2.200, 6.11.200 και
19.11.2001 προς το δίκτυο των αντιπροσώπων της), την τιμή τοποθέτησης αυτών και την τιμή
εργατοώρας για παροχή υπηρεσιών επισκευής (βλ. την από 26.10.1999 επιστολή της προς το δίκτυο
των αντιπροσώπων της)
4. Συνέπειες της απώλειας του ευεργετήματος των Κανονισμών ομαδικής απαλλαγής
Ρήτρες οι οποίες περιορίζουν την ανταγωνιστική ελευθερία των εμπόρων κατά τρόπο αντιβαίνοντα
στον ανωτέρω Κανονισμό είναι άκυρες κατ’ άρθρο 1 παραγρ. 2 Ν. 703/77, εφόσον βεβαίως δεν
συντρέχει περίπτωση απαλλαγής κατ’ άρθρο 81 παραγρ. 3 ΣυνθEK και 1 παραγρ. 3 Ν. 703/77.
Εφόσον πρόκειται για ρήτρες που περιλαμβάνονται είτε στη μαύρη λίστα Καν. 1475/1995 (άρθρο 6)
είτε στους περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας του Καν. 1400/2002, τότε η έννομη συνέπεια είναι
ότι δεν ισχύει ολόκληρος ο Κανονισμός ως προς τη σύμβαση. Η απώλεια του ευεργετήματος
επέρχεται αυτοδικαίως (Επεξηγηματικό φυλλάδιο σελ. 31, ομοίως υπό το καθεστώς του Καν.
1475/1995, σκέψη 20 Καν. 1475/1995, Ευρ. Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο σελ. 7, ερώτημα
13 σελ. 16).
Ο περιορισμός είναι αισθητός και μάλιστα κατά απόκλιση από τον κανόνα de minimis, δηλ. η
ανωτέρω έννομη συνέπεια επέρχεται και επί μεριδίου αγοράς κάτω από 5% (σκέψη 12
Καν.1400/2002.). Ακόμα σε τέτοιες συμβάσεις δεν επιτρέπεται να περιέχονται «μαύρες» ρήτρες
(Πρβλ. Ευρ. Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο 25 σημ. 47). Ο Κανονισμός δεν ισχύει για
ολόκληρη τη σύμβαση ex tunc (σκέψη 12 Καν., Ευρ. Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν.
1400/2002 σελ. 31, Καν. 1475/1995, άρθρο 6 παραγρ 1 αρ. 1-5, Ευρ. Επιτροπή, Επεξηγηματικό
φυλλάδιο στον Καν. Σελ. 7, Κατευθυντήριες Οδηγίες για τους κάθετους περιορισμούς αρ. 46).
Η θέση στόχων πώλησης ως ανωτέρω, η παράβαση των χρόνων καταγγελίας που θέτει ο
Κανονισμός 1475/1995, η συμφωνία χρησιμοποίησης ορισμένων τραπεζών για τη λήψη
καταναλωτικού δανείου και η τιμή τοποθέτησης των αξεσουάρ ως έμμεσος προσδιορισμός
συστατικών της τιμής και της τιμής των υπηρεσιών των συνεργείων/διανομέων καθιστά και τους
δύο Κανονισμούς ανεφάρμοστους ως προς την κατηγορία της διανομής αυτοκινήτων.
Τούτο σημαίνει ενδεικτικά ως προς τους «συμφωνηθέντες» ως ανωτέρω στόχους πώλησης ότι τα
μέρη απαλλάσσονται από κάθε υποχρέωση τους να πωλήσουν τις «συμφωνημένες ποσότητες» (Ευρ.



47
Επιτροπή, Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν. 1475/1995 ερώτημα 13 σελ. 16). Ομοίως δεν
υποχρεούνται να ακολουθήσουν τις τιμές δέσμευσης των υπηρεσιών συντήρησης και τοποθέτησης
κοκ.
Περαιτέρω η σχετική «μαύρη» ρήτρα είναι άκυρη σύμφωνα με το άρθρο 81 παραγρ.2 ΕΚ, εφόσον
κατά κανόνα η ατομική απαλλαγή της αποκλείεται σύμφωνα με το άρθρο 81 παραγρ. 3 λόγω της
βαρύτητάς της. (Πρβλ. και Ευρ. Επιτροπή, Κατευθυντήριες Οδηγίες για τους κάθετους περιορισμούς
αρ. 46, Επεξηγηματικό φυλλάδιο 31,ατομική απαλλαγή ,η πιθανή», ακόμα πιό στενά Ευρ. Επιτροπή,
Επεξηγηματικό φυλλάδιο στον Καν. 1475/1995, σελ. 9
Εκείνες οι ρήτρες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή
τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς απαγορεύονται κατά το άρθρο 81 παραγρ.1
και είναι άκυρες κατά το άρθρο 81 παραγρ. 2, εκτός αν χορηγηθεί ατομική απαλλαγή (ΔΕΚ υποθ. C-
230/96, αποφ. από 30.4.1998, Συλλ. 1998 Ι 2055, 2100 επ σκέψη 48 Cabour). Η απαγόρευση και η
ακυρότητα επεκτείνονται μόνον σε εκείνα τα τμήμα της συμφωνίας, τα οποία υπάγονται στην
εμβέλεια του άρθρου 81 παραγρ. 1. Σε αυτά υπάγονται οι ρήτρες που περιορίζουν τον ανταγωνισμού
καθώς και λοιπές συμβατικές προβλέψεις, οι οποίες δεν δύναται να διαχωρισθούν από τις ρήτρες
αυτές (Πάγια νομολογία ενδεικτικά ΔΕΚ υποθ. 10/86, Συλλ. 1986, 4084, 4088 VAG France
./.Magne). Στο δικαστήριο ή στην επιλαμβανόμενη εθνική αρχή ανταγωνισμού επαφίεται να κρίνει
βάσει όλων των στοιχείων της συγκεκριμένης περίπτωσης και λαμβάνοντας υπόψιν το “οικονομικό
και νομικό πλαίσιο της συμφωνίας, εντός του οποίου η συμφωνία εντάσσεται”, αν οι όροι αυτοί
πληρούνται (ΔΕΚ υποθ. C-230/96, αποφ. από 30.4.1998, Συλλ. 1998 Ι 2055, 2100 επ σκέψη 49
Cabour). Και στο πλαίσιο αυτό της αξιολόγησης η ύπαρξη παρόμοιων συμβάσεων αποτελεί
σημαντικό αξιολογικό παράγοντα (ΔΕΚ υποθ. C-230/96, αποφ. από 30.4.1998, Συλλ. 1998 Ι 2055,
2100 επ σκέψη 50 Cabour).
Με το σκεπτικό αυτό η Επιτροπή Ανταγωνισμού κρίνει ότι οι ανωτέρω ρήτρες είναι άκυρες, χωρίς η
ακυρότητα να επεκτείνεται σ ε όλη τη σύμβαση, διότι μπορούν να παρουσιάζουν επαρκή αυτοτέλεια
σε σχέση με αυτή. Το υπόλοιπο των συμβάσεων κρίνεται κατά το άρθρο 81 παραγρ.1 ΕΚ και το
άρθρο 1 παραγρ .1 ν 703/77 δεδομένου ότι δεν ισχύει ούτε ο Καν. 1475/1995 ούτε ο διάδοχος
Κανονισμός 1400/2002 εξ ολοκλήρου λόγω της συνδρομής μιας μόνο εκ των ανωτέρω
απαγορευμένων ρητρών.
Οι καταγγελλόμενες εταιρίες δεν έχουν υποβάλει αίτηση ατομικής απαλλαγής ούτε κατά το άρθρο
81 παραγρ.3 της ΕΚ ούτε κατά το άρθρο 1 παραγρ. 3 ν.703/77. Συνεπώς τα δίκτυα διανομής της α΄
και β΄ καταγγελλόμενης αντιβαίνουν στο άρθρο 81 παραγρ.1 ΕΚ και 1 παραγρ.1 ν. 703/77.
5. Ο επηρεασμός του διακοινοτικού εμπορίου και εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 1 ΕΚ.
Σύμφωνα με το Άρθρο 3 παρ. 1 του Καν. 1/2003 του Συμβουλίου για την εφαρμογή των κανόνων
ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης, «[ο]σάκις οι αρχές



48
ανταγωνισμού των κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία
ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά
την έννοια του άρθρου 81 παράγραφος 1 της συνθήκης, οι οποίες είναι πιθανόν να επηρεάσουν το
εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής, εφαρμόζουν επίσης το άρθρο
81 της συνθήκης, στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις ή εναρμονισμένες πρακτικές. […]»
Κατά πάγια νομολογία, για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή σύμπραξη να επηρεάσει το εμπόριο
μεταξύ κρατών μελών πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και πραγματικών στοιχείων, να μπορεί
να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική
επίδραση στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο που να προκαλείται
φόβος ότι θα μπορούσε να εμποδίσει την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών
(βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van
Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 170, και της 17ης Ιουλίου
1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, σκέψη 20) [βλ. απόφαση υπ’ αρ. 277/IV/2005 της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, υπό Δ].
Οι περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές που καλύπτουν ολόκληρο το έδαφος ενός των
κρατών μελών έχουν εξ ορισμού ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της οικονομικής
αλληλοδιεισδύσεως που επιδιώκεται με τη Συνθήκη (βλ. αποφάσεις Vereniging van
Cementhandelaren κατά Επιτροπής, σκέψη 29, και Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 22·
απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Φεβρουαρίου 1995, Τ-29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής,
Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-289, σκέψη 299) [βλ. απόφαση υπ’ αρ. 277/IV/2005 της Επιτροπής
Ανταγωνισμού, υπό Δ] [Βλ. επίσης ενδεικτικά Απόφαση του ΔΕΚ της 30ης Ιουνίου 1966, SOCIETE
TECHNIQUE MINIERE (L.T.M.) ΚΑΤΑ MASCHINENBAU ULM GMBH (M.B.U.), Υπόθ. 56-65,
Ελλ. Ειδ. Έκδ. σ. 00313].
Κατά την Ανακοίνωση της Επιτροπής (2004/C 101/07) [Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την
έννοια του επηρεασμού του εμπορίου των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, γενικότερα στην παρ. 13
και πιο συγκεκριμένα στις παρ. 86 επ. που αναφέρονται σε κάθετες συμφωνίες που καλύπτουν ένα
μόνο κράτος μέλος]:
«13. Το κριτήριο του επηρεασμού του εμπορίου περιορίζει το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 81 και
82 στις συμφωνίες και πρακτικές που δύνανται να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο διασυνοριακών
επιπτώσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Δικαστηρίου, η
συμφωνία ή πρακτική πρέπει να επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών με τρόπο «αισθητό».
[…]
Οι κάθετες συμφωνίες που καλύπτουν το σύνολο ενός κράτους μέλους δύνανται να επηρεάσουν το
εμπόριο μεταξύ κρατών μελών ιδίως όταν δυσχεραίνουν την είσοδο, με εξαγωγές ή με
εγκατάσταση, επιχειρήσεων από άλλα κράτη μέλη στη σχετική εθνική αγορά (αποτέλεσμα
αποκλεισμού). Όταν κάθετες συμφωνίες έχουν παρόμοια αποτελέσματα αποκλεισμού, συμβάλλουν



49
στον κατακερματισμό των αγορών σε εθνική βάση και εμποδίζουν έτσι την οικονομική
αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται από τη Συνθήκη.
87. Αποκλεισμός μπορεί, για παράδειγμα, να υπάρχει όταν οι προμηθευτές επιβάλλουν στους
αγοραστές υποχρεώσεις αποκλειστικής αγοράς. Στην υπόθεση Delimitis, η οποία αφορούσε
συμφωνίες μεταξύ ενός παραγωγού μπύρας και του ιδιοκτήτη καταστημάτων κατανάλωσης μπύρας,
με τις οποίες ο τελευταίος αναλάμβανε να αγοράζει μπύρα αποκλειστικά από τον εν λόγω ζυθοποιό,
το Δικαστήριο όρισε τον αποκλεισμό ως την έλλειψη, λόγω των συμφωνιών, πραγματικών και
συγκεκριμένων δυνατοτήτων πρόσβασης στην αγορά. Κανονικά, οι συμφωνίες δημιουργούν
σημαντικά εμπόδια στην είσοδο μόνο όταν καλύπτουν ουσιαστικό τμήμα της αγοράς. Το μερίδιο
αγοράς και η κάλυψη της αγοράς μπορούν να αποτελέσουν κατάλληλους δείκτες από την άποψη
αυτή. Κατά την εκτίμηση πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η σχετική συμφωνία ή το σχετικό
δίκτυο συμφωνιών, αλλά επίσης και τα άλλα παράλληλα δίκτυα συμφωνιών που έχουν παρόμοια
αποτελέσματα.
Οι κάθετες συμφωνίες οι οποίες καλύπτουν το σύνολο ενός κράτους μέλους και αφορούν προϊόντα
που αποτελούν αντικείμενο διασυνοριακών ανταλλαγών δύνανται επίσης να επηρεάσουν το εμπόριο
μεταξύ κρατών μελών, ακόμα και εάν δεν δημιουργούν άμεσα εμπόδια σ' αυτό. Οι συμφωνίες με τις
οποίες οι επιχειρήσεις εφαρμόζουν ορισμένη τιμή μεταπώλησης δύνανται να επηρεάσουν άμεσα το
εμπόριο μεταξύ κρατών μελών εάν αυξάνουν τις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη και μειώνουν τις
εξαγωγές από τα σχετικά κράτη μέλη. Οι συμφωνίες που επιβάλλουν τιμή μεταπώλησης δύνανται
επίσης να επηρεάσουν τα εμπορικά ρεύματα με τον ίδιο σχεδόν τρόπο με τις οριζόντιες συμπράξεις.
Στο βαθμό που η επιβαλλόμενη τιμή μεταπώλησης είναι υψηλότερη από την τιμή που εφαρμόζεται
σε άλλα κράτη μέλη, αυτό το επίπεδο τιμών είναι διατηρήσιμο μόνο εάν υπάρχει δυνατότητα
ελέγχου των εισαγωγών από άλλα κράτη μέλη.»
Κατά τα ανωτέρω οι συμφωνίες κάθετης διανομής με μια πλειάδα διανομέων (69 τον αριθμό της
ΧΙΟΥΝΤΑΙ και της ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ) καταλαμβάνουν ολόκληρη την ελληνική επικράτεια. Συνεπώς
ισχύουν όσα προηγουμένως ελέχθησαν. Ο επηρεασμός του διακοινοτικού εμπορίου θα πρέπει να
θεωρηθεί ότι συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση και ότι είναι αισθητός, με δεδομένη μάλιστα
τη διαμόρφωση των συγκεκριμένων δικτύων διανομής που ερείδονται σε ποσοτικά και ποιοτικά
κριτήρια και προβλέπουν γεωγραφικές περιοχές δραστηριοποίησης εκάστου μέλους του δικτύου
Συνεπώς, το υπό εξέταση σύστημα διανομής αντιβαίνει στο άρθρο 81 παραγρ. 1 και στο άρθρο 1 ν.
703/77, δεδομένου ότι στηρίζεται σε έναν συνδυασμό ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων, το οποίο
περιορίζει τον ανταγωνισμό, (ΔΕΚ αποφ. από 3.7.1985, Συλλ. 1985 1985, 2015, 2044 σκέψη 33
Binon/AMP), χωρίς καν να ληφθούν υπόψιν οι γεωγραφικές περιοχές των διανομέων. Και τούτο
επειδή τα ποσοτικά κριτήρια, όπως η συμφωνία διάθεσης μιας ελάχιστης ποσότητας ή τζίρου ή
διατήρησης ορισμένων ελάχιστων αποθεμάτων (ΔΕΚ υποθ. 26/76, από 25.10.1977, Συλλ. 1977,
1875, 1905 σκέψεις 37, 39, Metro Ι ./. Ευρ. Επιτροπής η προμήθεια ολόκληρης της γκάμας των



50
συμβατικών προιόντων (Ευρ. Επιτροπή αποφ. Grundig Abl. 1994, L. 20 σελ. 15) η απαγόρευση
διαγώνιων προμηθειών μεταξύ των εξουσιοδοτημένων διανομέων (ΔΕΚ από 21.2.1984, Συλλ. 1984,
883, 908, σκέψη 46 Hasselblad./ Ευρ. Επιτροπή) περιορίζουν τον διασηματικό (interbrand)
ανταγωνισμό. Λειτουργούν ως εμπόδια εισόδου στην αγορά σε βάρος ανταγωνιστών-παραγωγών
ανταγωνιστικών προιόντων (Klotz σε Schroeter/Jacob/Mederer σελ. 588, Rdn 183 επ.). Το αυτό
ισχύει κατά μείζονα λόγο σε ένα σύστημα διανομής που ερείδεται σε καθαρά ποσοτικά κριτήρια
μέσω αποκλειστικών γεωγραφικών περιοχών. Τέτοια συστήματα δικαιολογούνται μόνον αν
υπαχθούν σε Κανονισμό ομαδικής απαλλαγής ή υποβληθεί αίτηση ατομικής εξαίρεσης κατά το
άρθρου 81 παραγρ.1 ΕΚ ή το άρθρο 1 παραγρ.3 ν. 703.
VI. Επιβολή προστίμου
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ.1 & 2 του ν.703/77, όπως ισχύει,
«Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, αν διαπιστώσει, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας είτε
κατόπιν αιτήσεως του Υπουργού Εμπορίου για διεξαγωγή σχετικής έρευνας, παράβαση των άρθρων
1 παρ. 1, και 2, μπορεί με απόφασή της
α) να απευθύνει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων συστάσεις να παύσουν
την παράβαση,
β) να υποχρεώνει τις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις να παύσουν την παράβαση και να παραλείψουν
αυτή στο μέλλον,
γ) να απειλήσει πρόστιμο ή χρηματική ποινή ή και τα δύο στην περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης
της παράβασης,
δ) να θεωρήσει ότι κατέπεσε το πρόστιμο ή η χρηματική ποινή ή και τα δύο, όταν με απόφαση της
βεβαιώνεται η συνέχιση ή επανάληψη,
ε) να επιβάλλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση.
Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει
μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης της
τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης. Για τον καθορισμό του ύψους του
προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης. Η κατά την
προηγούμενη παράγραφο προβλεπόμενη χρηματική ποινή ανέρχεται μέχρι του ποσού των δύο
εκατομμυρίων (2.000.000) δρχ. για κάθε ημέρα καθυστέρησης συμμόρφωσης προς την απόφαση και
από την ημερομηνία που θα ορίσει η απόφαση».
Λαμβάνοντας υπόψη :
· ότι ο όμιλος που ανήκουν οι δύο (α΄ και β΄) καταγγελλόμενες κατέχει μία από τις πρώτες
θέσεις στην αγορά αυτοκινήτων με συνολικό μερίδιο αγοράς που ξεπερνάει το 10 %,
· τη σοβαρότητα των διαπιστωθεισών παραβάσεων,
· το γεγονός ότι παρόμοια πρακτική ακολουθείται από δύο εταιρίες του ομίλου για τη διανομή
των οχημάτων ΧΙΟΥΝΤΑΙ και KIA,



51
· τη χρονική διάρκεια των παραπάνω παραβάσεων, που υπολογίζεται από την ημερομηνία
ένταξης της καταγγέλλουσας στο δίκτυο καθεμίας των καταγγελλομένων εταιρειών, και τη
βαρύτητά τους, ιδιαίτερα ότι πρόκειται για σωρευτική επίδραση δικτύων διανομής
αυτοκινήτων σε όλη την ελληνική επικράτεια με πολλά σημεία πώλησης και επισκευής
· ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 81 παραγρ.1 ΕΚ
· το ότι η καταγγέλλουσα εταιρία εσύρθη στη σύμπραξη αυτή και ότι προέβη στην καταγγελία
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού κρίνει ότι πρέπει να επιβληθεί πρόστιμο ύψους 1.025.515 Eυρώ στην
εταιρεία ΧΙΟΥΝΤΑΙ και 190.533 Ευρώ στην εταιρεία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ, που αντιστοιχεί στο 0,5%
του κύκλου εργασιών τους για το έτος 2002.
VII. Άποψη Μειοφηφίας
Ένα όμως Μέλος της Επιτροπής συμφωνεί μεν με την διατύπωση των σκέψεων στην Απόφαση
(στην ενότητα V παραγρ. 3.α ) που αναφέρονται στην παράβαση που αφορά στην καταγγελία της
σύμβασης χωρίς επαρκή προειδοποιητική προθεσμία – συγκεκριμένα την χωρίς την επίκληση
οποιαδήποτε σπουδαίου λόγου καταγγελία της σύμβασης με προειδοποίηση 3μήνου ενώ αυτή θα
έπρεπε να έχει προθεσμία τουλάχιστον 2 ετών (μειούμενη υπό προϋποθέσεις σε 1 έτος αν ήθελε
κριθεί ως έκτακτη).
Δεν συμφωνεί όμως με τις εξής απόψεις που διατυπώνονται στην Απόφαση:
1. Όσον αφορά στην άποψη ότι η συγκεκριμένη σύμβαση διανομής «συνιστά μη γνήσια
σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, υπαγόμενη στον έλεγχο του άρθρου 81 (1)» αυτή
σύμφωνα με την Απόφαση βασίζεται στο ότι «η καταγγέλλουσα εταιρεία μεταξύ άλλων
κατασκεύασε πολυτελείς χώρους έκθεσης, συνεργείου αυτοκινήτων και τηρούσε αποθήκη
ανταλλακτικών. Οι ανωτέρω επενδύσεις ενέχουν σημαντικό επενδυτικό κίνδυνο για την
καταγγέλλουσα….». Όμως σημαντικός επενδυτικός κίνδυνος δημιουργείται μόνο όταν ένα
σημαντικό μέρος της επένδυσης μπορεί να θεωρηθεί ως μη-ανακτήσιμη (sunk) δαπάνη, κάτι
που, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει στον όρο αυτό η οικονομική θεωρία, απαιτεί ότι η
δαπάνη αυτή δημιουργεί περιουσιακά στοιχεία που δεν μεταφέρονται εύκολα σε
εναλλακτικές παρεμφερείς δραστηριότητες. Αυτό δεν ισχύει για τα περιουσιακά στοιχεία
που αναφέρονται στην Απόφαση (και παραπάνω) εφόσον αυτά τα περιουσιακά στοιχεία
μπορούν εύκολα να μεταφερθούν από την καταγγέλλουσα εταιρεία σε εναλλακτικές
παρεμφερείς δραστηριότητες όπως είναι η διανομή άλλων σημάτων αυτοκινήτων.
2. Ακόμη όμως και αν γινόταν δεκτή η υπαγωγή της συγκεκριμένης σύμβασης διανομής στον
έλεγχο του άρθρου 81 (1), σύμφωνα με αυτό το Μέλος της Επιτροπής, η μόνη παράβαση
από αυτές που θεωρεί η Απόφαση της Επιτροπής ότι έχουν πραγματοποιηθεί για την οποία
υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία είναι αυτή του προσδιορισμού της τιμής των
αξεσουάρ και της τιμής τοποθέτησης αυτών (υποενότητα V.3.δ). Πιο συγκεκριμένα το
Μέλος αυτό της Επιτροπής δεν θεωρεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία είναι επαρκή για να
θεμελιώσουν ότι γενικά οι διανομείς των καταγγελλομένων εταιρειών ανήκουν σε
γεωγραφικά διακριτές αγορές και ότι επομένως δεν αναπτύσσεται έντονος ανταγωνισμός
μεταξύ τους, ούτε ότι οι πρακτικές που αναφέρονται στην Απόφαση (συγκεκριμένα των



52
ποσοτικών κριτηρίων) ενδυναμώνουν εμπόδια εισόδου στην αγορά σε βάρος ανταγωνιστών
– παραγωγών ανταγωνιστικών προϊόντων.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού :
1) Διαπιστώνει κατά πλειοψηφία ότι οι εταιρείες ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ
ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,
μέλη του Ομίλου Π. & Ρ. Δάβαρη, προέβησαν σε παραβάσεις του άρθρου 1 του ν.703/77,
όπως ισχύει και του άρθρου 81 παραγρ.1 ΕΚ.
2) Επιβάλλει κατά πλειοψηφία στην εταιρεία ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ για τις ανωτέρω
παραβάσεις πρόστιμο ύψους 1.025.515 Eυρώ.
3) Επιβάλλει κατά πλειοψηφία στην εταιρεία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ για τις ανωτέρω παραβάσεις
πρόστιμο ύψους 190.533 Ευρώ.
4) Καλεί τη Γραμματεία να υποβάλλει εντός ενός (1) μηνός συμπληρωματική εισήγηση ως προς
το θέμα των συνιστωμένων ή επιβαλλομένων τιμών ανταλλακτικών και επισκευών (service)
από τις εταιρείες ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ& ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
Η απόφαση εκδόθηκε την 20η Ιουλίου 2005.
Η απόφαση να δημοσιευθεί της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 7
του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 361/Β/4-4-
2001).
Ο Πρόεδρος
Μιχαήλ –Θεόδωρος Μαρίνος
Οι συντάκτες της απόφασης
Μιχαήλ –Θεόδωρος Μαρίνος Γεώργιος Τριανταφυλλάκης Αντώνιος Μέγγουλης
Η Γραμματέας
Αικατερίνη Τριβέλη
  
53

====================================================

  
ΑΠΟΦΑΣΗ1 ΑΡΙΘΜ. 315/V/2006
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε στην αίθουσα Συνεδριάσεων του 1ου ορόφου, του κτηρίου των
Γραφείων της (Κότσικα 1Α & Πατησίων), την 16η Μαρτίου 2006, ημέρα Πέμπτη
και ώρα 10:30, με την εξής σύνθεση:
Πρόεδρος: Σπυρίδων Ζησιμόπουλος
Μέλη: Νικόλαος Γεράσιμος, λόγω κωλύματος του τακτικού Αριστομένη
Κομισόπουλου,
Αριστέα Σινανιώτη,
Φαίδων Στράτος,
Γαρυφαλιά Αθανασίου,
Χρήστος Ιωάννου,
Δέσποινα Κλαβανίδου, λόγω κωλύματος του τακτικού Σπυρίδωνα-
Βασιλείου Χριστιανού,
Ευθύμιος Πουρναράκης, λόγω κωλύματος του τακτικού Απόστολου Ρεφενέ,
Δημήτριος Γιαννέλης,
Γεώργιος Σωτηρόπουλος, λόγω κωλύματος της τακτικής Ελίζας
Αλεξανδρίδου και
Αθανάσιος Στεφόπουλος, λόγω κωλύματος της τακτικής Γεωργίας Μπεχρή-
Κεχαγιόγλου
Γραμματέας: Αικατερίνη Τριβέλη
Θέμα της συνεδρίασης ήταν η λήψη απόφασης επί της με αρ.πρωτ. 6069/6-12-
2005 Συμπληρωματικής εισήγησης σύμφωνα με την 288/IV/2005 Απόφαση της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, ως προς το θέμα των συνιστώμενων ή επιβαλλόμενων
τιμών ανταλλακτικών και επισκευών (service) από τις εταιρείες ΧΙΟΥΝΤΑΙ
ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ και ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, για τυχόν παράβαση του άρθρου
1, παρ.1 του ν. 703/77, όπως ισχύει και του άρθρου 81, παρ.1 ΕΚ.
Στη συνεδρίαση παρέστησαν: α) για την καταγγέλλουσα εταιρεία, ΑΡΗΣ
ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ-ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ, ο νόμιμος
εκπρόσωπός της Αριστείδης Στεφανίδης μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου
Στυλιανού Γρηγορίου και β) για τις καταγγελλόμενες εταιρείες ΧΙΟΥΝΤΑΙ
1 Από την παρούσα απόφαση έχουν παραλειφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ.7 του Κανονισμού
Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 361/Β’/4.4.2001), τα στοιχεία
εκείνα, τα οποία κρίθηκε ότι αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο. Στη θέση των στοιχείων που έχουν
παραλειφθεί υπάρχει η ένδειξη […]. Όπου ήταν δυνατό τα στοιχεία που παραλείφθηκαν
αντικαταστάθηκαν με ενδεικτικά ποσά και αριθμούς ή με γενικές περιγραφές (εντός […]).



ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ (εφεξής α΄ καταγγελλόμενη) και ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ (εφεξής
καταγγελλόμενη), ο νόμιμος εκπρόσωπος τους […] μετά των πληρεξουσίων
δικηγόρων Γρηγορίου Πελεκάνου και Αικατερίνης Ράπτη.
Στην αρχή της συνεδρίασης το λόγο έλαβε η Προϊσταμένη του Γ΄ Τμήματος της Β΄
Διεύθυνσης Εφαρμογής της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (εφεξής Γ.Δ.Α.),
Αλεξάνδρα Παπαγεωργίου, ως εκτελούσα χρέη Γενικής Εισηγήτριας, η οποία
ανέπτυξε συνοπτικά την προαναφερόμενη συμπληρωματική εισήγηση της Γ.Δ.Α.
και πρότεινε τα εξής :
«1) Να υποχρεωθούν οι καταγγελλόμενες εταιρείες ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ να παύσουν τις ανωτέρω παραβάσεις του άρθρου 1, παρ.1
του ν. 703/77, όπως ισχύει και του άρθρου 81, παρ.1 ΕΚ και να παραλείπουν αυτές
στο μέλλον.
2) Να επιβληθεί στην εταιρεία ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ πρόστιμο
6.153.000 Ευρώ (ήτοι ποσοστό 3% περίπου επί του κύκλου εργασιών της, του
οικονομικού έτους 2002) και
3) Να επιβληθεί στην εταιρεία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ πρόστιμο
1.143.000 Ευρώ (ήτοι ποσοστό 3% περίπου επί του κύκλου εργασιών της, του ιδίου
ως άνω έτους)».
Κατόπιν το λόγο έλαβαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των
ενδιαφερομένων μερών, οι οποίοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους, απάντησαν σε
ερωτήσεις, που τους υπέβαλαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Ε.Α., και ζήτησαν η
μεν καταγγέλλουσα να γίνει δεκτή η καταγγελία της οι δε καταγγελλόμενες
εταιρείες να απορριφθεί η εισήγηση της Γ.Δ.Α., αναφερόμενες αμφότερες και στα
υπομνήματα που θα καταθέσουν. Τα ενδιαφερόμενα μέρη ζήτησαν από την
Επιτροπή την εξέταση μαρτύρων για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους. Η
Επιτροπή, αποδεχόμενη το αίτημα, εξέτασε τους εξής μάρτυρες: 1) Τον μάρτυρα
της καταγγέλλουσας, […], επιχειρηματία και 2) τον μάρτυρα των καταγγελλόμενων
εταιριών, [….], Γενικό Διευθυντή της ΧΙΟΥΝΤΑΙ. Κατόπιν, ο Πρόεδρος της
Επιτροπής έδωσε προθεσμία στις ενδιαφερόμενες εταιρείες έως την 7η Απριλίου
2006, ημέρα Παρασκευή προκειμένου να υποβάλουν τα υπομνήματά τους.



Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνήλθε σε Διάσκεψη την 15η Ιουνίου, ημέρα Πέμπτη
και ώρα 15:00 στην ως άνω αίθουσα συνεδριάσεων του 1ου ορόφου των Γραφείων
της, και αφού έλαβε υπόψη της τα στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης υπόθεσης,
την Εισήγηση της Γ.Δ.Α., τις απόψεις που διετύπωσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη
κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και με τα υπομνήματα, που υπέβαλαν, καθώς και
τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία:
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ :
I. Επειδή η Επιτροπή Ανταγωνισμού εξέδωσε την υπ’ αριθμό 288/V/2005 απόφασή
της, με την οποία διαπίστωνε ότι οι καταγγελλόμενες εταιρείες προέβησαν σε
παραβάσεις του άρθρου 1 του ν. 703/77, όπως ισχύει, και του άρθρου 81,
παράγραφος 1 της ΣυνθΕΚ και επέβαλε σε αυτές πρόστιμα ύψους αφενός
1.025.515 Ευρώ στην α΄ καταγγελλόμενη εταιρεία και αφετέρου 190.533 ευρώ
στην β΄ καταγγελλόμενη εταιρεία.
Επειδή η απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού καλούσε την Γραμματεία (νυν
Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού) να υποβάλει συμπληρωματική εισήγηση ως
προς το θέμα των συνιστωμένων ή επιβαλλομένων τιμών ανταλλακτικών και
επισκευών (service) από τις ως άνω καταγγελλόμενες εταιρείες.
II. Επειδή η Γ.Δ.Α. στην προαναφερόμενη συμπληρωματική εισήγηση της
διαπίστωσε ότι :
α) η α΄ καταγγελλόμενη εταιρία καθόριζε την τιμή πώλησης των
ανταλλακτικών, που διακινούσε, καθώς και την τιμή εργατοώρας για παροχή
υπηρεσιών επισκευής
β) η καταγγελλόμενη εταιρία ακολουθούσε όμοια εμπορική πολιτική όσον
αφορά τον καθορισμό των τιμών πώλησης των ανταλλακτικών και της
εργατοώρας service με εκείνη της α΄ καταγγελλόμενης εταιρίας και
γ) και οι δύο καταγγελλόμενες εταιρίες ήλεγχαν την τήρηση της εμπορικής
πολιτικής τους μέσω ηλεκτρονικού συστήματος, που διέθεταν, και μέσω
αιφνιδιαστικών επισκέψεων στους διανομείς τους.
III. Επειδή κατά την ακροαματική διαδικασία και με τα υπομνήματα, που
προσκόμισαν τα μέρη μετά τη λήξη αυτής,
[1] Η καταγγέλλουσα προέβαλε κυρίως ότι οι καταγγελλόμενες προέβαιναν σε
επιβολή σταθερών ή ελάχιστων τιμών και προσήγαγε προς απόδειξη των



ισχυρισμών της παραστατικά αντιπροσώπων (διανομέων) καθώς και επιστολές
των καταγγελλόμενων προς εταιρείες – μέλη του δικτύου.
[2] Οι καταγγελλόμενες ισχυρίστηκαν
· Ότι παραβιάστηκε ο κανόνας σύμφωνα με τον οποίο το βάρος της απόδειξης
της παράβασης φέρει η Γ.Δ.Α.
· Ότι δεν υφίσταται συμφωνία ανεξάρτητων επιχειρήσεων με την έννοια των
διατάξεων του άρθρου 1 του ν. 703/77 και του άρθρου 81 παρ.1 της
Συνθ.ΕΚ
· Ότι σε κάθε περίπτωση δεν υπήρξε συμφωνία με την έννοια των διατάξεων
του άρθρου 1 του ν. 703/77 και του άρθρου 81, παρ.1 της Συνθ.ΕΚ
· Ότι και εάν ήθελε υποτεθεί ότι υφίσταται συμφωνία μεταξύ ανεξάρτητων
επιχειρήσεων, αυτή δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό, διότι οι
καταγγελλόμενες επέβαλλαν μόνο μέγιστες ή συνιστώμενες τιμές και όχι
ελάχιστες ή σταθερές τιμές λιανικής. Προς στήριξη των προαναφερόμενων
ισχυρισμών τους οι καταγγελλόμενες εταιρίες προσκόμισαν τιμολόγια,
αποδείξεις και άλλα έγγραφα.
IV. Επειδή η υπ’ αριθμ. 1935/2006 Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επί
της προσφυγής των καταγγελλόμενων εταιριών ακύρωσε την υπ΄αριθμόν
288/IV/2005 απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού όσον αφορά την εκεί
διαπιστωθείσα παράβαση και τις επιβληθείσες κυρώσεις
V. Επειδή η ως άνω απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών έκρινε μη νόμιμη
τη διεξαγωγή περαιτέρω συμπληρωματικής έρευνας μόνο σχετικά με τη χρέωση
της εργατοώρας και μόνον όσον αφορά τη δεύτερη προσφεύγουσα.
VI. Επειδή η συμπληρωματική έρευνα αφορά διαφορετική επιχειρηματική
δραστηριότητα σε διαφορετική σχετική αγορά από την κριθείσα στην
288/ΙV/2005 απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
VII. Επειδή η Επιτροπή, έχοντας λάβει υπόψη της τα εξετασθέντα από τη Γ.Δ.Α. και
τα προσκομισθέντα από τα ενδιαφερόμενα μέρη αποδεικτικά στοιχεία καθώς και
την προαναφερθείσα απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, κρίνει ότι για
τη διαμόρφωση κρίσης από μέρους της απαιτείται η περαιτέρω διερεύνηση
ορισμένων ζητημάτων.
VIII. Επειδή συντρέχει συνεπώς περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 22 παρ. 4 του
Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού.



ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ.
Η Επιτροπή απέχει από την έκδοση οριστικής απόφασης και εκδίδει την παρούσα
προδικαστική απόφαση, με την οποία καλεί τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού να
διενεργήσει περαιτέρω έρευνα στην αγορά των ανταλλακτικών για την πολιτική των
καταγγελλόμενων εταιρειών καθώς και για την λειτουργία των αγορών και εντός
διμήνου να υποβάλει πλήρη συμπληρωματική εισήγηση.
Η απόφαση εκδόθηκε την 11η Ιουλίου 2006.
Η απόφαση να δημοσιευθεί της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το
άρθρο 23 παρ. 7 του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής
Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 361/Β/4.4.2001).
Ο Πρόεδρος
Η συντάξασα την Απόφαση
Αριστέα Σινανιώτη Σπυρίδων Ζησιμόπουλος
Η Γραμματέας
Αικατερίνη Τριβέλη

=============================================

  
ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡΙΘΜ. 1 370/V/2007
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε στην αίθουσα Συνεδριάσεων του 1ου ορόφου, του κτιρίου των Γραφείων της
(Κότσικα 1Α & Πατησίων), την 24η Μαΐου 2007, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30, με την
εξής σύνθεση:
Πρόεδρος: Σπυρίδων Ζησιμόπουλος
Μέλη: Αριστομένης Κομισόπουλος,
Αριστέα Σινανιώτη,
Φαίδων Στράτος,
Χρήστος Ιωάννου,
Δέσποινα Κλαβανίδου, λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους Βασιλείου-
Σπυρίδωνα Χριστιανού,
Ευθύμιος Πουρναράκης, λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους
Απόστολου Ρεφενέ,
Δημήτριος Γιαννέλης,
Ελίζα Αλεξανδρίδου, και
Αθανάσιος Στεφόπουλος, λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους Γεωργίας
Μπεχρή-Κεχαγιόγλου
Τα λοιπά τακτικά ή/και αναπληρωματικά αυτών μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αν
και προσκληθέντα, δεν προσήλθαν στη συνεδρίαση, λόγω δικαιολογημένου κωλύματος.
Γραμματέας: Αικατερίνη Τριβέλη (*)
Θέμα της συνεδρίασης ήταν η λήψη απόφασης επί της με αριθ. πρωτ. 1284/01.03.2007
Συμπληρωματικής Εισήγησης της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού, σύμφωνα με την
με αριθ. 315/V/2006 προδικαστική απόφαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, ως προς το
θέμα των συνιστώμενων ή επιβαλλόμενων τιμών ανταλλακτικών και επισκευών (service)
από τις εταιρείες «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π &
Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», για τυχόν
παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/77, όπως ισχύει, και του άρθρου 81 παρ. 1 ΕΚ,
κατόπιν των με αριθ. πρωτ. 1917/27.5.2003 και 1918/27.5.2003 αντίστοιχων καταγγελιών
της εταιρείας «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ Α.Ε.Β.Ε. - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» κατά των ανωτέρω εταιρειών.
1 Από την παρούσα απόφαση έχουν παραλειφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ.7 του Κανονισμού
Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 1890/Β’/29.12.2006), τα στοιχεία εκείνα,
τα οποία κρίθηκε ότι αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο. Στη θέση των στοιχείων που έχουν παραλειφθεί
υπάρχει η ένδειξη […]. Όπου ήταν δυνατό τα στοιχεία που παραλείφθηκαν αντικαταστάθηκαν με ενδεικτικά
ποσά και αριθμούς ή με γενικές περιγραφές (εντός […]).

2
Στη συνεδρίαση είχαν νομίμως κλητευθεί και παρίσταντο: (α) για την καταγγέλλουσα
εταιρεία «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ Α.Ε.Β.Ε. - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»
(εφεξής καταγγέλλουσα ή ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ), ο νόμιμος εκπρόσωπός της Αριστείδης
Στεφανίδης και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι της Στυλιανός Γρηγορίου, (β) για τις
καταγγελλόμενες εταιρείες «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (εφεξής α΄ καταγγελλόμενη ή
ΧΙΟΥΝΤΑΙ) και «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» (εφεξής β΄ καταγγελλόμενη ή
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ), ο νόμιμος εκπρόσωπός τους Ανδρέας Τσούκας, μέλος του Δ.Σ. αυτής,
και ο πληρεξούσιος δικηγόρος τους Γρηγόριος Πελεκάνος.
Η συζήτηση της υπόθεσης συνεχίσθηκε, με την ίδια σύνθεση της Επιτροπής, και στις
συνεδριάσεις της: α) 31ης Μαΐου 2007 (ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30), β) 14ης Ιουνίου
2007 (ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30), γ) 28ης Ιουνίου 2007 (ημέρα Πέμπτη και ώρα
10:00), και δ) 4ης Ιουλίου 2007 (ημέρα Τετάρτη και ώρα 15:30), οπότε και
ολοκληρώθηκε.
Στα ενδιαφερόμενα μέρη είχε κοινοποιηθεί η με αριθ. πρωτ. 2569/17.5.2007 εισήγηση της
Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (εφεξής Γ.Δ.Α.) επί των προτεινομένων από την α΄
καταγγελλόμενη δεσμεύσεων, σύμφωνα με το άρθρ. 13 του Κανονισμού Λειτουργίας και
Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄ 1890/29.12.2006), η οποία καταλήγει
ως εξής: «Βάσει των ανωτέρω η Γ.Δ.Α. προτείνει να μην γίνουν δεκτές οι προτεινόμενες
από την εταιρεία ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ δεσμεύσεις».
Στην αρχή της συνεδρίασης, τα ενδιαφερόμενα μέρη τοποθετήθηκαν επί της ως άνω με
αριθ. πρωτ. 2569/17.5.2007 εισήγησης της Γ.Δ.Α. επί των προτεινομένων δεσμεύσεων και
η Επιτροπή, αφού συσκέφθηκε, αποφάσισε ότι δεν αποδέχεται τις προτεινόμενες
δεσμεύσεις και προχωρά στη συζήτηση της υπόθεσης.
Στη συνέχεια το λόγο έλαβε ο Γενικός Εισηγητής Ιωάννης Μιχαήλ, αναπληρωτής Γενικός
Διευθυντής και Προϊστάμενος της Β΄ Διεύθυνσης Εφαρμογής της Γ.Δ.Α., ο οποίος
ανέπτυξε συνοπτικά τη με αριθ. πρωτ. 1284/1.3.2007 γραπτή Εισήγηση της Υπηρεσίας
και κατέληξε ως εξής:
«…, 1) Να υποχρεωθεί η α΄ καταγγελλόμενη εταιρεία «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» να παύσει τις
ανωτέρω παραβάσεις του άρ. 1 Ν. 703/1977, όπως ισχύει, και του άρ. 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ,
εφόσον συνεχίζονται, και να παραλείπει αυτές στο μέλλον,
2) Να επιβληθεί στην α΄ καταγγελλόμενη εταιρία «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» πρόστιμο σύμφωνα με τη
διάταξη του άρ. 9 Ν. 703/1977, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της διάρκειας
της παράβασης και των επιβαρυντικών και ελαφρυντικών παραγόντων, που
διαπιστώθηκαν,

3
3) Να επαπειληθεί χρηματική ποινή για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης της α΄
καταγγελλόμενης εταιρείας «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» […] και/ή συνέχισης ή επανάληψης της
παράβασης,
4) Να απορριφθεί η υπό εξέταση καταγγελία αναφορικά με την β΄ καταγγελλόμενη
εταιρεία «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ &
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για παράβαση του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977.
5) Να αποφανθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι δε συντρέχει λόγος δράσης από μέρους
της αναφορικά με την β΄ καταγγελλόμενη εταιρεία «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για παράβαση
του άρ. 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο του άρθρ. 5 του Κανονισμού
1/2003».
Κατόπιν το λόγο έλαβαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των
ενδιαφερομένων μερών, οι οποίοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους, απάντησαν σε ερωτήσεις
που τους υπέβαλαν ο Πρόεδρος και τα Μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού (εφεξής
Επιτροπή ή Ε.Α.), και ζήτησαν, η μεν καταγγέλλουσα να γίνει δεκτή η εισήγηση της
Γ.Δ.Α., οι δε καταγγελλόμενες την απόρριψη των αιτιάσεων της Γ.Δ.Α., όπως αυτές
αναφέρονται στην ως άνω με αριθ. πρωτ. 1284/1.3.2007 εισήγηση της Γ.Δ.Α..
Επίσης, τα μέρη ζήτησαν την εξέταση μαρτύρων για τη θεμελίωση των ισχυρισμών τους
και η Επιτροπή, αποδεχόμενη το αίτημά τους, εξέτασε ενόρκως τους εξής μάρτυρες: 1)
τον μάρτυρα της καταγγέλλουσας κ. […], 2) τον μάρτυρα της β΄ καταγγελλόμενης κ. […],
και 3) τον μάρτυρα της α΄ καταγγελλόμενης κ. […].
Μετά την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και της εξέτασης των μαρτύρων,
τα ενδιαφερόμενα μέρη εζήτησαν και η Προεδρεύουσα του Β΄ Τμήματος της Ε.Α.
χορήγησε προθεσμία μέχρι την 13η Ιουλίου 2007, ημέρα Παρασκευή, προκειμένου να
υποβάλλουν τα συμπληρωματικά υπομνήματά τους.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού συνήλθε σε διάσκεψη την 30η Αυγούστου 2007 (ημέρα
Τετάρτη και ώρα 13:00), την οποία και συνέχισε την 30η Οκτωβρίου 2007 (ημέρα Τρίτη
και ώρα 15:00) και ολοκλήρωσε την 29η Νοεμβρίου 2007 (ημέρα Πέμπτη και ώρα 13:30),
στην ως άνω αίθουσα συνεδριάσεων του 1ου ορόφου του κτηρίου των Γραφείων της. Τα
μέλη της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα οποία για διάφορους λόγους απουσίαζαν σε
ορισμένες συνεδριάσεις, είχαν εγκαίρως ενημερωθεί πλήρως από τον Πρόεδρο της
Επιτροπής για όλα όσα έλαβαν χώρα στις συνεδριάσεις αυτές, καθώς επίσης τα μέλη της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, που συμμετείχαν στη λήψη της παρούσας απόφασης δήλωσαν
ότι έχουν ενημερωθεί σε κάθε περίπτωση πλήρως και αναλυτικώς για το σύνολο του
φακέλου και του αποδεικτικού υλικού.
Η Επιτροπή κατά τη διάσκεψή της, αφού έλαβε υπόψη της όλα τα στοιχεία του φακέλου
της κρινόμενης υπόθεσης, τη συμπληρωματική εισήγηση της Γ.Δ.Α., τις απόψεις που
εξέφρασαν προφορικώς και εγγράφως τα ενδιαφερόμενα μέρη καθώς και τα υπομνήματά
τους, καθώς και τα όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες κατά την ακροαματική διαδικασία, τις

4
καταθέσεις των μαρτύρων και γενικά το σύνολο της ενώπιον της Επιτροπής συζήτησης
της υποθέσεως,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ :
Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ
Στις 27-5-2003 κατατέθηκαν από την εταιρεία ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ-
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ οι με αριθ. πρωτ. 1917 και 1918 καταγγελίες
κατά των εταιρειών ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ, για παράβαση
του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 703/77, όπως ισχύει, και του άρθρου 81 παρ. 1 ΕΚ. Ειδικότερα
στην καταγγελία της η ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ-ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ αναφέρει ότι οι καταγγελλόμενες προέβησαν σε επιβαλλόμενες ή
συνιστώμενες τιμές ανταλλακτικών και επισκευών (service) προς τους διανομείς τους.
ΙΙ. ΤΑ ΜΕΡΗ
α. Η καταγγέλλουσα εταιρεία «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» (εφεξής καταγγέλλουσα / ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ)
Η εταιρεία ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ιδρύθηκε το 1999 και δραστηριοποιήθηκε αρχικά ως
διανομέας και εμπορικός αντιπρόσωπος της εταιρείας ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ,
αποκλειστικής αντιπροσώπου των προϊόντων (οχήματα και ανταλλακτικά) ΚΙΑ στην
Ελλάδα, με έδρα τη Μεταμόρφωση Αττικής, όπου έχει μισθώσει για εννέα έτη
οικοδομή την οποία αποπεράτωσε με δαπάνες της και διαμόρφωσε έκθεση και
συνεργείο αυτοκινήτων καθώς και αποθήκη ανταλλακτικών.
Από τις αρχές Απριλίου 2001, η εταιρεία συνεβλήθη και με την ανωτέρω (α΄)
καταγγελλόμενη εταιρεία, ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, η οποία
ελέγχεται από τους ίδιους μετόχους με την εταιρία ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ και ανέλαβε την
διανομή και των προϊόντων (οχήματα και ανταλλακτικά) HYUNDAI. Στην
εξεταζόμενη περίπτωση ενδιαφέρει η διανομή των ανταλλακτικών και η επισκευή, όχι
η διανομή οχημάτων.
Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας από τις παραπάνω δραστηριότητες, το έτος 2001
ανήλθε σε […] Ευρώ και το έτος 2002 σε […] Ευρώ εκ των οποίων ποσόν […] Ευρώ
αφορούσε πωλήσεις ανταλλακτικών και επισκευή οχημάτων HYUNDAI και ποσόν
[…] Ευρώ αφορούσε πωλήσεις ανταλλακτικών και επισκευή οχημάτων ΚΙΑ.
β. ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ (εφεξής α' καταγγελλόμενη /
ΧΙΟΥΝΤΑΙ)
Η ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ είναι ανώνυμη, βιομηχανική και
εμπορική εταιρεία, η οποία εδρεύει στη Μάνδρα -Αττικής και ελέγχεται από τον […]

5
και τη […], οι οποίοι είναι ο Πρόεδρος και η Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας
αντίστοιχα.
Σημειώνεται ότι ο Όμιλος Π. & Ρ Δάβαρη, όπως αναφέρεται στην από 28.6.00
επιστολή του κ. […], Οικονομικού και Διοικητικού Διευθυντή του Ομίλου, αν και δεν
έχει νομική δομή, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων εταιρειών και τις εταιρείες HYUNDAI
ΕΛΛΑΣ Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ, Π. & Ρ.
ΔΑΒΑΡΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΡΑΚΤΟΡΕΙΟ ΕΠΕ και AUTOPOINT Α.Ε.
Η εν λόγω εταιρεία ορίστηκε από την 1η Απριλίου 1991 αποκλειστικός εισαγωγέας και
διανομέας στην ελληνική αγορά, των προϊόντων (οχήματα και ανταλλακτικά)
HYUNDAI της κορεάτικης εταιρείας HYUNDAI MOTOR COMPANY.
Ο συνολικός κύκλος εργασιών της στην αγορά πώλησης ανταλλακτικών και στη
συντήρηση και επισκευή οχημάτων για το έτος 2002 ανήλθε σε […] Ευρώ.
γ. ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π. & Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ (εφεξής β' καταγγελλόμενη/
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ)
Η ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ είναι ανώνυμη, βιομηχανική και εμπορική εταιρεία, η
οποία εδρεύει στο Ν. Ψυχικό -Αττικής και ελέγχεται από τον […] και τη […], οι οποίοι
είναι ο Πρόεδρος και η Διευθύνουσα Σύμβουλος της εταιρείας αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την ανωτέρω αναφερόμενη από 28.6.2000 επιστολή του κ. […],
Οικονομικού και Διοικητικού Διευθυντή του Ομίλου Π & Ρ Δάβαρη, η ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ
είναι εταιρεία του Ομίλου. Η εν λόγω εταιρεία ορίστηκε από τον Απριλίου 1999
αποκλειστικός εισαγωγέας και διανομέας στην ελληνική αγορά, των προϊόντων
(οχήματα και ανταλλακτικά) της κορεάτικης εταιρείας ΚΙΑ MOTORS
CORPORATION.
Ο συνολικός κύκλος εργασιών της για το έτος 2002 ανήλθε στην αγορά πώλησης
ανταλλακτικών και στη συντήρηση και επισκευή οχημάτων σε […] Ευρώ.
ΙΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
Η σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων ή
υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να
υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, της τιμής τους και της
σκοπούμενης χρήσης τους.
Οι εμπλεκόμενες στην υπό κρίση υπόθεση εταιρίες, δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο
κλάδο εμπορίας αυτοκινήτων οχημάτων, ο οποίος καλύπτει τις ακόλουθες αγορές:
α) εμπόριο επιβατικών αυτοκινήτων οχημάτων
β) συντήρηση και επισκευή των εν λόγω αυτοκινήτων οχημάτων
γ) εμπόριο ανταλλακτικών και εξαρτημάτων των παραπάνω αυτοκινήτων οχημάτων.

6
Η υπό κρίση υπόθεση αφορά στην εμπορία ανταλλακτικών των εταιρειών ΧΙΟΥΝΤΑΙ και
ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ και στη συντήρηση και επισκευή των αυτοκινήτων οχημάτων των εν
λόγω εταιρειών.
Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τη διάκριση που γίνεται στον Κανονισμό 1400/2002
(Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1400/2002 της Επιτροπής, της 31ης Ιουλίου 2002, για την
εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων
συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ΕΕ.
L 203, 01/08/2002, σελ. 30, (άρθρο 8 α), β) και γ), κατά κανόνα, η πώληση καινουργών
αυτοκινήτων οχημάτων πρέπει να εξετάζεται χωριστά από την πώληση ανταλλακτικών
και την παροχή υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης. Εκτιμάται ότι το γεγονός αυτό
επιβάλλεται και από τη διάσπαση της υποχρεωτικής μέχρι πρότινος σύνδεσης των
πωλήσεων με τη συντήρηση των οχημάτων, η οποία προβλεπόταν στον Κανονισμό
1475/95. Η συγκεκριμένη διάσπαση συνιστά μία από τις βασικότερες μεταβολές που
επέφερε ο Κανονισμός 1400/2002.
Στα ειδικά για κάθε σήμα ανταλλακτικά, δεν υπάρχουν υποκατάστατα, δεδομένου ότι
είναι πιθανό να μην υπάρχουν πρόχειρες εναλλακτικές πηγές προμήθειας στην αγορά και
οι καταναλωτές δεν θα επισκεύαζαν το αυτοκίνητό τους με διαφορετικό ανταλλακτικό.
Για το λόγο αυτό άλλωστε προβλέπεται στον Κανονισμό 1400/2002 (Βλ. υπ’ αριθμ. 19
αιτιολογική σκέψη του προοιμίου, καθώς και άρθρο 4 παρ. 2), ότι οι ανεξάρτητοι
επισκευαστές μπορούν να έχουν την ίδια πρόσβαση όχι μόνο σε γνήσια ανταλλακτικά ή
ανταλλακτικά εφάμιλλης ποιότητας προς τα γνήσια, αλλά και σε τεχνικές πληροφορίες,
εκπαίδευση, εργαλεία προγράμματα υπολογιστών, διαγνωστικό εξοπλισμό, δυνατότητες
επαναπρογραμματισμού, στοιχεία στα οποία μέχρι πρότινος είχαν πρόσβαση μόνο οι
εξουσιοδοτημένοι επισκευαστές.
Στην περίπτωση που δεν υπάρχουν υποκατάστατα, τα ανταλλακτικά συγκεκριμένου
σήματος δύνανται να αποτελέσουν τη σχετική αγορά προϊόντος που επηρεάζεται από τη
συμφωνία μεταξύ ενός προμηθευτή και του εξουσιοδοτημένου δικτύου επισκευής.
Στην εν λόγω υπόθεση, οι κατασκευάστριες εταιρίες HYUNDAI και ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ
έχουν οργανώσει ένα δίκτυο εξουσιοδοτημένων επισκευαστών για το σήμα τους, οι οποίοι
αναλαμβάνουν την τήρηση της εγγύησης.
Οι δύο κατασκευάστριες εταιρίες προμηθεύουν ανταλλακτικά στους επισκευαστές των
δικτύων τους και τους παρέχουν πρόσβαση στην εφοδιαστική διαχείριση της αλυσίδας
προμήθειας, σε λογισμικό και σε στοιχεία που προστατεύονται από δικαιώματα
διανοητικής ιδιοκτησίας.
Τα μέλη του συστήματος μπορούν να αναφέρουν ότι έχουν την ιδιότητα του
εξουσιοδοτημένου επισκευαστή και να χρησιμοποιούν τα εμπορικά σήματα HYUNDAI
και ΚΙΑ των κατασκευαστών, στο συνεργείο τους και στις διαφημίσεις τους.
Οι εξουσιοδοτημένοι επισκευαστές πρέπει να πραγματοποιήσουν σημαντικές επενδύσεις
για τα συγκεκριμένα σήματα, οι οποίες τους δίνουν τη δυνατότητα να παρέχουν όλο το
φάσμα των υπηρεσιών επισκευής / συντήρησης για όλα τα οχήματα του σήματος.

7
Η παροχή ανταλλακτικών και υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης των σημάτων
HYUNDAI και ΚΙΑ θεωρείται διακεκριμένη αγορά από την αγορά πώλησης καινούργιων
αυτοκινήτων οχημάτων HYUNDAI και ΚΙΑ.
Παρόλο που και άλλοι επισκευαστές παρέχουν αποτελεσματική εξυπηρέτηση για τα
αυτοκίνητα των σημάτων HYUNDAI και ΚΙΑ που έχουν ορισμένη ηλικία ή εκτελούν
απλές εργασίες συντήρησης/επισκευής (Π.χ εξατμίσεις, μπαταρίες, ελαστικά), όσον
αφορά στα εξαρτήματα, μόνο το εξουσιοδοτημένο δίκτυο είναι ικανό να εξασφαλίσει και
πράγματι εξασφαλίζει την εξυπηρέτηση για τα περισσότερα αυτοκίνητα του σήματος που
κυκλοφορούν σε κάθε γεωγραφική αγορά. Σημειώνεται δε ότι το πνεύμα του Κανονισμού
1400/2002 κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση, επιχειρεί δηλ. να «κλείσει την ψαλίδα»
που χωρίζει τους ανεξάρτητους από τους εξουσιοδοτημένους επισκευαστές.
Μεταξύ των ειδικών και μη ειδικών για τα σήματα HYUNDAI και ΚΙΑ ανταλλακτικών
είναι πολύ μικρός ο βαθμός υποκατάστασης. Μάλιστα, στο πλαίσιο παροχής των
επισκευαστικών υπηρεσιών, πολλά ειδικά για τα σήματα ανταλλακτικά ενδέχεται να μη
μπορούν να υποκατασταθούν καθόλου από μη ειδικά.
ΙV. ΣΧΕΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΓΟΡΑ
Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην οποία οι ενδιαφερόμενες
επιχειρήσεις πωλούν τα σχετικά προϊόντα υπό επαρκώς ομοιογενείς συνθήκες
ανταγωνισμού.
Στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι ο εφοδιασμός του δικτύου οργανώνεται σε
εθνική βάση και τα μέλη του δικτύου μπορούν και όντως πραγματοποιούν αγορές σε
παραπλήσιους εμπορικούς όρους, ως επηρεαζόμενη γεωγραφική αγορά θεωρείται η
εθνική αγορά.
V. ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Με βάση τα όσα περιγράφονται εκτενώς στην εισήγηση της Γ.Δ.Α., καταδεικνύονται τα
εξής:
α) Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας και σε διαφορετικά εξουσιοδοτημένα συνεργεία
για τη χρονική περίοδο από 5.6.02 έως 31.7.02 για το service 30.000 KM και για
κωδικούς ανταλλακτικών που είναι κοινοί και συνεπώς συγκρίσιμοι μεταξύ τους, οι
τιμές είναι ίδιες.
β) Για το χρονικό διάστημα από 2001 έως 2002 η α΄ καταγγελλόμενη εταιρεία
καθόριζε, σε τακτά χρονικά διαστήματα και για όλους τους τύπους αυτοκινήτων
της, τις τιμές των ανταλλακτικών, της εργασίας τοποθέτησής τους, καθώς και την
τελική τιμή χρέωσης ανταλλακτικών και εργασίας στον πελάτη. Επίσης, καθόριζε
την τιμή των εργασιών φανοποιίας και βαφής, όλων των τύπων αυτοκινήτων της.
Σημειώνεται δε, ότι η α΄ καταγγελλόμενη απέστελνε στην καταγγέλλουσα κατά το
έτος 2001, λίστες που αφορούσαν καταστάσεις ανταλλακτικών προγραμματισμένης
συχνότητας service για όλους τους τύπους αυτοκινήτων της ΧΙΟΥΝΤΑΙ, όπου σε

8
καμία περίπτωση οι αναγραφόμενες τιμές δεν χαρακτηρίζονται από την α΄
καταγγελλόμενη ενδεικτικές μέγιστες ή προτεινόμενες.
γ) Η α΄ καταγγελλόμενη εταιρεία προέβαινε κατά το χρονικό διάστημα από το 2001
έως το 2002 όχι μόνο σε καθορισμό της τιμής των ανταλλακτικών και των
εκπτώσεων σ’ αυτά αλλά και σε καθορισμό της τιμής εργατοώρας όλων των
εργασιών των παρεχομένων εργασιών στα εξουσιοδοτημένα συνεργεία του δικτύου
της. Πουθενά στις εγκυκλίους, τις οποίες συνέλεξε η Γ.Δ.Α. κατά την έρευνά της,
και οι οποίες αποτελούν μέρος του φακέλου (βλ. ενδεικτικά εγκύκλιο με
ημερομηνία 18-2-1999 της α΄ καταγγελλόμενης, επιστολή με ημερομηνία 18-1-2001
της ιδίας, εγκύκλιος με αριθμο 6/13-2-2001 της ιδίας, το με ημερομηνία 15-2-2001
έγγραφο αυτής), καλύπτουν δε μεγάλο χρονικό διάστημα (1999-2002) δεν
αναφέρονται οι λέξεις «προτεινόμενες», «επιτρεπόμενες» ή «ανώτατες» τιμές
ανταλλακτικών ή εργατοώρας εργασιών συνεργείου. Αντιθέτως η όλη φραστική
διατύπωση των κειμένων («…τα ανταλλακτικά θα πωλούνται…», «…η λιανική
τιμή του ανταλλακτικού είναι…», «…ξεκινάει εκπτωτική πολιτική…», «…οι νέοι
πίνακες θα σας σταλούν…», «…οι τιμές είναι στο on- line σύστημα…» κ.λ.π.),
παραπέμπει σε επιβολή τιμών και όχι σε πρόταση σχετικά μ’ αυτές, άποψη που
υποστήριξε με έμφαση στην κατάθεσή του ενώπιον της Επιτροπής και ο μάρτυρας
της καταγγέλλουσας, εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπος της HYUNDAI μέχρι το 2003
κ. […] (κατάθεση 31-5-2007). Επιπλέον, είναι φανερό ότι η α΄ καταγγελλόμενη
μπορούσε να ελέγχει ανά πάσα στιγμή μέσω του ηλεκτρονικού συστήματος που είχε
υποχρεώσει τα μέλη του δικτύου της να εγκαταστήσουν, όπως προκύπτει από την
από 19-9-2001 επιστολή του ομίλου Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ, προς το δίκτυο συνεργατών,
την τήρηση της εκάστοτε τιμολογιακής- εμπορικής πολιτικής της, στα
ανταλλακτικά, στις εκπτώσεις σ’ αυτά, καθώς και στην εργατοώρα συνεργείου
επισκευών. Άλλωστε, και η ίδια αναφέρει ρητά στην από 18-1-2001 επιστολή της
προς το δίκτυο συνεργατών ότι οι εκπτώσεις, που επιβάλλει στα μέλη του δικτύου
της να παρέχουν στους καταναλωτές, θα ελεγχθούν και με έρευνες Mystery
Shopping, που θα οργανωθούν κατά τη διάρκεια της ισχύος του εκπτωτικού
προγράμματος, αναφερόμενη στο έτος 2001, ενώ έχει προσκομίσει έρευνα Mystery
Shopping του έτους 2000 ισχυριζόμενη ότι δεν έχει διενεργήσει παρόμοια έρευνα
για το έτος 2001, παρότι κάτι τέτοιο αναγγέλλει στους συνεργάτες της, στις
18.1.2001.
1. Έναντι των ανωτέρω η α΄ καταγγελλόμενη αντέτεινε αόριστα ότι δεν ελήφθησαν
υπόψη από τη Γ.Δ.Α ορισμένα από τα προσκομισθέντα από την α΄ καταγγελλόμενη
τιμολόγια ή ότι αυτά δεν αξιολογήθηκαν ορθώς.
Εκτιμάται κατ΄ αρχήν ότι τα στοιχεία που η α΄ καταγγελλόμενη επικαλείται ότι δεν
ελήφθησαν υπόψη και τα οποία αποδεικνύουν μια κατ’ εξαίρεση διαφοροποίηση των
τιμών δεν ήταν ικανά να πείσουν για μη στοιχειοθέτηση παράβασης. Εξάλλου η
επίκληση από την πρώτη καταγγελλόμενη της υπόθεσης Επιτροπή κατά Yamaha (της
16-7-2003) από την οποία προκύπτει ότι «η απλή «σποραδική» διαφοροποίηση των
τελικών τιμών δεν αποδεικνύει την έλλειψη συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής

9
καθορισμού τιμών», ουσιαστικά επιβεβαιώνει την ανωτέρω θέση. Σημειώνεται δε ότι
στην εξεταζόμενη περίπτωση και σύμφωνα με όσα αναφέρονται, πάντα από τις ίδιες τις
καταγγελλόμενες, δεν πρόκειται για μία απλή σποραδική διαφοροποίηση των τιμών,
αλλά μόνο για μία κατ’ εξαίρεση διαφοροποίηση (στις ελάχιστες περιπτώσεις που αυτή
εντοπίζεται).
Τα ανωτέρω ισχύουν επίσης και σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση από τη ΓΔΑ των
προσκομισθέντων από τις καταγγελλόμενες στοιχείων. Από την εκτενή επεξεργασία
αυτών προκύπτει ότι σε 145 από 199 περιπτώσεις οι διανομείς ανταλλακτικών –
επισκευαστές του δικτύου συμμορφώθηκαν προς τις υποδείξεις της α΄
καταγγελλόμενης. Σε αυτές τις συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί επομένως να
υποστηριχθεί ότι τελικά επήλθε κάθετη συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική
ανάμεσα στους συμμορφωθέντες και τον προμηθευτή. Άποψη με ιδιαίτερη σημασία
για την υπό εξέταση υπόθεση, δεδομένου ότι στην τελευταία δεν ερευνάται οριζόντια
συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική, αλλά η ύπαρξη ή μη κάθετης συμφωνίας ή
εναρμονισμένης πρακτικής ανάμεσα στον προμηθευτή του δικτύου και σε κάποιους
τουλάχιστον από τους διανομείς ανταλλακτικών και επισκευαστές του δικτύου.
2. Σε ό,τι δε αφορά τον ισχυρισμό της α΄ καταγγελλόμενης ότι είναι μεθοδολογικά
εσφαλμένο να αναζητούνται διαφοροποιήσεις τιμών μόνο σε ανταλλακτικά με μικρή
αξία, η Επιτροπή κρίνει ότι η Γ.Δ.Α. ορθώς εστίασε την έρευνά της στα
«ανταλλακτικά ιδιαίτερα χαμηλής αξίας» - όπως χαρακτηριστικά τα αποκαλεί η α΄
καταγγελλόμενη - καθώς πρόκειται για τα ανταλλακτικά με τη μεγαλύτερη ζήτηση,
αφού αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του συνήθους service ή της συνήθους
επισκευής, στο οποίο προβαίνει ανεξαίρετα ο μέσος καταναλωτής. Επομένως η έρευνα
της ΓΔΑ είναι όχι μόνο αξιόπιστη, αλλά και πολύ ρεαλιστική. Επισημαίνεται επίσης
ότι για το μέσο καταναλωτή και δη για τον αγοραστή ενός οχήματος τύπου
HYUNDAI η τιμή των ανταλλακτικών και ιδίως αυτών που απαιτούνται για τα
συνήθη services και επισκευές αποτελεί μία οικονομικά κρίσιμη παράμετρο που δεν
θα πρέπει να υποτιμάται σε καμία περίπτωση, καθώς μάλιστα η συγκεκριμένη μάρκα
αυτοκινήτου μάλλον δεν εντάσσεται στα οχήματα πολυτελείας.
3. Αναφορικά με την οριοθέτηση της σχετικής αγοράς προϊόντος ή υπηρεσίας και τον
ισχυρισμό της α΄ καταγγελλόμενης περί αοριστίας αυτής επισημαίνονται τα εξής: Η
σχετική αγορά προϊόντων περιλαμβάνει το προϊόν ή τα προϊόντα που αφορούν στην
υπό εξέταση περίπτωση, καθώς και όλα τα προϊόντα που είναι υποκατάστατα τους
είτε από πλευράς ζήτησης ή από πλευράς προσφοράς (demand or supply substitutes),
των οποίων η διαθεσιμότητα (ή δυνητική διαθεσιμότητα) εμποδίζει τις υπό εξέταση
επιχειρήσεις να αυξήσουν την τιμή τους κατά ένα μικρό αλλά σημαντικό ποσοστό για
αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα (Βλέπε σχετικά Βέττα – Κατσουλάκο, Πολιτική
Ανταγωνισμού & Ρυθμιστική Πολιτική, 2004, σελ. 276επ.). Υπογραμμίζεται δε ότι
στον καθορισμό της σχετικής αγοράς η βασική έννοια είναι αυτή της άμεσης
ελαστικότητας ζήτησης (direct price elasticity) ως προς την τιμή του ίδιου προϊόντος,
και όχι αυτή της σταυροειδούς ελαστικότητας (cross-price elasticity) που μετράει την

10
ποσοστιαία μεταβολή στην ζήτηση ενός προϊόντος λόγω μίας μικρής μεταβολής στην
τιμή ενός άλλου προϊόντος (Βλέπε σχετικά Βέττα – Κατσουλάκο, ό.π., σελ. 278).
Αυτόν ακριβώς τον ισχυρισμό φαίνεται να προβάλλει η α΄ καταγγελλόμενη στην
εξεταζόμενη περίπτωση, αγνοώντας σκοπίμως ότι η βασική έννοια κατά την εξέταση
της σχετικής αγοράς προϊόντος είναι αυτή της άμεσης ελαστικότητας ζήτησης ως προς
την τιμή του ίδιου προϊόντος.
4. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της α΄ καταγγελλόμενης ότι νομικά κρίσιμη δεν είναι η
σύγκλιση σε ονομαστικές αλλά σε σύγκλιση σε τελικές τιμές, παρατηρούνται τα
ακόλουθα: Το γεγονός ότι η Ε.Α. στην υπ’ αριθμόν 332/V/2007 απόφασή της που
επικαλούνται οι καταγγελλόμενες, αναφέρει ότι «προκύπτει ότι […] καθόριζε μία
λιανική τιμή […] δίχως να καταλείπει περιθώρια στο διανομέα να αποφασίζει ο ίδιος
για το ύψος της τελικής τιμής πώλησης […]», δεν σημαίνει ότι το νομικά σημαντικό
δεν είναι η σύγκλιση σε ονομαστικές τιμές, αλλά η σύγκλιση σε τελικές τιμές, καθώς η
πρώτη, η σύγκλιση δηλ. σε ονομαστικά τιμές, ουσιαστικά «σπρώχνει» την τιμή του
επίμαχου προϊόντος ή υπηρεσίας από ένα επίπεδο και πάνω, οδηγώντας κατά τον τρόπο
αυτό σε ένα έμμεσο, αλλά πολύ αποτελεσματικό καθορισμό τιμών.
5. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της α΄ καταγγελλόμενης ότι ο καθορισμός λιανικών τιμών
δεν είναι per se παράνομος αλλά πρέπει να εκτιμάται εντός του οικονομικού και
νομικού πλαισίου στο οποίο λειτουργεί, παρατηρητέα τα ακόλουθα: Δύο εκ των
βασικότερων στόχων του ισχύοντος Κανονισμού 1400/2002 αποτελούν τόσο η
«απαγκίστρωση» των εξουσιοδοτημένων επισκευαστών από την ασφυκτική πίεση των
κατασκευαστών (για το λόγο αυτό άλλωστε με τον Κανονισμό 1400/2002 καταργείται
η υποχρέωση του εξουσιοδοτημένου διανομέα να διατηρεί ταυτόχρονα και
εξουσιοδοτημένο δίκτυο επισκευής και συντήρησης, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται
μία εξειδικευμένη κατηγορία επαγγελματία, αυτή του εξουσιοδοτημένου επισκευαστή
που υπό το καθεστώς του Κανονισμού 1475/95 δεν υφίστατο), όσο και το «κλείσιμο
της ψαλίδας» μεταξύ εξουσιοδοτημένων και ανεξάρτητων επισκευαστών, ενισχύοντας
με τον τρόπο αυτό τον ενδοσηματικό ανταγωνισμό (intrabrand competition). Η όλη
συμπεριφορά της πρώτης καταγγελλόμενης στρέφεται κατά ακριβώς αυτών των
στόχων, αποβλέποντας στον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός του σήματος
ΧΙΟΥΝΤΑΙ, στο επίπεδο της πώλησης ανταλλακτικών, καθώς και σε αυτό της
επισκευής και συντήρησης. Υπό αυτό το πρίσμα θεωρούμενη η συμπεριφορά της
πρώτης καταγγελλόμενης, ακόμη και κατόπιν της εφαρμογής μίας rule of reason
προσέγγισης, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι παραβιάζει τους κοινοτικούς και
εθνικούς κανόνες του ανταγωνισμού.
Ο ισχυρισμός της α΄ καταγγελλόμενης ότι η αποστολή εγκυκλίων στους διανομείς της
με καθορισμένες τιμές λιανικής, αποβλέπει στην αντιμετώπιση του φαινομένου της
«πληροφοριακής ασυμμετρίας» δεν ευσταθεί, διότι αποτελεί όρο sine qua non η
εξέταση των εγκυκλίων σε συνάρτηση με τον τρόπο λειτουργίας του δικτύου διανομής
της α΄ καταγγελλόμενης και με τον καθορισμό τιμών, δηλ. την κάθετη εναρμονισμένη
πρακτική ή συμφωνία στην οποία προβαίνουν η α΄ καταγγελλομένη σε συνεργασία με

11
ορισμένους τουλάχιστον εκ των διανομέων-επισκευαστών της. Ειδικότερα
παρατηρείται ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ανακοίνωσή της, για παράδειγμα,
σχετικά με τον ανταγωνισμό στον τομέα των επαγγελματικών υπηρεσιών [Βρυξέλλες,
09.02.2004, COM (2004)83 τελικό], σε καμία περίπτωση δεν εντάσσει τον καθορισμό
τιμών στο πλαίσιο της συμμετρίας στην πληροφόρηση. Αντίθετα μάλιστα, στην ίδια
έκθεση [παρ. 31] παρατηρεί ότι «οι προκαθορισμένες τιμές ή οι ελάχιστες τιμές
αποτελούν τα κανονιστικά μέσα που είναι πιθανόν να έχουν τις μεγαλύτερες αρνητικές
επιπτώσεις στον ανταγωνισμό, διαβρώνοντας ή περιορίζοντας σοβαρά τα οφέλη που
προσφέρουν στους καταναλωτές οι ανταγωνιστικές τιμές». Μάλιστα, στην παρ. 32 της
Έκθεσης η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρατηρεί ότι: «Σύμφωνα με ορισμένες
επαγγελματικές ενώσεις, οι προκαθορισμένες τιμές παρέχουν έναν μηχανισμό για την
εξασφάλιση χαμηλών τιμών. Ωστόσο, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία, εντός μίας
ανταγωνιστικής κατά τα άλλα αγοράς, η ρύθμιση των τιμών είναι απίθανο να
εξασφαλίζει τιμές χαμηλότερες από εκείνες που αντιστοιχούν στα επίπεδα που
εξασφαλίζει ο ελεύθερος ανταγωνισμός». Τα ανωτέρω καθιστούν σαφές ότι ο
καθορισμός τιμών όχι μόνο μέσω απόφασης ένωσης επιχειρήσεων, αλλά και μέσω
συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής δεν εντάσσεται στους παράγοντες εκείνους
που επιφέρουν συμμετρία στην πληροφόρηση. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την
οικονομική θεωρία, όπου ο καθορισμός τιμών δεν εντάσσεται στα παραδείγματα
εκείνα που επιφέρουν συμμετρία στην πληροφόρηση. (Βλέπε σχετικά Βέττα –
Κατσουλάκο, Πολιτική ανταγωνισμού & Ρυθμιστική Πολιτική, 2004, σελ. 77-81).
Αυτό είναι και το ακριβές οικονομικό πλαίσιο εντός του οποίου αξιολογείται η
πρακτική για την οποία κατηγορείται η α΄ καταγγελλόμενη.
VI. NOMIKH ΑΝΑΛΥΣΗ
1. Παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του νόμου 703/77 και του άρθρου 81 παρ. 1
ΣυνθΕΚ
Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/77, όπως ισχύει, απαγορεύονται όλες οι
συμφωνίες μεταξύ των επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε
μορφής εναρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή
αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή την νόθευση του ανταγωνισμού ιδίως δε
αυτές που συνίστανται: (α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή
πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής, (β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής,
της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων, (γ) στην κατανομή των
αγορών ή των πηγών εφοδιασμού, (δ) στην εφαρμογή άνισων όρων για ισοδύναμες
παροχές στο εμπόριο, κατά τρόπο που να δυσχεραίνεται η λειτουργία του ανταγωνισμού,
ιδίως δε στην αδικαιολόγητη άρνηση πώλησης, αγοράς ή συναλλαγής, (ε) στην εξάρτηση
σύναψης συμβάσεων από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων πρόσθετων
παροχών που από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δε συνδέονται με
το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών. Ανάλογο είναι και το περιεχόμενο του άρθρου 81
παρ. 1 ΣυνθΕΚ.

12
Οι εταιρίες HYUNDAI MOTOR COMPANY και ΚΙΑ MOTORS CORPORATION,
με έδρα την Κορέα, διανέμουν στην Ελλάδα τα αυτοκίνητα και τα ανταλλακτικά
σήματος Hyundai ή Kia μέσω των καταγγελλόμενων εταιρειών, διορισθέντων
αποκλειστικών εισαγωγέων και διανομέων στην ελληνική επικράτεια των προϊόντων
που φέρουν τα προαναφερόμενα σήματα. Οι καταγγελλόμενες εταιρίες έχουν συνάψει
συμβάσεις με αντιπροσώπους για τη διανομή και μεταπώληση των προαναφερόμενων
προϊόντων και για την παροχή υπηρεσιών μετά την πώληση.
Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που
δραστηριοποιούνται σε διαφορετική οικονομική βαθμίδα (εφ’ εξής κάθετες
συμφωνίες) υπάγονται στην εμβέλεια του άρ. 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, κατά συνέπεια και
του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977. (Βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 13/7/1966
Etablissements Consten Sarl και Grundig-Verkaufs-GmbH κατά Επιτροπής, 56/64 και
58/64, Συλλ. Νομ. 1965-1968, σελ. 369 - 371, απόφαση ΔΕΚ της 30/6/1966 Societe
Technique Miniere (LTM) κατά Maschinenbau Ulm Gmbh (MBU), 56/65, Συλλ.
Νομ. 1965-1968, σελ. 320, απόφαση ΔΕΚ της 24/10/1995 Bundeskartellamt κατά
Volkswagen AG και VAG Leasing GmbH, C-266/93, Συλλ. Νομ. 1995, σελ. Ι-3477,
σκέψη 17. Βλ. επίσης Ανακοίνωση της Επιτροπής – Κατευθυντήριες γραμμές για τους
κάθετους περιορισμούς, ΕΕ C 291, 13/10/2000 σελ. 1, παρ. 2, όπου γίνεται αναφορά
τόσο στα αγαθά όσο και στις υπηρεσίες καθώς και σε όλα τα επίπεδα των εμπορικών
συναλλαγών). Ο ανταγωνισμός μπορεί να νοθευθεί υπό την έννοια των
προαναφερόμενων άρθρων τόσο από συμφωνίες που τον περιορίζουν στις μεταξύ των
μερών σχέσεις όσο και από συμφωνίες που παρεμποδίζουν ή περιορίζουν τον
ανταγωνισμό που θα μπορούσε να εκδηλωθεί μεταξύ ενός εκ των μερών και τρίτου ή
τρίτων (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ Consten και Grundig ό.π. σελ. 370).
2. Έννοια της επιχείρησης στο πλαίσιο του άρθρου 1 του Ν. 703/1977 και του άρθρου
81 παρ. 1 της ΣυνθΕΚ.
2.1. Οι καταγγελλόμενες εταιρίες και οι διορισθέντες από αυτές αντιπρόσωποί τους
συνιστούν επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και του άρ. 81
παρ. 1 ΣυνθΕΚ για τους παρακάτω λόγους:
Για το υπό εξέταση χρονικό διάστημα, οι καταγγελλόμενες εταιρίες κατήρτισαν με
την καταγγέλλουσα και τα λοιπά μέλη του δικτύου τους προφορικές διαρκείς μικτές
συμβάσεις, στις οποίες απαντώνται ταυτόχρονα τα ουσιώδη γνωρίσματα
περισσοτέρων συμβατικών τύπων, συγχωνευμένων μεν σε μια οικονομική ενότητα
αποβλέποντας δε στην επίτευξη διάφορων αυτοτελών μεταξύ τους οικονομικών και
νομικών αποτελεσμάτων, καθώς αφορούν σε τρεις διαφορετικούς τομείς
επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Η διανομή και πώληση καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων δεν εξετάζεται στην
παρούσα υπόθεση. Σημειώνεται δε ότι, σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. 1935/2006
απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών επί της από 18/10/2005 προσφυγής των
καταγγελλόμενων εταιρειών κατά της υπ’ αριθμ. 288/IV/2005 απόφασης της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, τα μέλη των δικτύων των καταγγελλόμενων εταιρειών

13
αποτελούν ως προς τη διανομή των αυτοκινήτων γνήσιους εμπορικούς
αντιπροσώπους, καθώς ο οικονομικός κίνδυνος που αναλαμβάνουν ως προς τη
δραστηριότητα αυτή είναι ιδιαίτερα μικρός. Κατά της συγκεκριμένης απόφασης του
Διοικητικού Εφετείου έχει ασκηθεί αναίρεση. Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης
εμπορικής αντιπροσωπείας ως γνήσιας ή μη γνήσιας αναφορικά με τη διανομή
καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων δεν εξετάζεται στην παρούσα υπόθεση, η οποία
αφορά αποκλειστικά στη διανομή ανταλλακτικών και στην παροχή υπηρεσιών μετά
την πώληση.
Σε ό,τι αφορά τη διανομή ανταλλακτικών αυτοκινήτων, η καταγγέλλουσα και τα
λοιπά μέλη του δικτύου των καταγγελλόμενων εταιρειών ενεργούσαν ως διανομείς
μεταπωλώντας τα ανταλλακτικά, τα οποία αγόραζαν από τις καταγγελλόμενες, στο
δικό τους όνομα, για δικό τους λογαριασμό και με δικό τους επιχειρηματικό κίνδυνο.
Σε ό,τι αφορά την παροχή υπηρεσιών μετά την πώληση, η καταγγέλλουσα και τα
λοιπά μέλη του δικτύου των καταγγελλόμενων εταιρειών παρείχαν υπηρεσίες ως προς
την τεχνική εξυπηρέτηση, τη συντήρηση και την επισκευή των αυτοκινήτων των
προαναφερόμενων σημάτων στους τελικούς καταναλωτές είτε στα πλαίσια της
εγγύησης που παρείχαν οι καταγγελλόμενες εταιρίες, οπότε και ενεργούσαν στο
όνομα και για λογαριασμό αυτών, είτε εκτός εγγύησης, οπότε και ενεργούσαν στο
όνομα και για λογαριασμό τους.
Σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν τις μικτές συμβάσεις κάθε επιμέρους σύμβαση,
που συνήφθη στο πλαίσιο μιας μικτής σύμβασης, μπορεί να κριθεί αυτοτελώς με
γνώμονα την ιδιαίτερη οικονομική λειτουργία της συγκεκριμένης παροχής και το
σκοπό στον οποίο απέβλεπαν τα συμβαλλόμενα μέρη.
Στην προκειμένη περίπτωση, η διανομή ανταλλακτικών και η παροχή υπηρεσιών μετά
την πώληση λειτουργούσαν τόσο νομικά όσο και οικονομικά αυτοτελώς σε σχέση με
την αντιπροσώπευση στην πώληση των αυτοκινήτων.
Η διανομή των ανταλλακτικών και η παροχή υπηρεσιών μετά την πώληση έλαβαν
διαφορετική νομοτυπική μορφή, καθώς προέβλεπαν την πώληση των προϊόντων από
τις καταγγελλόμενες εταιρίες στα μέλη του δικτύου διανομής τους, με συνέπεια την
«αποξένωση» αυτών από τα συμβατικά προϊόντα, τη μεταβίβαση οποιουδήποτε
κινδύνου αναφορικά με το προϊόν από τις καταγγελλόμενες στους αντιπροσώπους
τους, την άσκηση από αυτούς όλων των εξουσιών και δικαιωμάτων του κυρίου του
προϊόντος, την ανάληψη συμβατικών υποχρεώσεων έναντι τρίτων στο όνομα και για
λογαριασμό των ιδίων, κυρίως κατά την ανάθεση σε αυτούς της επισκευής και
συντήρησης αυτοκινήτων από τον ίδιο τον τελικό καταναλωτή, και τον προσπορισμό
του επιτευχθέντος οικονομικού αποτελέσματος, δηλαδή της αντιπαροχής που
συμφώνησαν για την παροχή τους, από τους ίδιους χωρίς καμία υποχρέωση
μεταβίβασης αυτού στις καταγγελλόμενες εταιρίες. Από οικονομική σκοπιά, η
μεταπώληση των ανταλλακτικών από τα μέλη του δικτύου των καταγγελλόμενων
εταιρειών και η ανάληψη έναντι έκαστου τελικού καταναλωτή της υποχρέωσης
παροχής της αιτούμενης κάθε φορά υπηρεσίας επισκευής ή συντήρησης συνεπάγονται

14
τον καθορισμό της παροχής από τους ίδιους τους αντιπροσώπους τόσο ως προς την
τιμή όσο και ως προς τα λοιπά χαρακτηριστικά αυτής, τη διατήρηση από αυτούς
υψηλής αξίας αποθέματος ανταλλακτικών, τη δημιουργία συγκροτήματος που
περιλαμβάνει χώρο πώλησης ανταλλακτικών και συνεργείο, την πρόσληψη
ειδικευμένου τεχνικού προσωπικού και την εκπαίδευση αυτού με ίδια έξοδα.
Η αγορά της διανομής των ανταλλακτικών και της παροχής υπηρεσιών μετά την
πώληση, όπως αυτή ορίστηκε ανωτέρω, συνιστά για τους καταναλωτές μια εξίσου
σημαντική αγορά με αυτή της διανομής των αυτοκινήτων, καθώς η τιμή αγοράς και
το κόστος επισκευής και συντήρησης ενός αυτοκινήτου αντιστοιχούν έκαστο στο
40% του συνολικού κόστους ιδιοκτησίας (βλ. Επεξηγηματικό Φυλλάδιο Κανονισμού
(ΕΚ) αριθ. 1400/2002 της Επιτροπής της 31ης Ιουλίου 2002 για την εφαρμογή του
άρθρου 81 παράγραφος 3 της Συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων
συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας,
σελ. 12. Τα αυτοκίνητα είναι πολύπλοκα τεχνικά καταναλωτικά αγαθά για την
επισκευή και τη συντήρηση των οποίων απαιτείται η συνδρομή εξειδικευμένων
τεχνητών, που κατέχουν την απαραίτητη τεχνογνωσία και τον απαιτούμενο εξοπλισμό
προκείμενου να παράσχουν με τον προσήκοντα τρόπο τις προαναφερόμενες
υπηρεσίες εξασφαλίζοντας έτσι την οδική ασφάλεια, τη φερεγγυότητα του οχήματος
και την αξία του). Σε κάθε περίπτωση η αγορά της διανομής των ανταλλακτικών και
της παροχής υπηρεσιών μετά την πώληση (επισκευή και συντήρηση) αποτελεί μία
διακριτή αγορά σε σχέση με αυτήν της διανομής αυτοκινήτων.
2.2. Η έννοια της επιχείρησης κατά το άρθρο 1 ν.703/77 και το άρθρο 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ
καλύπτει κάθε φορέα, ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα - ήτοι
δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά προϊόντων ή/και υπηρεσιών σε
συγκεκριμένη αγορά - ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον
τρόπο χρηματοδότησής του. (Βλέπε σχετικά Σινανιώτη-Μαρούδη, Εμπορικό Δίκαιο,
Τόμος Ι, Γενικό Μέρος, 2000, σελ. 291 και αποφάσεις ΔΕΚ με αριθμ. C-118/85
Commission v. Italy [1987] Συλλ. Νομολ. 2599, παρ. 7, και C-35/96 Commission v.
Italy (CNSD) [1998] Συλλ. Νομολ. I-03851 [εκτελωνιστές - Εθνικό Συμβούλιο
Εκτελωνιστών Ιταλίας], παρ. 36, C-41/90 Höfner and Elser v. Macrotron [1991] Συλλ.
Νομολ. I -1979, παρ. 21 [Δημόσια Υπηρεσία Ευρέσεως Εργασίας], C-244/94
Federation Francaise des Societes d’Assurance [1995], Συλλ. Νομολ. I-4013, παρ. 14
[Μη κερδοσκοπικός οργανισμός διαχείρισης ασφαλιστικού συστήματος], C-55/96 Job
Centre II [1997], Συλλ. Νομολ. I-7119, παρ. 21 [Δημόσιο Γραφείο Ευρέσεως
Εργασίας]).
Επιχείρηση, κατά την έννοια των άρθρων 81 και 82 ΣυνθΕΚ και 1 και 2 του Ν.
703/77, δύναται να αποτελέσει κάθε φυσικό πρόσωπο ή οικονομική ενότητα που
ασκεί εμπορική ή άλλη δραστηριότητα (Βλέπε σχετικά C- 159/91 και 160/91, Poucet
κ.α., Συλλ. Νομολ. 1993, Ι-637, C-55/96, Job Centre II, Συλλ. Νομολ. 1997, Ι -7119,
παρ. 21, C-180/98 έως 184/98, Pavlov κλπ., Συλλ. Νομολ. 2000, Ι-6451, παρ. 74).
Στην έννοια της οικονομικής δραστηριότητας εμπίπτει κάθε δραστηριότητα
προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη σχετική αγορά. (Βλέπε σχετικά CPDF
created with pdfFactory Pro trial version www.pdffactory.com
15
118/85, Commission v. Italy, Συλλ. Νομολ. 1987, Ι-2599, παρ. 7, καθώς και C-35/96,
Commission v. Italy, Συλλ. Νομολ. 1998, Ι-3851).
Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά,
προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη επιχείρησης υπό το πρίσμα των κοινοτικών και
εθνικών κανόνων ανταγωνισμού: α) αυτονομία οικονομικής δράσης (Λόγου χάριν,
δεν αποτελούν επιχειρήσεις οι γνήσιοι εμπορικοί αντιπρόσωποι, οι οποίοι ενεργούν
επ’ονόματι και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου, καθώς δεν φέρουν το
χρηματοδοτικό και εμπορικό κίνδυνο των συμφωνιών που συνάπτουν με τρίτους,
βάσει της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας [ΔΕΚ 16/61, Modena, Συλλ. Νομολ.
1962, 581. Βλέπε επίσης σχετικά παρ. 13 των Κατευθυντήριων γραμμών για τους
κάθετους περιορισμούς (EE C291/1, της 13.10.2000). Βλέπε επίσης σχετικά Μαρίνο,
Η διανομή αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κανονισμός 1400/2002/ΕΚ, 2005,
σελ. 9-11, καθώς και Καρύδη, Ευρωπαϊκό Δίκαιο Επιχειρήσεων και Ανταγωνισμού,
2004, σελ. 93]) και β) πλήρης ανάληψη των οικονομικών κινδύνων που συνεπάγεται
η εκάστοτε οικονομική δραστηριότητα. (Βλέπε Γ. Ζιάμο, σε Β. Σκουρή, Ερμηνεία
Συνθηκών για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, 2003, σελ.
690).
Ο δημόσιος ή ιδιωτικός χαρακτήρας μίας επιχείρησης, η επιδίωξη κέρδους από αυτήν
ή ο τρόπος χρηματοδότησής της (Βλέπε C-41/90, Höfner & Elser, Συλλ. Νομολ.
1991, σελ. Ι-1979), δεν αποτελούν στοιχεία προσδιοριστικά της έννοιας της
επιχείρησης. Προς επίρρωση της συγκεκριμένης άποψης λειτουργεί η διάταξη του
άρθρου 86 ΣυνθΕΚ, καθώς αναφέρεται ευθέως στις δημόσιες επιχειρήσεις και
περιλαμβάνει αυτές ρητά στις ρυθμίσεις για τον ανταγωνισμό.
Επιχείρηση υπάρχει και όταν παράλληλα προς την επίτευξη ενός οικονομικού στόχου
επιδιώκονται και άλλοι στόχοι (κοινωνικοί, πολιτιστικοί, πολιτικοί κλπ.). Η
επιχειρηματική δραστηριότητα δύναται να αφορά, είτε στην παραγωγή και εμπορία
προϊόντων, είτε στην παροχή υπηρεσιών, χωρίς να ενδιαφέρει το μέγεθος της
επιχείρησης, ο αστικός ή εμπορικός χαρακτήρας της. Τα πρόσωπα που μετέχουν στην
επιχείρηση θα πρέπει να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα, ενώ αντίθετα, η επιχείρηση
δεν είναι απαραίτητο να είναι η ίδια φορέας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων
αυτοτελώς, αρκεί να έχει τη δικαιοπρακτική ικανότητα ο φορέας της επιχείρησης (Βλ.
Λ. Κοτσίρη, Δίκαιο Ανταγωνισμού 2000 παρ. 453, καθώς και Ε.Α. 210/ΙΙΙ/2002
«ΜΙΝΩΙΚΕΣ-MFD»).
Σύμφωνα με τη θεωρία του δικαίου των εμπορικών συμβάσεων, βασικά
χαρακτηριστικά της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας είναι ο αμφοτεροβαρής
χαρακτήρας της (βλέπε Σινανιώτη-Μαρούδη, Εμπορικό Δίκαιο, Τόμος Ι, Γενικό
Μέρος, 2000, σελ. 149), η σταθερότητα της σχέσης, η διάρκεια της παροχής του
εμπορικού αντιπροσώπου, η αυτοτέλεια και ανεξαρτησία της παροχής του τελευταίου
(οργανώνει ελεύθερα την εμπορική του δραστηριότητα, έχει δική του επαγγελματική
στέγη, μπορεί να διατηρεί δίκτυο υποαντιπροσώπων), και η ενέργειά του στο όνομα
και για λογαριασμό του αντιπροσωπευόμενου.

16
Αντιθέτως ο διανομέας, αποκλειστικός ή επιλεκτικός, αν και έχει παρόμοια
τυπολογικά χαρακτηριστικά με τον εμπορικό αντιπρόσωπο (οργανώνει ελεύθερα την
εμπορική του δραστηριότητα, είναι ανεξάρτητος έμπορος με δική του επαγγελματική
στέγη, υπερασπίζεται τα συμφέροντα του παραγωγού-εμπόρου), δεν ενεργεί στο
όνομα και για λογαριασμό του προμηθευτή, δεν παίρνει προμήθεια και δεν
υποχρεούται να μεταφέρει το επιτευχθέν οικονομικό αποτέλεσμα στον προμηθευτή
του.
Προς διάκριση του διανομέα από τον εμπορικό αντιπρόσωπο ή άλλως του μη γνήσιου
εμπορικού αντιπροσώπου, υπαγόμενου στην εμβέλεια των αρ. 1 Ν. 703/1977 και 81
ΣυνθΕΚ, (Βλ. σκέψη 13 Κατευθυντήριων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς
ό.π.) από το γνήσιο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ΔΕΚ μετήλθαν του κριτηρίου της
κατανομής του κινδύνου της υπόθεσης και του κριτηρίου της ενσωμάτωσης. Αυτό
πρακτικά σημαίνει ότι, προκειμένου να κριθεί αν ένας εμπορικός αντιπρόσωπος
συνιστά επιχείρηση κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, ζήτημα που
αξιολογείται κατά περίπτωση και με βάση την οικονομική πραγματικότητα της
σχέσης μεταξύ των συμβαλλομένων μερών (Βλ. σκέψη 16 Κατευθυντήριων γραμμών
για τους κάθετους περιορισμούς ό.π.), εξετάζεται αν αυτός φέρει τόσο τους κινδύνους
της υπόθεσης, τους κινδύνους δηλ. που σχετίζονται άμεσα με την προώθηση των
συμβατικών προϊόντων, όσο και κινδύνους άσχετους αυτών της υπόθεσης ή άλλως
ειδικούς κινδύνους, επενδύσεις δηλ. που απαιτούνται από την πλευρά του
αντιπροσώπου προκειμένου να δραστηριοποιηθεί στην οικεία αγορά ως μέλος του
δικτύου του αντιπροσωπευόμενου (Βλ. σκέψη 14 Κατευθυντήριων γραμμών για τους
κάθετους περιορισμούς ό.π.), και εν τέλει αν όντως είναι ενσωματωμένος στην
επιχείρηση του αντιπροσωπευόμενου.
Το κριτήριο της μεταβίβασης της κυριότητας των συμβατικών προϊόντων δεν
αποτελεί πάντοτε το καθοριστικό κριτήριο, προκειμένου να τύχουν εφαρμογής τα αρ.
1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ.1 ΣυνθΕΚ. Η μη μεταβίβαση της κυριότητας
κάποιου εκ των συμβατικών προϊόντων αποτελεί απλά και μόνο ένδειξη ότι στην υπό
εξέταση κάθε φορά περίπτωση πρέπει να συνεκτιμηθούν η κρισιμότητα και
σπουδαιότητα των κινδύνων, που έχουν αναληφθεί, ο βαθμός ενσωμάτωσης του
αντιπροσώπου στο δίκτυο του αντιπροσωπευόμενου και η παροχή από τον
αντιπρόσωπο υπηρεσιών σχετικών με τη σύμβαση στο όνομα και για λογαριασμό του
ιδίου.
Η ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου ικανού προς χαρακτηρισμό της σχέσης
εμπορικής αντιπροσωπείας ως μη γνήσιας δεν πρέπει να προκύπτει από μια in globo
στάθμιση της συμβατικής σχέσης, αλλά από την εφαρμογή ενός κριτηρίου ελάχιστου
κατωφλίου, υπό την έννοια ότι η ανάληψη ενός και μόνο από τους αναφερόμενους
στη σκέψη 16 της Ανακοίνωσης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής - Κατευθυντήριες
γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς (εφ’ εξής «Κατευθυντήριες γραμμές για
τους κάθετους περιορισμούς» Ό.π.) κινδύνους αρκεί για την υπαγωγή της σχέσης στη
ρυθμιστική εμβέλεια των προαναφερόμενων διατάξεων (Βλ. σκέψη 17
Κατευθυντήριων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς ό.π.), καθώς οι ενδεικτικά

17
αναφερόμενοι ως άνω κίνδυνοι αποτελούν ex definitione ουσιώδεις κινδύνους,
ασυνήθεις για έναν γνήσιο εμπορικό αντιπρόσωπο και επαρκείς έστω και μεμονωμένα
να οδηγήσουν στην προαναφερόμενη υπαγωγή.
Από τη λειτουργία των υπό εξέταση συμβάσεων στην πράξη - καθώς αυτές δεν
συντάχθηκαν εγγράφως, ώστε να καθίσταται δυνατή η εξέταση των επιμέρους
συμβατικών όρων - και των αναφερόμενων ανωτέρω, αλλά και κυρίως στην εισήγηση
της ΓΔΑ, αναλυτικά πραγματικών περιστατικών συνεπάγεται ότι η καταγγέλλουσα
και τα λοιπά μέλη των δικτύων διανομής των καταγγελλόμενων εταιρειών
αποτελούσαν μη γνήσιους εμπορικούς αντιπροσώπους / διανομείς ως προς τη διανομή
των ανταλλακτικών και την παροχή υπηρεσιών μετά την πώληση, καθώς οι ίδιοι
αποκτούσαν την κυριότητα των συμβατικών προϊόντων και αυτοί ήταν οι πωλητές και
οι πάροχοι των συμβατικών υπό εξέταση προϊόντων και υπηρεσιών, φέροντας τον
τιμολογιακό κίνδυνο αυτών, τηρώντας απόθεμα αυτών και αναλαμβάνοντας με τη
σύναψη των ως άνω περιγραφόμενων μικτών συμβάσεων έναν ικανό αριθμό
οικονομικών κινδύνων.
Οι αντιπρόσωποι των καταγγελλόμενων εταιρειών καθόριζαν ή τουλάχιστον
επηρέαζαν τους όρους υπό τους οποίους πραγματοποιούνταν οι πωλήσεις των υπό
εξέταση συμβατικών προϊόντων ή υπηρεσιών, παρεμβαλλόμενου κατά αυτό τον
τρόπο ενός περιθωρίου διαπραγμάτευσης μεταξύ των καταγγελλόμενων εταιρειών και
των τελικών καταναλωτών, που τους καθιστά επιχειρήσεις κατά την έννοια των άρ. 1
παρ. 1 του Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ (βλ. απόφαση ΠΕΚ της 15/9/2005
DaimlerChrysler AG κατά Επιτροπής, Τ-325/2001, Συλλ. Νομ. 2005, σελ. ΙΙ-3319,
σκέψη 118).
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα από τις ένορκες
καταθέσεις διανομέων της α΄ καταγγελλόμενης, αλλά και την εγκύκλιο με αρ.
14/2002 της α΄ καταγγελλόμενης, τα μέλη των δικτύων των καταγγελλόμενων
εταιρειών αναλάμβαναν ένα σημαντικό αριθμό οικονομικών κινδύνων. Η αγορά των
ανταλλακτικών από τα μέλη των δικτύων και η μεταπώλησή τους στη συνέχεια στους
καταναλωτές, το απόθεμα των ανταλλακτικών, οι ειδικές επενδύσεις σε εξοπλισμό
και εγκαταστάσεις, είναι κάποιοι από τους σημαντικότερους οικονομικούς κινδύνους
των μελών των δικτύων των καταγγελλόμενων εταιρειών.
Από οικονομικής πλευράς ο κύκλος εργασιών των αντιπροσώπων των
καταγγελλόμενων εταιρειών από τις δραστηριότητες τους στους τομείς της
μεταπώλησης ανταλλακτικών και της παροχής υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης,
δηλαδή από τις δραστηριότητες που ασκούν στο όνομα και για λογαριασμό αυτών
των ιδίων, είναι κατά πολύ υψηλότερος από τον κύκλο εργασιών τους που προέρχεται
από την είσπραξη προμήθειας για τη διαμεσολάβηση στην πώληση καινούριων
αυτοκινήτων, ανερχόμενος κατά μέσο όρο στο 75 – 80 % του συνολικού κύκλου
εργασιών τους και από τις τρεις δραστηριότητες, όπως δήλωσαν και οι ίδιοι σε
σχετικά Ερωτηματολόγια Ελέγχων που οι υπηρεσίες της Γενικής Διεύθυνσης
υπέβαλαν, 11 διανομείς των καταγγελλόμενων εταιρειών, κατά το χρονικό διάστημα

18
από 13 έως 14 Ιουλίου 2006. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου η
καταγγέλλουσα κατά το χρονικό διάστημα από 1/05/01 έως 31/08/02 παρείχε
υπηρεσίες μετά την πώληση προς τους κατόχους οχημάτων του σήματος της α΄
καταγγελλομένης συνολικής αξίας […] Ευρώ και προέβη σε αγορές και μεταπώλησε
ανταλλακτικά του σήματος της α΄ καταγγελλομένης συνολικού ποσού […] Ευρώ ενώ
για το ίδιο χρονικό διάστημα τα έσοδά της από την είσπραξη προμήθειας ανέρχονται
στο ποσό των […] Ευρώ. Αναφορικά με τον κύκλο εργασιών από τη διανομή των
προϊόντων του σήματος της β΄ καταγγελλόμενης, η καταγγέλλουσα για το χρονικό
διάστημα από το 1999 μέχρι το 2002 εισέπραξε προμήθεια από πωλήσεις οχημάτων
συνολικού ποσού […] Ευρώ ενώ ο κύκλος εργασιών της από τη μεταπώληση
ανταλλακτικών ανήλθε στο συνολικό ποσό των […] Ευρώ).
Η διανομή ανταγωνιστικών προϊόντων αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι η εξάρτηση που
τυχόν υφίσταται μεταξύ των καταγγελλόμενων εταιρειών και των μελών των δικτύων
τους δεν είναι ιδιαίτερα στενή αλλά χαλαρή, έτσι ώστε οι αντιπρόσωποι αυτοί να μην
δύνανται να θεωρηθούν ως βοηθητικά όργανα, αναπόσπαστα των επιχειρήσεων των
καταγγελλόμενων εταιρειών, που συνιστούν με αυτές μια ενιαία οικονομική μονάδα
κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ. ενδεικτικά απόφαση Εφετείου
Αθηνών 3628/2003, Ελληνική Δικαιοσύνη 2004, τομ. 5, σελ. 1461, απόφαση ΔΕΚ
Bundeskartellamt κατά Volkswagen και VAG Leasing ό.π., σκέψη 19, απόφαση ΔΕΚ
της 16/12/1975 Cooperatieve Vereniging “Suiker Unie” UA και λοιποί κατά
Επιτροπής, 40/73-48/73, 50/73, 54/73-56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Συλλ. Νομ.
1975, σελ. 507, σκέψεις 537 επ., απόφαση ΔΕΚ της 1/10/1987 A.S.B.L. Vereiniging
Van Vlaamse Reisbureaus κατά A.S.B.L. Sociale Dienst Van de Plaatselijke en
Gewestelijke Overheidsdiensten, 311/85, Συλλ. Νομ. 1987, σελ. 3801, σκέψεις 19-
20).
Η ενσωμάτωση ενός εμπορικού αντιπροσώπου στην επιχείρηση του
αντιπροσωπευόμενου δεν αίρεται μόνο αν ο αντιπρόσωπος φέρει τον οικονομικό
κίνδυνο αλλά και στην περίπτωση που συνεργάζεται με περισσότερους ανταγωνιστές
αντιπροσωπευόμενους. Όταν ένας ενδιάμεσος διαπραγματεύεται και ανταγωνιστικά
προϊόντα αντιμετωπίζει συνεχώς το δίλημμα αν θα καλύψει τη ζήτηση με τα προϊόντα
του ενός ή του άλλου παραγωγού. Στην περίπτωση αυτή αδυνατεί να επιμελείται
συγχρόνως δύο αντικρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα, αφού αυτό δε συμβιβάζεται
με την υποχρέωση επιμέλειας συμφερόντων. Κατά συνέπεια η οικονομική αυτονομία
που απολαμβάνει ένας τέτοιος αντιπρόσωπος είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από την
οικονομική αυτονομία, που απολαμβάνει ο γνήσιος εμπορικός αντιπρόσωπος, ο
οποίος στηρίζει την ευδοκίμηση της επιχειρηματικής του προσπάθειας σε έναν και
μόνο παραγωγό.
Όπως προέκυψε από την πλειονότητα των δηλώσεων αντιπροσώπων των
καταγγελλόμενων εταιρειών (από τους έντεκα (11) διανομείς που ρωτήθηκαν σχετικά,
οι έξι (6) δήλωσαν ότι έχουν τη δυνατότητα πώλησης ανταλλακτικών άλλων
σημάτων, τρεις (3) δήλωσαν ότι απαγορευόταν η πώληση ανταλλακτικών άλλων
σημάτων και δύο (2) δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν αν τους παρείχετο αυτή η

19
δυνατότητα), αυτοί είχαν τη δυνατότητα αγοράς και μεταπώλησης ανταγωνιστικών με
τα προϊόντα των καταγγελλόμενων εταιρειών ανταλλακτικών και παροχής υπηρεσιών
επισκευής και συντήρησης και σε οχήματα ανταγωνιστικών σημάτων.
Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω καθώς και του γεγονότος ότι οι αναλυτικά
ως άνω περιγραφόμενοι κίνδυνοι και υποχρεώσεις αφορούν στην ως άνω ορισθείσα
αγορά λιανικής πώλησης ανταλλακτικών και παροχής υπηρεσιών επισκευής και
συντήρησης αυτοκινήτων οχημάτων (Βλ. σκέψη 113 απόφασης ΠΕΚ
DaimlerChrysler, ό.π.), συνάγεται ότι η σχέση των καταγγελλόμενων εταιρειών με τα
μέλη των δικτύων τους, ως προς τη διακίνηση ανταλλακτικών και την παροχή
υπηρεσιών μετά την πώληση, αποτελεί σχέση μη γνήσιας εμπορικής αντιπροσωπείας,
ή άλλως διανομής (βλέπε Σινανιώτη-Μαρούδη, Εμπορικό Δίκαιο, Τόμος Ι, Γενικό
Μέρος, 2000, σελ. 152), εμπίπτουσα στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1 Ν. 703/1977
και 81 ΣυνθΕΚ.
3. Συμφωνία ή/και εναρμονισμένη πρακτική
3.1. Κρίσιμα πραγματικά περιστατικά
Από τα κρίσιμα έγγραφα (βλ. ενδεικτικά επιστολή α΄ καταγγελλόμενης με
ημερομηνία 1/9/1998, εγκύκλιος με αρ. 18/3-9-1998, εγκύκλιος με αρ. 2/1999,
εγκύκλιος με αρ. 5/1999, εγκύκλιος με αρ. 26/1999, επιστολή με ημερομηνία 18-1-
2001, εγκύκλιος με αρ. 6/13-2-2001) προκύπτει ότι η α΄ καταγγελλόμενη υιοθέτησε
για μεγάλο χρονικό διάστημα, σε συνεργασία και απολαμβάνοντας την αποδοχή των
διανομέων της σειρά εκπτωτικών προγραμμάτων για αριθμό ανταλλακτικών (στις
περισσότερες περιπτώσεις άνω των 800) και για τη χρέωση της εργατοώρας
επισκευής και/ή συντήρησης κατά την αντικατάσταση των ενταγμένων στο κάθε
φορά ισχύον εκπτωτικό πρόγραμμα ανταλλακτικών. Στο πλαίσιο των εκπτωτικών
αυτών προγραμμάτων που ουσιαστικά συνιστούσαν το ένα συνέχεια του άλλου, με
διαφοροποιημένους ενίοτε όρους (βλ. εκπτωτικό πρόγραμμα με ημερομηνία έναρξης
1-9-1998 και λήξης 28-2-1998, επιμήκυνση του εν λόγω προγράμματος μέχρι την
31/8/1999, συνέχιση εκπτωτικών προγραμμάτων από 3-1-2000, νέο εκπτωτικό
πρόγραμμα με ημερομηνία έναρξης την 15-2-2001 και λήξης την 15-5-2001) η α΄
καταγγελλόμενη μέσω της αποστολής εγκυκλίων, επιστολών και τιμοκαταλόγων
καθόριζε την τελική τιμή χρέωσης των ανταλλακτικών και των υπηρεσιών στους
τελικούς καταναλωτές -κατόχους αυτοκινήτων ΧΙΟΥΝΤΑΙ – επιβάλλοντας την
αρχική και την τελική τιμή των ανταλλακτικών και των υπηρεσιών, το ποσοστό της
χορηγούμενης έκπτωσης, το ακριβές ποσό στο οποίο αντιστοιχούσε κάθε φορά το εν
λόγω ποσοστό και τις απαιτούμενες για κάθε εργασία ώρες, μην υπολείποντας
οποιοδήποτε περιθώριο διαφοροποίησης στους διανομείς της.
Επισημαίνονται ιδιαιτέρως τα εξής :
α) Στην επιστολή της α΄ καταγγελλόμενης προς τα μέλη του δικτύου της με
ημερομηνία 1-9-1998, η οποία συνοδεύεται από τιμοκατάλογο αρχικών και
τελικών τιμών χρέωσης του καταναλωτή με ειδική στήλη αναγραφής του
ακριβούς ποσού χορηγούμενης έκπτωσης, διευκρινίζεται ότι : «Στο έντυπο αυτό

20
αναφέρεται το κέρδος-όφελος που θα έχει ο πελάτης………. από τις εκπτώσεις
κατά 25%.....». Από το κείμενο επομένως της εν λόγω επιστολής συνάγεται ότι
στους τελικούς καταναλωτές, κατόχους οχημάτων ΧΙΟΥΝΤΑΙ, γνωστοποιήθηκε
όχι μόνο το ποσοστό της έκπτωσης αλλά και το ακριβές ποσό στο οποίο
αντιστοιχεί αυτή στο πλαίσιο εκπτωτικού προγράμματος εξάμηνης διάρκειας, με
ημερομηνία έναρξης την 1-9-1998 και ημερομηνία λήξης την 28-2-1999.
β) Η εφαρμογή του εν λόγω εκπτωτικού προγράμματος από τους διανομείς της α΄
καταγγελλόμενης ελέγχθηκε από αυτή μέσω της διενέργειας έρευνας μυστικού
πελάτη (έρευνα mystery shopping), που στόχο είχε, εκτός από την αξιολόγηση
των νέων διαδικασιών στις υπηρεσίες επισκευής μετά την πώληση, τη
διαπίστωση της τήρησης από τους αντιπροσώπους της νέας τιμολογιακής
πολιτικής ανταλλακτικών και παροχής υπηρεσιών, δηλ. των προβλεπόμενων από
το εκπτωτικό πρόγραμμα λιανικών τιμών (βλ. σχετικά επιστολή της α΄
καταγγελλόμενης με ημερ. 3/12/1998 προς τον κο […], μέλος του δικτύου της,
με θέμα «Αποτελέσματα Έρευνας Mystery Shopping»).
γ) Μία ημέρα πριν την αποστολή στα μέλη του δικτύου της εγκυκλίου περί νέας
εμπορικής πολιτικής Αυτοκινήτων και Ανταλλακτικών για το έτος 1999, η οποία
προέβλεπε την έκδοση νέου τιμοκαταλόγου λιανικής τιμής ανταλλακτικών με
αυξήσεις κατά μέσο όρο 8,5% (βλ. την με αριθμ. 2/99 εγκύκλιο),
πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της α΄ καταγγελλόμενης συνάντηση
μεταξύ αυτής και των μελών του δικτύου της, όπου και παρουσιάστηκαν τα
επιτυχή αποτελέσματα της εφαρμογής του προαναφερόμενου εκπτωτικού
προγράμματος (βλ. την 1η παράγραφο της με αριθμ. 5/99 εγκυκλίου της α΄
καταγγελλόμενης). Η επιτυχία αυτή της εφαρμογής του εν λόγω προγράμματος
και η αύξηση των κερδών των αντιπροσώπων της α΄ καταγγελλόμενης από τη
διαπιστωθείσα αυξημένη διέλευση τελικών καταναλωτών (βλ. την 2η παράγραφο
της με αριθμ. 5/99 εγκυκλίου της α΄ καταγγελλόμενης όπου «Η επιτυχία της
πολιτικής και η αύξηση των διελεύσεων που αυτή επέφερε μας έδωσε να
καταλάβουμε το πόσο επιβεβλημένη είναι η συνέχισή της …»), από τις
εγκαταστάσεις τους οδήγησε στην υιοθέτηση ενός δεύτερου εκπτωτικού
προγράμματος, με εξάμηνη διάρκεια (ημερομηνία λήξης 31/8/99).
δ) Από τη συνδυασμένη ανάγνωση της με ημερομηνία 1/9/1998 επιστολής, της υπ’
αριθμ. 2/99 εγκυκλίου και της υπ’ αριθμ. 5/99 εγκυκλίου, συνοδευόμενη επίσης
από λεπτομερή κατάλογο λιανικών τιμών με ειδική στήλη για το ακριβές ποσό
της χορηγούμενης έκπτωσης και την επεξεργασία των προαναφερόμενων
τιμοκαταλόγων συνάγεται ότι η α΄ καταγγελλόμενη υπολόγισε την
συμφωνηθείσα στο νέο εκπτωτικό πρόγραμμα έκπτωση ύψους 25% επί της νέας
αυξημένης για κάθε κατηγορία ανταλλακτικών τιμής, όπως η αύξηση αυτή
προβλέπεται στην υπ’ αριθμ. 2/99 εγκύκλιο. Η προβλεπόμενη δε στην
προαναφερόμενη εγκύκλιο αύξηση υπολογίστηκε στην λιανική τιμή, που ίσχυε
μέχρι και την 31/8/1998, δηλαδή στη λιανική τιμή που αναγράφεται στην 3η
στήλη του επισυναπτόμενου στην με ημερομηνία 1/9/1998 επιστολή

21
τιμοκαταλόγου, ισχύουσα πριν την εφαρμογή του πρώτου εκπτωτικού
προγράμματος.
ε) Στην προαναφερθείσα με αρ. 5/1999 εγκύκλιο, πέραν του ανωτέρω
τιμοκαταλόγου επισυνάπτεται αντίστοιχος και για τις υπηρεσίες επισκευής και
συντήρησης με πλήρη αναγραφή των μοντέλων αυτοκινήτων των απαιτούμενων
ωρών εργασίας και την τελική τιμή χρέωσης τόσο των ανταλλακτικών, όσο και
των εργασιών επισκευής και συντήρησης, συνυπολογιζόμενης της
προβλεπόμενης στο πρόγραμμα έκπτωσης.
στ) Στην με αρ. 26/1999 εγκύκλιο της α΄καταγγελλόμενης, όπου προβλέπεται
συνέχιση των ως άνω εκπτωτικών προγραμμάτων, επισυνάπτεται τιμοκατάλογος
λιανικής με την επισήμανση «ΟΙ αξίες ανταλλακτικών και εργασίας είναι οι
τελικές που ανακοινώνονται στον πελάτη και περιέχουν ΦΠΑ».
ζ) Οι συμφωνηθείσες στο πλαίσιο του εκπτωτικού προγράμματος εκπτώσεις και
τιμές ανακοινώθηκαν από την 15/2/2001 μέσω επιστολών και Newsletters σε
περισσότερους από 82.000 τελικούς καταναλωτές, κατόχους αυτοκινήτων
ΧΙΟΥΝΤΑΙ, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη 2η παράγραφο της με
ημερομηνία 18/1/2001 επιστολής, 3η παράγραφο της με αριθμ. 6/13-2-2001
εγκύκλιου και τελευταία παράγραφο της με ημερομηνία 6/3/2001 επιστολής:
«Σας πληροφορούμε επίσης ότι το εκπτωτικό πρόγραμμα των ανταλλακτικών
έχει επικοινωνηθεί με επιστολή σε περισσότερους από 82.000 πελάτες σε όλη
την Ελλάδα».
η) Προκειμένου να ελεγχθεί από την α΄ καταγγελλόμενη η εφαρμογή του
εκπτωτικού προγράμματος από τους διανομείς της χρησιμοποιήθηκαν δύο μέσα
παρακολούθησης και ελέγχου. Αφενός ανακοινώθηκε ότι θα διενεργηθούν
έρευνες μυστικού πελάτη Mystery Shopping (βλ. την 4η παράγραφο της με
ημερομηνία 18/1/2001 επιστολής, όπου «Οι εκπτώσεις στους τελικούς
καταναλωτές θα ελεγχθούν και με έρευνες Mystery Shopping, που θα
οργανωθούν κατά τη διάρκεια της ισχύος του προγράμματος») και αφετέρου
εφαρμόσθηκε ένας νέος τρόπος τιμολόγησης των ενταγμένων στο πρόγραμμα
ανταλλακτικών: οι διανομείς αγόραζαν από την α΄ καταγγελλόμενη τα ενταγμένα
στο εκπτωτικό πρόγραμμα ανταλλακτικά στην τιμή χονδρικής, που ίσχυε πριν τη
λήψη της απόφασης για διενέργεια εκπτωτικού προγράμματος, και στο τέλος
κάθε μήνα τους αποδιδόταν η συμφωνηθείσα ύψους 20% έκπτωση με πιστωτικό
τιμολόγιο (βλ. την 6η παράγραφο της με ημερομηνία 18/1/2001 επιστολής, όπου
«Τα ανταλλακτικά που εμπεριέχονται στην λίστα των εκπτωτικών
ανταλλακτικών που επισυνάπτουμε, θα τιμολογούνται σε σας στην κανονική τιμή
χονδρικής και στο τέλος κάθε μήνα θα σας αποδίδεται με πιστωτικό τιμολόγιο η
έκπτωση του 20%»).
Η δυνατότητα αγοράς ανταλλακτικών με μεταγενέστερη επιστροφή της
έκπτωσης δόθηκε στους διανομείς από την 18/1/2001 (βλ. την 5η παράγραφο της
με ημερομηνία 18/1/2001 επιστολής, όπου «Με αυτό τον τρόπο σας δίνουμε την

22
ευκαιρία σε αυτά τα ανταλλακτικά να επωφεληθείτε από την παρεχόμενη
έκπτωση 20% από σήμερα πριν ξεκινήσει η καμπάνια προς τον τελικό πελάτη»),
δηλαδή ένα μήνα περίπου πριν την ανακοίνωση του εκπτωτικού προγράμματος
στους καταναλωτές και την επίσημη έναρξή του.
3.2. Καθορισμός τιμών λιανικής πώλησης ανταλλακτικών και Ε/Ω
Η ελευθερία διαμόρφωσης των τιμών αποτελεί έναν από τους βασικότερους στόχους
των άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ.1 ΣυνθΕΚ. Οι συμφωνίες μεταξύ
επιχειρήσεων που αποσκοπούν στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή
πώλησης ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας απαγορεύονται από τα προαναφερόμενα
άρθρα (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ της 13/1/2004 JCB Service κατά Επιτροπής, Τ-
67/01, Συλλ. Νομ. 2004, σελ. ΙΙ-49, σκέψη 121).
Ρήτρες που θίγουν την ελευθερία του διανομέα να καθορίζει απολύτως ελεύθερα τις
τιμές των προϊόντων ή των υπηρεσιών που παρέχει συνιστούν περιορισμό του
ανταγωνισμού (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 28/1/1986 Pronuptia de Paris
GmbH και Pronuptia de Paris Irgmard Schillgalis, 161/84, Συλλ. Νομ. 1986 σελ. 353,
σκέψη 25, απόφαση Επιτροπής της 16/7/2003, Υπόθεση COMP/37.975 PO/Yamaha,
σκέψη 137).
Ρήτρες που περιέχονται σε συμβάσεις με τρίτους και καθορίζουν τις τιμές που πρέπει
να τηρούνται συνιστούν, αυτές καθαυτές, περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ.
ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 3/7/1985 S A BINON & CIE ΚΑΤΑ S A AGENCE ET
MESSAGERIES DE LA PRESSE, 243/83, Συλλ. Νομ. 1985 σελ. 2015, σκέψη 44).
Εκτός από τις συμφωνίες εκείνες που αποβλέπουν στον άμεσο καθορισμό των τιμών,
στη διαμόρφωση δηλ. όλων των συστατικών στοιχείων διαμόρφωσης της τελικής
τιμής πώλησης (βλ. ενδεικτικά απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 5/10/1973,
Υπόθεση IV/27.010 - Deutsche Philips GmbH, ΕΕ L 293, 20/10/1973 Ρ, σελ. 40,
απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 22/12/1976, Υπόθεση IV/24.510 – Gerofabriek,
ΕΕ L 16, 19/1/1977 Ρ, σελ. 8, απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της
11/12/1980, Υπόθεση IV/26.912 - Hennessy-Henkell, ΕΕ L 383, 31/12/1980 Ρ, σελ.
11, απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 21/12/1977, Υπόθεση IV/29.418 - spices,
ΕΕ L 53, 24/2/1978 Ρ, σελ. 20, απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 5/12/1996,
Υπόθεση IV/35.679- Novalliance/Systemform, ΕΕ L 47, 18/2/1997, σελ. 11, σκέψη
61, απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής PO/Yamaha ό.π., σκέψεις 124 επ.)
απαγορεύεται και ο έμμεσος καθορισμός τιμών, η διαμόρφωση δηλ. ενός από τα
στοιχεία σχηματισμού της τελικής τιμής πώλησης (βλ. Μιχ. – Θεοδ. Μαρίνο, Η
διανομή αυτοκινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Κανονισμός 1400/2002, σελ. 118).
Έμμεσο καθορισμό τιμών αποτελεί ο καθορισμός εκπτώσεων [βλ. ενδεικτικά
απόφαση υπ’ αρ. 277/IV/2005 της Επιτροπής Ανταγωνισμού, (ΣΕΣΜΕ), απόφαση
Διοικ. Εφ. Αθ. υπ’ αριθμ. 1001/2006 (ΣΕΣΜΕ), απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της
5/7/2000, Υπόθεση COMP.F.1. 36.516 — Nathan-Bricolux, ΕΕ L 54, 23/2/2001, σελ.
1, σκέψεις 86 επ., απόφαση ΔΕΚ VERENIGING VAN VLAAMSE REISBUREAUS
ό.π., σκέψεις 9 επ., απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής PO/Yamaha ό.π., σκέψη 126,

23
απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 26/10/1999, Υπόθεση IV/33.884 Nederlandse
Federative Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied (FGE) jai
Technische Unie (TU) , ΕΕ L 39, 14/2/2000, σελ. 1, σκέψη 120, όπως κυρώθηκε από
την απόφαση ΠΕΚ της 16/12/2003 Nederlandse Federatieve Vereniging voor de
Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie BV κατά Επιτροπής,
Τ-5/00 και 6/00, Συλλ. Νομ. 2003, σελ. ΙΙ-5761, σκέψεις 324 επ.].
Συμβατές προς την απαγόρευση των άρ. 1 παρ.1 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ είναι οι
συνιστώμενες τιμές, στο μέτρο που ο παραγωγός ή εισαγωγέας περιορίζεται στην
ανακοίνωση των τιμών αυτών στους διανομείς του και δεν προκύπτει δέσμευση
αυτών για την τήρησή τους (Βλ. ενδεικτικά απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της
17/12/1986, Υπόθεση IV/31.428 έως 31.432 — Yves Rocher, ΕΕ L 8, 10/1/1987,
σελ. 49. σκέψη 30, απόφαση ΠΕΚ JCB ό.π., σκέψεις 126 και 130). Απαγορευμένες
όμως καθίστανται οι «συνιστώμενες» τιμές όταν αποτελούν αντικείμενο, μέσο ή
αποτέλεσμα κάθετης συμφωνίας [βλ. Δ. Τζουγανάτο, Οι συμφωνίες αποκλειστικής
και επιλεκτικής διανομής στο δίκαιο του ανταγωνισμού (Ελεύθερου και Αθέμιτου),
σελ. 84].
Στον καθορισμό δεσμευτικών τιμών μεταπώλησης αποβλέπει και η εφαρμογή
εκπτωτικών προγραμμάτων [Βλ. ενδεικτικά απόφαση υπ’ αριθμ. 91/ΙΙ/99 της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, (FORD)].
Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η α΄ καταγγελλόμενη μέσω των
εκπτωτικών της προγραμμάτων έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική επιβολής και
ελέγχου των λιανικών τιμών πώλησης των ανταλλακτικών του σήματός της και της
λιανικής τιμής χρέωσης της Ε/Ω από τα μέλη του δικτύου της.
Η πολιτική αυτή συνίστατο στον αυστηρό (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ JCB ό.π.,
σκέψεις 128 - 129 και 133) καθορισμό τόσο της ονομαστικής τιμής πώλησης των
ενταγμένων στο εκπτωτικό πρόγραμμα ανταλλακτικών όσο και της τελικής τιμής
πώλησης αυτών μέσω του καθορισμού του χορηγούμενου στον καταναλωτή
ποσοστού έκπτωσης. Στα πρώτα στάδια εφαρμογής των εκπτωτικών προγραμμάτων,
όπως προέκυψε από τις προαναφερόμενες εγκυκλίους της εταιρείας αλλά και
καταθέσεις μαρτύρων ενώπιον της Επιτροπής (κατάθεση […]) η καταγγελλόμενη
απέστελλε στους διανομείς της «ενιαίους τιμοκαταλόγους», που ανέφεραν την
ονομαστική τιμή πώλησης κάθε ενταγμένου στο πρόγραμμα ανταλλακτικού, το ποσό
στο οποίο αντιστοιχεί το συμφωνηθέν στο πλαίσιο του εκπτωτικού προγράμματος
ποσοστό έκπτωσης και την τελική τιμή λιανικής πώλησης. Εις επίρρωσιν αυτού, ο
μάρτυρας […] καταθέτοντας ενώπιον της Επιτροπής παρέπεμψε σε εγκύκλιό της 1-9-
1998 όπου με θέμα «Τιμοκατάλογος ανταλλακτικά» αναφέρεται ότι: «Αντί έκπτωσης
25% στα παραπάνω ανταλλακτικά, η ΧΙΟΥΝΤΑΙ προχώρησε στην έκδοση νέου
ενιαίου τιμοκαταλόγου με αντίστοιχες μειώσεις τιμών επί των λιανικών τιμών
πωλήσεων», σελ. 8. Η απόφαση της α΄ καταγγελλόμενης να εκδώσει «ενιαίο
τιμοκατάλογο», στον οποίο ενσωματωνόταν το κάθε φορά προβλεπόμενο στο
εκάστοτε εκπτωτικό πρόγραμμα ποσοστό έκπτωσης, απέβλεπε στον πλήρη

24
προσδιορισμό των τιμών λιανικής πώλησης των ανταλλακτικών και στην εξάλειψη
οποιουδήποτε περιθωρίου διαφοροποίησης των διανομέων της. Χαρακτηριστικά,
στην εγκύκλιο 30-12-1999 την οποία επικαλέσθηκε ο μάρτυρας […] αναφέρεται:
«Θέμα : Τιμολογιακή πολιτική – Η καμπάνια από 3-1-2000 θα συνεχισθεί ……
Συνημμένα θα βρείτε με bullet λίστα λιανικής Νο.1…. Οι αξίες ανταλλακτικών είναι
τελικές, που ανακοινώνονται στον πελάτη και περιέχουν Φ.Π.Α.»
Στη συνέχεια αντικατέστησε το σύστημα αποστολής τιμοκαταλόγου με έναν νέο
τρόπο τιμολόγησης στους διανομείς των ενταγμένων στο πρόγραμμα ανταλλακτικών,
που επίσης απέβλεπε στον καθορισμό όλων των συστατικών στοιχείων διαμόρφωσης
της τελικής τιμής πώλησης: τα ανταλλακτικά πωλούνταν στους διανομείς στην τιμή
χονδρικής, που διαμορφωνόταν από την αφαίρεση της έκπτωσης χονδρικής από την
εκάστοτε λιανική τιμή των ανταλλακτικών, και στο τέλος κάθε μήνα απεδίδετο στους
διανομείς η συμφωνηθείσα στο πλαίσιο του εκπτωτικού προγράμματος έκπτωση, με
πιστωτικό τιμολόγιο. Με αυτό τον τρόπο η α΄ καταγγελλόμενη, χωρίς να προσφεύγει
στην αποστολή τιμοκαταλόγων, διαμόρφωνε την τελική τιμή πώλησης του εκάστοτε
ανταλλακτικού, που αντιστοιχούσε στην εκάστοτε λιανική τιμή αφαιρουμένης της
συμφωνηθείσας στο εκπτωτικό πρόγραμμα έκπτωσης, και εξασφάλιζε την πώληση
των ως άνω ανταλλακτικών στην κατά αυτό τον τρόπο καθορισθείσα λιανική τιμή,
καθώς απέδιδε στους διανομείς της το ποσό που αντιστοιχούσε στη συμφωνηθείσα
έκπτωση.
Την ίδια πολιτική υιοθέτησε η α΄ καταγγελλόμενη αναφορικά με τον καθορισμό της
λιανικής τιμής Ε/Ω. Μέσω των εκπτωτικών προγραμμάτων καθόριζε όχι μόνο την
λιανική τιμή Ε/Ω πριν από την έκπτωση και τη λιανική τιμή αυτής μετά την έκπτωση,
αλλά το ακριβές ποσό που θα χρεωνόταν για κάθε συγκεκριμένη εργασία σε κάθε
διαφορετικό μοντέλο αυτοκινήτου στον τελικό καταναλωτή, καθώς απέστελλε στους
διανομείς της πλήρεις και λεπτομερειακούς τιμοκαταλόγους με πίνακες εργασιών
ανά μοντέλο. Κατά συνέπεια μέσω των εκπτωτικών προγραμμάτων καθορίζονταν
όλα τα συστατικά στοιχεία της τιμής καθεμίας εργασίας αντικατάστασης, δηλ. η
λιανική τιμή Ε/Ω, η έκπτωση επί της λιανικής αυτής τιμής και η τελική τιμή χρέωσης
στον καταναλωτή για κάθε συγκεκριμένη εργασία σε κάθε ένα μοντέλο αυτοκινήτου,
άρα και ο αριθμός των Ε/Ω που απαιτούνται για κάθε συγκεκριμένη εργασία σε κάθε
ένα μοντέλο. Όπως κατέθεσε ενόρκως ενώπιον της Επιτροπής ο μάρτυρας […]
αναφερόμενος στα εκπτωτικά προγράμματα «οι τιμές ήταν καθορισμένες και των
ανταλλακτικών και της εργασίας», (κατάθεση 31-5-2007).
Ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η υιοθέτηση των προαναφερόμενων εκπτωτικών
προγραμμάτων δεν συνιστά άμεσο καθορισμό της τελικής τιμής πώλησης των
συμβατικών προϊόντων και υπηρεσιών μέσω του καθορισμού όλων των συστατικών
στοιχείων που διαμορφώνουν την τελική τιμή πώλησης τους, ο καθορισμός και μόνο
ενός συγκεκριμένου ποσοστού έκπτωσης, που υπολογίζεται επί των προτεινόμενων
κάθε φορά τιμών, συνιστά έμμεσο καθορισμό της λιανικής τιμής (βλ. παρ. 47
Κατευθυντήριων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς ό.π.) καθώς αποβλέπει
στον καθορισμό ενός από τα στοιχεία που διαμορφώνουν την τελική τιμή πώλησης

25
του προϊόντος ή της υπηρεσίας και οδηγεί στον καθορισμό όχι απλά του ανώτατου
ποσοστού έκπτωσης αλλά ταυτοχρόνως και του κατώτατου ποσοστού έκπτωσης και
άρα όχι μόνο της ανώτατης τιμής πώλησης των προϊόντων και υπηρεσιών αλλά
ταυτοχρόνως και της κατώτατης, καθώς οι διανομείς υποχρεούνται να πωλούν με
συγκεκριμένο ποσοστό έκπτωσης και δεν επιτρέπεται να πωλούν με μεγαλύτερο
ποσοστό (βλ. ενδεικτικά απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής PO/Yamaha ό.π., σκέψη
126.)
Σε ό,τι αφορά τη συναγόμενη αποδοχή της συμπεριφοράς της α΄ καταγγελλόμενης εκ
μέρους των διανομέων της, επισημαίνονται τα εξής:
Η ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ανεξάρτητων μεταξύ τους
επιχειρήσεων συνιστά προϋπόθεση εφαρμογής του αρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και του
αρ. 81 παρ.1 ΣυνθΕΚ. Για να υφίσταται συμφωνία κατά την έννοια των άρθρων 1 και
81 αρκεί αλλά και απαιτείται οι εμπλεκόμενες στην εξεταζόμενη πρακτική
επιχειρήσεις να έχουν εκδηλώσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην
αγορά κατά ορισμένο τρόπο (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 15/6/1970 ACF
Chemiefarma NVκατά Επιτροπής, 41/69, Συλλ. Νομ. Ειδική Έκδοση 1969-1971 σελ.
397, σκέψη 112, απόφαση ΔΕΚ της 29/10/1980 Heintz van Landewyck sarl και
λοιποί κατά Επιτροπής, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Συλλ. Νομ. Ειδική Έκδοση
1980 ΙΙΙ, σελ. 207, σκέψη 86, απόφαση ΠΕΚ της 17/12/1991 SA HERCULES
CHEMICALS NV κατά Επιτροπής, T-7/89, Συλλ. Νομ. 1991 σελ. II-1711, σκέψη
256, απόφαση ΔΕΚ της 6/1/2004 Bundesverband der Arzneimittelimporteure κατά
Επιτροπής (Adalat), C-2/01P και C-3/01Ρ, Συλλ. Νομ. 2004, σελ. Ι-23, σκέψη 97).
Απαιτείται δηλαδή σύμπτωση των βουλήσεων των εμπλεκομένων μερών να
ρυθμίζουν τη μελλοντική συμπεριφορά τους στην αγορά λαμβάνοντας υπόψη το
συμφέρον του άλλου εμπλεκόμενου μέρους, περιορίζοντας με αυτό τον τρόπο την
ανεξαρτησία τους και την αυτονομία κινήσεων, που απολαμβάνουν, και αποδεχόμενα
μια κάποιου είδους οικονομική, κοινωνική ή ηθική πίεση.
Τα άρθρα 1 Ν. 703/1977 και 81 ΣυνθΕΚ δεν βρίσκουν πεδίο εφαρμογής στις
αποφάσεις επιχειρήσεων που συνιστούν μονομερή συμπεριφορά. Οι μονομερείς
συμπεριφορές διακρίνονται σε αυτές, που είναι γνήσια αυθεντικά μονομερή μέτρα
και δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση των αρ. 1 και 81, και σε αυτές, που ο μονομερής
τους χαρακτήρας είναι μόνο φαινομενικός, υποκρύπτει δηλαδή μια λανθάνουσα
μορφή συμφωνίας μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, έστω και αν αυτή δεν
είναι ολοκληρωμένη με τη νομική έννοια του όρου, καθώς οι μονομερείς αυτές
συμπεριφορές απολαμβάνουν τουλάχιστον της σιωπηρής αποδοχής των
επιχειρήσεων, στις οποίες απευθύνονται. Τα φαινομενικά μονομερή μέτρα εμπίπτουν
στο πεδίο εφαρμογής των προαναφερόμενων άρθρων (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ
της 25/10/1983 Allgemaine Elektricitats-Gesellschaft AEG-Telefunken AG κατά
Επιτροπής, 107/82, Συλλ. Νομ. 1983, σελ. 3151, σκέψη 38, απόφαση ΔΕΚ της
17/9/1985 Ford-Werke AG και Ford of Europe INC κατά Επιτροπής 25 και 26/84,
Συλλ. Νομ. 1985, σελ. 2725, σκέψη 21, απόφαση ΠΕΚ της 7/7/1994 Dunlop

26
Slazenger International LTD κατά Επιτροπής, T-43/92, Συλλ. Νομ. 1994, σελ. II-441,
σκέψη 56, απόφαση ΠΕΚ DaimlerChrysler ό.π., σκέψεις 83-84).
Κατά συνέπεια ο «μονομερής» καθορισμός όρων συναλλαγής με εγκυκλίους και
προτροπές από κατασκευαστές ή εισαγωγείς δεν συνεπάγεται αυτομάτως την έλλειψη
συμφωνίας αλλά ούτε και συνιστά άνευ άλλου τινός συμφωνία κατά την έννοια των
άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ
Adalat ό.π., σκέψη 101).
Μια προτροπή ενός κατασκευαστή ή εισαγωγέα αυτοκινήτων δεν συνιστά μια
μονομερή πράξη αλλά συμφωνία, εφόσον εντάσσεται στο πλαίσιο διαρκών
επιχειρηματικών σχέσεων, οι οποίες υπόκεινται σε μια ήδη εκ των προτέρων
συναφθείσα συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται αν επήλθε σιωπηρή
συμφωνία, μέσω της εκδήλωσης ρητής ή σιωπηρής συναίνεσης, εκ μέρους των
διανομέων, έναντι της υιοθετηθείσας από τον παραγωγό ή εισαγωγέα συμπεριφοράς
(βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 24/10/1995 Bayerische Motorenwerke ΑG κατά
ALD Auto Leasing D GmbH, C-70/93, Συλλ. Νομ. 1995, σελ. I-3439, σκέψη 16,
απόφαση ΠΕΚ της 6/7/2000 Volkswagen κατά Επιτροπής, Τ-62/98, Συλλ. Νομ.
2000, σελ. ΙΙ- 2707, σκέψη 236, απόφαση ΠΕΚ της 3/12/2003 Volkswagen AG κατά
Επιτροπής T-208/01, Συλλ. Νομ. 2003 σελ. ΙI-5141, σκέψη 36).
Η ύπαρξη εκπεφρασμένης ή ακόμη και σιωπηρής συναίνεσης δύναται να συναχθεί
από τη γενικότερη συμπεριφορά του παραγωγού ή εισαγωγέα και των διανομέων,
ακόμα και σιωπηρά (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ της 26/10/2000 Bayer AG κατά
Επιτροπής, T-41/96, Συλλ. Νομολ. 2000, σελ. ΙΙ-3387, παρ. 72).
Τα προαναφερόμενα εκπτωτικά προγράμματα, που υιοθετήθηκαν από την α΄
καταγγελλόμενη, δεν αποτελούν μονομερή μέτρα μη υπαγόμενα στην απαγόρευση
των άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ.1 ΣυνθΕΚ. Αντιθέτως συνιστούν τμήμα των
συμβατικών σχέσεων που η α΄ καταγγελλόμενη διατηρούσε με τους διανομείς της,
καθώς αποτελούν αντικείμενο κοινής μεταξύ τους συμφωνίας, που απέβλεπε στην
εξειδίκευση των προφορικών άτυπων συμφωνιών διανομής, που είχαν συναφθεί,
απολάμβανε ομοιόμορφης και καθολικής αποδοχής και συνήφθη μέσω της
αποστολής εγκυκλίων και της εφαρμογής αυτών από τους διανομείς.
Η α΄ καταγγελλόμενη μέσω της αποστολής στους διανομείς της των ως άνω
αναφερόμενων στα εκπτωτικά προγράμματα εγκυκλίων εξέφραζε ρητά και
καθιστούσε γνωστή σε αυτούς τη βούλησή της να εφαρμόσει την προαναφερόμενη
πολιτική καθορισμού λιανικών τιμών στην αγορά των ανταλλακτικών και της
παροχής υπηρεσιών μετά την πώληση, επί της οποίας επιδίωκε τη συμφωνία και
συναίνεση των διανομέων της, οι οποίοι και καλούνταν να εφαρμόσουν τα εκπτωτικά
προγράμματα που υλοποιούσαν την ως άνω πολιτική (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ
Adalat ό.π., σκέψη 102).
Η απευθυντέα αυτή δήλωση βούλησης της α΄ καταγγελλόμενης προκύπτει
αδιαμφισβήτητα και από τη διατύπωση και το ύφος γραφής των προαναφερόμενων
εγκυκλίων και επιστολών (Ό.π.).

27
Η πολιτική αυτή καθορισμού των λιανικών τιμών πώλησης στις προαναφερόμενες
αγορές εφαρμοζόταν συστηματικά από την α΄ καταγγελλόμενη. Η υιοθέτηση
εκπτωτικών προγραμμάτων για τόσο μεγάλο αριθμό ανταλλακτικών, που διήρκεσαν
σχεδόν αδιάκοπα για 2,5 περίπου χρόνια, αποδεικνύει τη σταθερή βούληση της α΄
καταγγελλόμενης να ελέγξει τους παράγοντες διαμόρφωσης τιμών στις
συγκεκριμένες αγορές και να επιτύχει τελικά τον καθορισμό των λιανικών τιμών σε
αυτές. Η υιοθέτηση από την α΄ καταγγελλόμενη εκπτωτικών προγραμμάτων τόσο
μεγάλης διάρκειας για προϊόντα όχι της κυριότητάς της, αλλά της κυριότητας των
διανομέων της, δε δικαιολογείται από λόγους πολιτικής πωλήσεων ή προώθησης των
σχετικών προϊόντων. Η εξαιρετικά μεγάλη διάρκειά τους και η συστηματική και
αδιάκοπη χρονικά υιοθέτησή τους αποδεικνύουν τη βούληση περιορισμού του
ανταγωνισμού και καθορισμού των τελικών τιμών πώλησης των επίμαχων προϊόντων
και υπηρεσιών.
Η δήλωση βούλησης των διανομέων περί αποδοχής της υιοθετηθείσας και
προτεινόμενης σε αυτούς από τον παραγωγό ή εισαγωγέα πολιτικής δεν απαιτείται να
είναι απευθυντέα προς αυτόν. Μια φαινομενικά μονομερής συμπεριφορά μπορεί να
συνεπάγεται συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων κατά την έννοια των άρ. 1 παρ.1 και 81
παρ. 1, υπό την προϋπόθεση ότι η μετέπειτα συμπεριφορά των διανομέων μπορεί να
ερμηνευθεί ως de facto συναίνεση (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Bayer ό.π., παρ.
167).
Μέσω των αναλυτικά ως άνω αναφερόμενων εγκυκλίων και επιστολών τα μέλη του
δικτύου διανομής της α΄ καταγγελλόμενης έλαβαν γνώση της υιοθέτησης των
εκπτωτικών προγραμμάτων από την α΄ καταγγελλόμενη και της συμπεριφοράς, που
αυτή απαιτούσε εκ μέρους τους προκειμένου να εφαρμοστεί η προαναφερόμενη
πολιτική της.
Η συμπεριφορά των διανομέων της α΄ καταγγελλόμενης σε συνέχεια των ως άνω
επιστολών και εγκυκλίων, οι διαπιστώσεις επιτυχίας της προαναφερόμενης πολιτικής
που καταγράφονται στα έγγραφα αυτά και η γνωστοποίηση των συμφωνιών αυτών
στους τρίτους - καταναλωτές δεν δύνανται να ερμηνευθούν με κανέναν άλλο τρόπο
παρά μόνο ως τουλάχιστον de facto συναίνεση στην προτεινόμενη και υιοθετηθείσα
από την α΄ καταγγελλόμενη πολιτική και πρακτική (Η συμμετοχή και η εφαρμογή
από τους διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης των προαναφερόμενων εκπτωτικών
προγραμμάτων αποδεικνύεται κατ’ αρχήν από τις ίδιες τις δηλώσεις των διανομέων
της. Το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών που ρωτήθηκαν απάντησαν ότι συμμετείχαν στα
εκπτωτικά προγράμματα από την ημερομηνία έναρξής τους το Σεπτέμβριο του 1998
μέχρι και τη λήξη τους, το 2001. Η συμμετοχή και εφαρμογή των εκπτωτικών
προγραμμάτων από τους διανομείς αποδεικνύεται επίσης από το κείμενο των
προαναφερόμενων εγκυκλίων και επιστολών: οι περισσότερες από αυτές
αναφέρονται στην επιτυχία της πολιτικής αυτής, στην αύξηση των διελεύσεων
καταναλωτών από τις εγκαταστάσεις των διανομέων και κατά συνέπεια στην αύξηση
των κερδών των διανομέων, και στην αναγκαιότητα συνέχισης της πολιτικής αυτής).

28
Προς επίρρωση των ανωτέρω ως έμμεση απόδειξη ως προς την ύπαρξη συμφωνίας
ανάμεσα στην α΄ καταγγελλόμενη και τα μέλη του δικτύου διανομής της αποτελεί
και η γνωστοποίηση των εκπτωτικών προγραμμάτων στους τελικούς καταναλωτές
κατόχους αυτοκινήτων μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ (βλ. απόφαση του ΠΕΚ DUNLOP
SLAZENGER ό.π., σκέψεις 44 επ.) τόσο μέσω επιστολών και Newsletters όσο και
μέσω σχετικού διαφημιστικού υλικού. Η γνωστοποίηση μάλιστα αυτή έλαβε ευρεία
έκταση καθώς η συμφωνία επί των εκπτωτικών προγραμμάτων κοινοποιούνταν σε
χιλιάδες καταναλωτές κάθε φορά [βλ. ενδεικτικά την 1η παράγραφο της με
ημερομηνία 1/9/1998 επιστολής, όπου «…ξεκίνησε ήδη η αποστολή του
ενημερωτικού εντύπου σε 53.000 κατόχους HYUNDAI» και την τελευταία
παράγραφο της με ημερομηνία 6/3/2001 επιστολής, όπου «Σας πληροφορούμε επίσης
ότι το εκπτωτικό πρόγραμμα των ανταλλακτικών έχει επικοινωνηθεί με επιστολή σε
περισσότερους από 82.000 πελάτες σε όλη την Ελλάδα». Κατά την πρώτη μάλιστα
εφαρμογή της πολιτικής αυτής, δηλαδή με την έναρξη του 1ου εκπτωτικού
προγράμματος, την 1/9/1998, δεν κοινοποιήθηκε στους καταναλωτές απλά και μόνο
το ποσοστό της χορηγούμενης έκπτωσης αλλά «το κέρδος - όφελος που θα έχει ο
πελάτης … από τις εκπτώσεις κατά 25%...», δηλαδή το ακριβές ποσό στο οποίο
αντιστοιχεί η χορηγούμενη έκπτωση [Βλ. την με ημερομηνία 1/9/1998 επιστολή].
Τόσο η α΄ καταγγελλόμενη όσο και οι διανομείς της είχαν κοινά συμφέροντα από την
υιοθέτηση και εφαρμογή της προαναφερόμενης συμφωνίας. Τα συμφέροντα αυτά δεν
απαιτείται να είναι όμοια, καθώς σαφώς προκύπτει από την κοινοτική νομολογία ότι
στην έννοια της συμφωνίας υπάγονται και περιπτώσεις όπου το ένα από τα δύο μέρη
σαφώς δεν έχει κάποιο συμφέρον από την αντι-ανταγωνιστική πρακτική καθεαυτή
(βλ. ενδεικτικά απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 25/11/1980, Υπόθεση
IV/29.702: Johnson & Johnson, ΕΕ L 377, 31/12/1980 Ρ, σελ. 16, σκέψη 28,
απόφαση ΔΕΚ Ford ό.π., όπου η διακοπή παραδόσεως αυτοκινήτων δεξιάς
διεύθυνσης ήταν μόνο προς το συμφέρον της Ford).
Εν προκειμένω και τα δύο μέρη είχαν κοινό συμφέρον από την υιοθέτηση της
προαναφερόμενης πολιτικής, καθώς απέβλεπαν στην ενίσχυση των μεριδίων αγοράς
τους, στην αύξηση του όγκου πωλήσεων τους και τελικά στον αποκλεισμό των
ανεξάρτητων διανομέων ανταλλακτικών μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ και παρέχων
υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ. Από τα
κείμενα των προαναφερόμενων εγκυκλίων και επιστολών (βλ. ενδεικτικά την με
αριθμ. 5/99 εγκύκλιο, όπου «Η επιτυχία της πολιτικής και η αύξηση των
διελεύσεων… Για όφελος του συνεργείου… Ένα άλλο ευχάριστο μήνυμα για την
κερδοφορία του συνεργείου…», την με αριθμ. 26/99 εγκύκλιο, όπου «…που στόχο
είχε την αύξηση των διελεύσεων στα συνεργεία…», την με ημερομηνία 18/1/2001
επιστολή, όπου «Ευελπιστούμε ότι με αυτό το πρόγραμμα θα τονώσουμε τη ζήτηση
ανταλλακτικών καθώς και τη διελευσιμότητα στα συνεργεία σας») σαφώς προκύπτει
ότι η υιοθέτηση των εκπτωτικών προγραμμάτων απέβλεπε στην αύξηση των
διελεύσεων των τελικών καταναλωτών από τα καταστήματα των διανομέων της α΄
καταγγελλόμενης, με άμεση συνέπεια την αύξηση της κερδοφορίας τόσο αυτής όσο

29
και των διανομέων της. Μακροπρόθεσμα η εφαρμογή της πολιτικής αυτής απέβλεπε
στον αποκλεισμό των ανταγωνιστών του δικτύου, καθώς σαφές καθίσταται ότι αυτοί
αδυνατούσαν να παρέχουν εκπτώσεις τέτοιου ύψους και για τόσο μεγάλο χρονικό
διάστημα στα προϊόντα και στις υπηρεσίες τους, λαμβανομένου υπόψη και του
γεγονότος ότι προμηθεύονται τα ανταλλακτικά μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ σε τιμές
υψηλότερες από αυτές στις οποίες τα προμηθεύονται οι διανομείς της α΄
καταγγελλόμενης. Κοινό συμφέρον των συμβαλλομένων μερών συνιστά η
συγκράτηση του πελατολογίου (βλ. ενδεικτικά την 1η παράγραφο της με αριθμ.
26/99 εγκυκλίου, όπου «…που στόχο είχε… την συγκράτηση του πελατολογίου
σας») που σε συνδυασμό με την αύξηση των διελεύσεων θα οδηγούσε σε αποκλεισμό
των ανταγωνιστών του δικτύου και κατά αναπόδραστη συνέπεια σε περιορισμό του
ενδοσηματικού ανταγωνισμού (intrabrand competition).
Κατά την κοινοτική νομολογία ύπαρξη συμφέροντος από την πλευρά των διανομέων
για εφαρμογή της συμφωνίας στοιχειοθετείται και στις περιπτώσεις ύπαρξης απειλής
από την πλευρά του παραγωγού ή εισαγωγέα για την επιβολή κυρώσεων σε
περίπτωση μη τήρησής της (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 8/2/1990 Tipp-Ex
GMBH & Co. KG κατά Επιτροπής, C-279/87, Συλλ. Νομ. 1990, σελ. Ι-261 (έχει
δημοσιευθεί μόνο περίληψη). Η με ημερομηνία 3/12/1998 επιστολή της α΄
καταγγελλόμενης προς μέλος του δικτύου διανομής της αποτελεί απόδειξη της
ύπαρξης τέτοιων απειλών για κυρώσεις (βλ. την τελευταία παράγραφο, όπου «… να
θεωρήσετε ότι οποιαδήποτε παρέκκλιση από την τιμολογιακή πολιτική της εταιρίας
μας - …..υπερτιμολογήσεις κλπ – είναι στοιχείο για τη διαφοροποίηση των όρων
συνεργασίας μας»), ο φόβος για την επιβολή των οποίων ισοδυναμεί με την ύπαρξη
συμφέροντος από την πλευρά του διανομέα για την υιοθέτηση της προτεινόμενης
συμφωνίας.
Η ύπαρξη ενός συστήματος εκ των υστέρων ελέγχου και παρακολούθησης της
εφαρμογής μιας συγκεκριμένης πρακτικής και κυρώσεων ή απειλών επιβολής
κυρώσεων αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη συμφωνίας (βλ. ενδεικτικά απόφαση
ΠΕΚ Bayer ό.π., σκέψη 83).
Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται και από τη θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην παρ.
47 των Κατευθυντήριων γραμμών για τους κάθετους περιορισμούς, σύμφωνα με την
οποία οι απειλές, οι εκφοβισμοί, οι προειδοποιήσεις και η επιβολή κυρώσεων
αποτελούν έμμεσους τρόπους για την επίτευξη του καθορισμού των τιμών
μεταπώλησης, που ενισχύονται όταν συνδυαστούν με την εφαρμογή ενός
συστήματος παρακολούθησης των τιμών, καθώς τελικά στην πράξη οδηγούν στην
αποστέρηση από το διανομέα κάθε πραγματικής και πλήρους ελευθερίας να
καθορίζει αυτόνομα τις τιμές των προϊόντων ή υπηρεσιών που παρέχει.
Η α΄ καταγγελλόμενη συστηματικά υιοθέτησε ένα σύστημα παρακολούθησης της
εφαρμογής των εκπτωτικών προγραμμάτων από τους διανομείς της, το οποίο έλαβε
διάφορες μορφές και ενίοτε συνδυάστηκε με την απειλή επιβολής κυρώσεων. Κατ’
αρχήν ανακοίνωσε [βλ. την με ημερομηνία 18/1/2001 επιστολή, όπου «Οι εκπτώσεις

30
προς τους τελικούς καταναλωτές θα ελεγχθούν και με έρευνες Mystery Shopping,
που θα οργανωθούν κατά τη διάρκεια ισχύος του προγράμματος») και τουλάχιστον
σε μία περίπτωση διενήργησε (βλ. την με ημερομηνία 3/12/1998 επιστολή προς τον
κο […], όπου «Όπως ήδη γνωρίζετε και όπως έχουμε συζητήσει πραγματοποιήθηκε
μέσα στο Σεπτέμβριο έρευνα μυστικού πελάτη στο συνεργείο σας, με σκοπό την
αξιολόγηση … της νέας τιμολογιακής πολιτικής ανταλλακτικών και παροχής
υπηρεσιών»] έρευνα μυστικού πελάτη (Mystery shopping), που στόχο είχε τον
έλεγχο της τήρησης των προβλεπόμενων στα εκπτωτικά προγράμματα τιμών και
εκπτώσεων. Οι γραπτές αυτές προειδοποιήσεις για τη διενέργεια ερευνών μυστικού
πελάτη, πέρα από μέσο ελέγχου της εφαρμογής των τιμών, αποτελούν ουσιαστικά
και έμμεση απειλή έναντι των διανομέων. Τη διαπίστωση αυτή ενισχύει και το
γεγονός της ρητής διατύπωσης τέτοιων απειλών σε μια τουλάχιστον περίπτωση (βλ.
την με ημερομηνία 3/12/1998 επιστολή προς τον κ. […]) όπου μετά τη διενέργεια
τέτοιας έρευνας απειλήθηκαν κυρώσεις με τη μορφή «διαφοροποίησης των όρων
συνεργασίας» σε διανομέα που προέβαινε σε «υπερτιμολογήσεις», πωλούσε δηλ. τα
ενταγμένα στο εκπτωτικό πρόγραμμα ανταλλακτικά όχι στην καθορισθείσα μέσω του
ενιαίου τιμοκαταλόγου τιμή αλλά σε τιμή υψηλότερη αυτής.
Μέσο ελέγχου της συμμόρφωσης στις τιμές συνιστά και το σύστημα επιστροφής με
πιστωτικό τιμολόγιο της συμφωνηθείσας στο πλαίσιο του εκπτωτικού προγράμματος
ύψους 20% έκπτωσης, που προβλέφθηκε με την με ημερομηνία 18/1/2001 εγκύκλιο
της α΄ καταγγελλόμενης (βλ. την 6η παράγραφο, όπου «τα ανταλλακτικά που
εμπεριέχονται στην λίστα των εκπτωτικών ανταλλακτικών που επισυνάπτουμε, θα
τιμολογούνται σε σας στην κανονική τιμή χονδρικής και στο τέλος κάθε μήνα θα σας
αποδίδεται με πιστωτικό τιμολόγιο η έκπτωση του 20%»).
Η χορήγηση της έκπτωσης αυτής εκ των υστέρων αποβλέπει στον έλεγχο της
χορήγησής της στους τελικούς καταναλωτές, συνδυαζόμενη δε με την απειλή
διενέργειας έρευνας μυστικού πελάτη, που ανακοινώνεται με την ίδια επιστολή,
συνιστά ένα πλαίσιο πλήρους και ολοκληρωτικού ελέγχου της συμπεριφοράς των
διανομέων και της τιμολογιακής πολιτικής, που θα εφαρμόσουν.
Ως μέσο ελέγχου της τήρησης των τιμών λειτούργησαν σε κάποιες περιπτώσεις ή ως
τέτοιο μέσο εκλήφθηκαν από τους διανομείς σε κάποιες περιπτώσεις και οι
επιθεωρητές ελέγχου της α΄ καταγγελλόμενης. Σύμφωνα με την ένορκη κατάθεση
του […] ενώπιον της Επιτροπής, «η δουλειά των επιθεωρητών ήταν αυτή ακριβώς,
να ελέγχουν εάν τα καταστήματά μας ακολουθούν τις εμπορικές πολιτικές που κατά
καιρούς (η εταιρεία) είχε θέσει», σελ. 61. Αντίστοιχες ήταν και οι καταθέσεις
τριών2από τους διανομείς που ελέγχθηκαν και οι οποίοι δήλωσαν ότι οι επιθεωρητές
της εταιρίας ήλεγχαν τις τιμές, με συνέπεια να καθίσταται γνωστή στην α΄
καταγγελλόμενη οποιαδήποτε εφαρμογή διαφορετικής τιμής από αυτούς. Οι ίδιοι
αυτοί διανομείς εξέλαβαν ως μέσο ελέγχου των τιμών και το ηλεκτρονικό σύστημα

31
παραγγελιών μέσω του οποίου θεωρούσαν ότι η εταιρία μπορεί να ελέγχει τις τυχόν
αλλαγές των τιμών και να ζητά εξηγήσεις και διευκρινίσεις ως προς αυτές.
3.3. Τα μετά τη λήξη των εκπτωτικών προγραμμάτων περιοριστικά για τον
ανταγωνισμό αποτελέσματα της υιοθετηθείσας πολιτικής
Καθοριστικά για την εξεταζόμενη περίπτωση καθίστανται τα οικονομικά
αποτελέσματα των κρίσιμων ανωτέρω συμφωνιών (ή/και εναρμονισμένων
πρακτικών) και όχι η τυχόν τυπική λύση τους. Η απόδειξη της συνέχισης
παραγωγής αποτελεσμάτων επαρκεί για την εφαρμογή των προαναφερόμενων
άρθρων για όσο χρονικό διάστημα διαπιστώνονται τέτοια αποτελέσματα (βλ.
ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 15/6/1976 EMI Records Limited κατά CBS United
Kingdom Limited, 51/75, Συλλ. Νομ. Ειδ. Εκδ. σελ. 329, σκέψεις 30-32, απόφαση
ΔΕΚ BINON ό.π., σκέψη 17, απόφαση ΠΕΚ Hercules Chemicals ό.π., σκέψη 257).
Όπως προέκυψε από την έρευνα της ΓΔΑ, παρόλο που η συμφωνία μεταξύ της α΄
καταγγελλόμενης και των μελών του δικτύου της για καθορισμό των λιανικών
τιμών πώλησης των ανταλλακτικών μέσω της εφαρμογής εκπτωτικών
προγραμμάτων έπαυσε να ισχύει με τη λήξη του τελευταίου εκπτωτικού
προγράμματος, την 15/5/2001, αυτή συνέχισε να παράγει αποτελέσματα για ένα
τουλάχιστον έτος ακόμα, δηλ. μέχρι και το δεύτερο εξάμηνο του 2002.
Από τη συλλογή και επεξεργασία των τιμολογίων της περιόδου Απριλίου 2001 έως
Ιουνίου 2002, συνάγεται ότι οι διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης συνέχισαν και
μετά τη λήξη των εκπτωτικών προγραμμάτων να εφαρμόζουν τις λιανικές τιμές
ανταλλακτικών, που τους γνωστοποιούσε η α΄ καταγγελλόμενη. Από την
επεξεργασία των στοιχείων προέκυψε ότι οι διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης σε
ποσοστό υψηλότερο του 90 % υιοθετούν τις τιμές αυτές ως ονομαστικές τιμές και
σε ποσοστό υψηλότερο του 80 % τις υιοθετούν και ως τελικές τιμές. Το μικρότερο
αυτό ποσοστό σύγκλισης ως προς τις τελικές τιμές, που παρατηρείται, οφείλεται
κυρίως στην παροχή εκπτώσεων από τους διανομείς σε εταιρίες fleet, σε
ανεξάρτητους/μη εγκεκριμένους διανομείς ανταλλακτικών και παρόχους υπηρεσιών
σέρβις ή σε εταιρίες με στόλους αυτοκινήτων. Σε επίρρωση των ανωτέρω
διαπιστώνεται από την προαναφερόμενη έρευνα ότι την ίδια περίοδο, δηλαδή
περίπου στις αρχές του Νοεμβρίου 2001, το σύνολο σχεδόν των διανομέων της α΄
καταγγελλόμενης διαφοροποιεί σχεδόν ταυτοχρόνως τις τιμές των ανταλλακτικών
μετά την αποστολή από αυτή νέου τιμοκαταλόγου ανταλλακτικών (βλ. την με
ημερομηνία 2/11/2001 επιστολή, όπου «Θα σας αποσταλεί εκ νέου έως τις
15/11/2001, νέος προτεινόμενος τιμοκατάλογος λιανικής για τα ανταλλακτικά.
Παρακαλούμε όπως ακυρώσετε το χθεσινό e-mail αφού ο προτεινόμενος
τιμοκατάλογος λιανικής δεν ισχύει»).
Η υιοθέτηση και εφαρμογή εκπτωτικών προγραμμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό
διάστημα είχε ως αποτέλεσμα την παγίωση στους διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης
της νοοτροπίας και τη δημιουργία στο δίκτυο διανομής της ροπής να εφαρμόζει τις
αποσταλείσες από αυτή τιμές. Μετά από 2,5 χρόνια υιοθέτησης των τιμών, που τους

32
απέστελλε η α΄ καταγγελλόμενη στο πλαίσιο των εκπτωτικών προγραμμάτων, οι
διανομείς της εξακολούθησαν και μετά τη λήξη αυτών να υιοθετούν και να
εφαρμόζουν τις τιμές που απέστελλε η α΄ καταγγελλόμενη, έστω πλέον και αν αυτές
τους κοινοποιούνταν ενίοτε με το χαρακτηρισμό «προτεινόμενες». Εξάλλου το
γεγονός ότι, μετά από μια τόσο μακρόχρονη και πάγια πρακτική, σε κάποιες
εγκυκλίους ή επιστολές οι λιανικές τιμές πώλησης των προϊόντων χαρακτηρίζονται
τυπικά ως προτεινόμενες δεν αναιρεί το γεγονός της ύπαρξης συμφωνίας
καθορισμού των τιμών λιανικής και τη συνέχιση παραγωγής των αποτελεσμάτων
της και μετά τη λήξη της. Επιπλέον ο χαρακτηρισμός αυτός απαντάται σπανιότατα
σε σχέση με την πληθώρα των εγγράφων και επιστολών [βλ. απόφαση υπ’ αριθμ.
91/ΙΙ/99 της Επιτροπής Ανταγωνισμού, (FORD)].
3.4.Ύπαρξη κάθετης εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ της α΄ καταγγελλόμενης
και των μελών του δικτύου διανομής της
Τα άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ διακρίνουν την έννοια της
«εναρμονισμένης πρακτικής» από την έννοια των «συμφωνιών μεταξύ
επιχειρήσεων», προκειμένου να συμπεριλάβουν στην προβλεπόμενη απαγόρευση
μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων που, χωρίς να φθάνει μέχρι τη
σύναψη κατά κυριολεξία συμβάσεως, αντικαθιστά ηθελημένα τους κινδύνους που
ενέχει ο ανταγωνισμός με την έμπρακτη συνεργασία των επιχειρήσεων αυτών (βλ.
ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 14/7/1972 Imperial Chemical Industries Ltd (ICI)
κατά Επιτροπής, 48/69, Συλλ. Νομ. 1972 1973, σελ. 99, σκέψη 64).
Τα κριτήρια συντονισμού και συνεργασίας, που προβλέπονται στην κοινοτική
νομολογία, δεν προϋποθέτουν την κατάρτιση ενός πραγματικού σχεδίου, αλλά
πρέπει να νοούνται υπό το πρίσμα της αντίληψης που είναι συνυφασμένη με τις περί
ανταγωνισμού διατάξεις της συνθήκης, κατά την οποία κάθε επιχειρηματίας πρέπει
να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την εμπορική πολιτική που προτίθεται να
ακολουθήσει στην κοινή αγορά. Αυτή η απαίτηση αυτονομίας δεν αποκλείει μεν το
δικαίωμα των επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στη συμπεριφορά των
ανταγωνιστών τους, αποκλείει όμως κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ τους, της
οποίας το αντικείμενο ή το αποτέλεσμα είναι είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά
ενός ανταγωνιστή στην αγορά, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη
συμπεριφορά, που οι ίδιες έχουν αποφασίσει ή σκοπεύουν να ακολουθήσουν στην
αγορά (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ Suiker Unie ό.π., σελ. 507, απόφαση
Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 30/10/2002, Υπόθεση COMP/35.587 PO Video Games,
COMP/35.706 PO Nintendo Distribution, και COMP/36.321 Omega — Nintendo,
ΕΕ L 255, 8/10/2003, σελ. 33, σκέψεις 246 επ.)
Κατά συνέπεια μια συμπεριφορά δύναται να χαρακτηριστεί ως «εναρμονισμένη
πρακτική», ακόμη και αν τα μέρη δεν δηλώνουν ρητά τη συγκατάθεσή τους επί
κοινού σχεδίου, που καθορίζει τη δράση τους στην αγορά, εν γνώσει τους όμως
δέχονται ή προσχωρούν σε μηχανισμούς συμπαιγνίας που διευκολύνουν τον
συντονισμό της εμπορικής τους πολιτικής.

33
Στην απαγόρευση των εναρμονισμένων πρακτικών υπάγονται και ρυθμίσεις μεταξύ
επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικά επίπεδα εμπορίου (βλ.
ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της 7/6/1983 SA Musique Diffusion française και λοιποί
κατά Επιτροπής, 100-103/80, Συλλ. Νομ. 1983, σελ. 1825, σκέψη 72).
Στις περιπτώσεις αυτές οι εν λόγω ρυθμίσεις λειτουργούν συμπληρωματικά των
ήδη συναφθεισών συμβάσεων διανομής και αποβλέπουν στη ρύθμιση της
συμπεριφοράς των διανομέων στην αγορά βάσει όρων πέρα των ρητά
προβλεπόμενων στη σύμβαση διανομής. Κατά κανόνα η τήρηση των ρυθμίσεων
αυτών αποτελεί άγραφη προϋπόθεση συνέχισης της συνεργασίας μεταξύ του
παραγωγού ή εισαγωγέα και του διανομέα.
Οι συστάσεις, αν και δεν αναφέρονται ρητά ως μέσο συντονισμού στα άρ. 1 παρ. 1
Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, μπορεί να αποτελούν το αντικείμενο μιας
συμφωνίας ή να συνιστούν ή να οδηγούν σε εναρμονισμένη πρακτική. Μια
μονομερής σύσταση, που απευθύνεται από τον παραγωγό ή εισαγωγέα στο
διανομέα, δύναται να οδηγήσει σε εναρμονισμένη πρακτική, αν υιοθετείται και
εφαρμόζεται από το διανομέα, ιδίως μάλιστα αν η εφαρμογή της ή μη αποτελεί
αντικείμενο παρακολούθησης από τον παραγωγό ή εισαγωγέα.
Εν προκειμένω οι ανωτέρω αναλυόμενες περιοριστικές του ανταγωνισμού
πρακτικές, αν και φαινομενικά έχουν κατ’ αρχήν υιοθετηθεί μονομερώς από την α΄
καταγγελλόμενη στο πλαίσιο των συμβατικών της σχέσεων με τους διανομείς της,
εντούτοις λαμβάνουν έρεισμα από τη σιωπηρή συναίνεση αυτών, συνιστώντας έτσι
κάθετη εναρμονισμένη πρακτική (σημειώνεται ότι σε ανάλογες περιπτώσεις με την
παρούσα υπό εξέταση, η πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και η κοινοτική
νομολογία έχουν καταδείξει ότι δεν είναι απαραίτητο να γίνει σαφής διάκριση
μεταξύ «συμφωνίας» και «εναρμονισμένης πρακτικής», αρκεί να διαπιστώνεται
κάποια μορφή συνεργασίας μεταξύ των επιχειρήσεων. Βλ. ενδεικτικά απόφαση
Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 28/1/1998, Υπόθεση IV/35.733 - VW, ΕΕ L 124,
25/4/1998, σελ. 60, σκέψη 128, απόφαση ΔΕΚ AEG ό.π., σκέψεις 35 επ., απόφαση
ΔΕΚ Ford ό.π., σκέψεις 25 επ. Βλ. επίσης Ν. Ζευγώλη, Ο συντονισμός
επιχειρηματικής δράσης ως εναρμονισμένη πρακτική μέσω συναντήσεων και
ανταλλαγής πληροφοριών, ΕΕμπΔ 2005 σελ. 839, ιδίως σελ. 843) ανάμεσα στην α΄
καταγγελλόμενη και το δίκτυο διανομής της.
Οι προφορικές συμβάσεις διανομής, που συνήφθησαν μεταξύ της α΄
καταγγελλόμενης και των μελών του δικτύου διανομής της, αποτελούν τμήμα μιας
διαρκούς σχέσης, που υφίσταται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Καθώς οι τεχνικές
εξελίξεις και επιχειρηματικές επιλογές δεν είναι δυνατόν να προβλεφθούν για ένα
τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, η ρύθμισή τους γίνεται εκ των υστέρων με
μεταγενέστερες αποφάσεις του παραγωγού ή εισαγωγέα (βλ. ενδεικτικά απόφαση
ΔΕΚ Ford ό.π., σκέψη 20, απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 10/10/2001,
Υπόθεση COMP/36.264 — Mercedes-Benz, ΕΕ L 257, 25/9/2002, σελ. 1, σκέψεις
125), εν προκειμένω της α΄ καταγγελλόμενης (βλ. απόφαση ΠΕΚ Dunlop Slazenger

34
ό.π., σκέψη 54, όπου «οι διέποντες τις συμβατικές σχέσεις όροι που αντίκεινται
προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης δεν είναι αναγκαίο να είναι
γραπτοί, αλλά μπορεί να περιλαμβάνονται σιωπηρά στο πλαίσιο των εμπορικών
σχέσεων μεταξύ μιας εταιρίας και των αντισυμβαλλομένων της»).
Στο υπό εξέταση δίκτυο διανομής η προφορικότητα των συμβάσεων και κατά
συνέπεια η αοριστία των προβλεφθέντων συμβατικών όρων επιτείνει την ανάγκη
χρησιμοποίησης τέτοιων μεθόδων, προκειμένου να καταστεί ακριβής και
εφαρμόσιμη η κάθε φορά ακολουθούμενη πολιτική.
Η υιοθέτηση των προαναφερόμενων πρακτικών και η αποστολή σωρείας εγκυκλίων
και επιστολών από την α΄ καταγγελλόμενη είχαν τη δυνατότητα και απέβλεπαν στον
επηρεασμό των διανομέων κατά την εκτέλεση της σύμβασής τους και των εργασιών
τους (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ της 6/7/2000 Volkswagen ό.π., σκέψεις 49, 58,
89 έως 92 και 165, απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής PO/Yamaha ό.π., σκέψη 127).
Εξάλλου δεν πρέπει να παραβλέπεται η δεδομένη διαπραγματευτική ισχύς της α΄
καταγγελλόμενης έναντι των μελών του δικτύου διανομής της, η οποία καθορίζει σε
μεγάλο βαθμό τις «ισορροπίες» στις σχέσεις τους (βλ. Ν. Ζευγώλη, Ο Κανονισμός
1400/2002. Σχόλια και προβληματισμοί, ΕΕμπΔ 1/2004, σελ. 36) και της επιτρέπει
να ασκεί άμεσες ή έμμεσες πιέσεις προς τους διανομείς της, προκειμένου αυτοί να
υιοθετήσουν και να συμμορφωθούν προς τις υποδείξεις της ως προς τις τιμές
ανταλλακτικών και Ε/Ω, εφαρμόζοντας την πολιτική της.
Όπως προκύπτει από κάποιες εγκυκλίους (βλ. ενδεικτικά την 1η παράγραφο της με
αριθμ. 5/99 εγκυκλίου, όπου «Στη συνάντηση που είχαμε στις 17/9/99 στις
εγκαταστάσεις της Η.Η. στην Ελευσίνα έγινε αναλυτική παρουσίαση των επιτυχών
αποτελεσμάτων της νέας Πολιτικής After Sales που εφαρμόστηκε την 1/9/98») η
πολιτική αυτή συζητήθηκε και αποτέλεσε αντικείμενο συνεννόησης ανάμεσα στην
α΄ καταγγέλλουσα και τους διανομείς της στο πλαίσιο διαφόρων συναντήσεων,
κυρίως αναφορικά με τα επιτυχή αποτελέσματα της πρώτης εφαρμογής της και τη
σκοπιμότητα συνέχισης εφαρμογής της. Αποτέλεσε επίσης το αντικείμενο
συστηματικών ελέγχων και μέτρων παρακολούθησης της εφαρμογής της ή
προειδοποιήσεων για τη διενέργεια τέτοιων ελέγχων και προειδοποιήσεων προς
τους διανομείς, με σκοπό τον έλεγχο της εμπορικής τους δραστηριότητας και τη
συμμόρφωσή τους με την υιοθετηθείσα πολιτική (βλ. ενδεικτικά απόφαση
Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 28/1/1998 VW ό.π., σελ. 60, σκέψεις 111 επ., όπως
κυρώθηκε με την απόφαση ΠΕΚ της 6/7/2000 Volkswagen ό.π., σκέψεις 162 επ.). Η
διενέργεια ερευνών μυστικού πελάτη, η έκδοση εκ των υστέρων πιστωτικών
τιμολογίων και η επιστολή προς τον κ. […] περί «διαφοροποίησης των όρων
συνεργασίας», αποτελούν παραδείγματα τέτοιων μέτρων, που σκοπό έχουν την
άσκηση επιρροής και πιέσεων στους διανομείς, αποτέλεσμα των οποίων ήταν η
επιβολή σε αυτούς της υποχρέωσης να εφαρμόσουν τις προβλεπόμενες στα
εκπτωτικά προγράμματα τιμές.

35
Ιδίως η συνεχής αναφορά στη διενέργεια ερευνών μυστικού πελάτη καταδεικνύει
ότι οι κατά την α΄ καταγγελλόμενη συνιστώμενες τιμές ανταλλακτικών και Ε/Ω δεν
αποτελούν μια μη δεσμευτική σύσταση τιμών λιανικής πώλησης, που, αν και μπορεί
να οδηγήσει σε μια σχετική ομοιομορφία τιμών, δεν παραβιάζει τα άρ. 1 παρ. 1 Ν.
703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ: είναι αντιφατικό κατ’ αρχήν μια «μη δεσμευτική»
σύσταση να συνοδεύεται από γραπτές προειδοποιήσεις για έλεγχο της εφαρμογής
της συγκεκριμένης πολιτικής (βλ. Ν. Ζευγώλη, Σχόλιο στην απόφαση ΠΕΚ της
3/12/2003 Volkswagen AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής T-208/01, ΕΕμπΔ 2004,
σελ. 849, ιδίως σελ. 851) και έπειτα η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων αυτού του
ελέγχου να συνοδεύεται από απειλές και προειδοποιήσεις περί «διαφοροποίησης
των όρων συνεργασίας». Ακόμα και ο προστακτικός τόνος, που χρησιμοποιείται
στις περισσότερες εγκυκλίους, επιρρώνει το συμπέρασμα ότι δεν πρόκειται για μη
δεσμευτικές συστάσεις (Βλ. ενδεικτικά την με αριθμ. 6/2001 εγκύκλιο, όπου «Στον
πελάτη θα χρεώνετε την αξία που υπάρχει στην τελευταία στήλη των πινάκων στην
οποία περιλαμβάνεται και ο ΦΠΑ»).
Η λειτουργία των επιθεωρητών της α΄ καταγγελλόμενης και η λειτουργία του
ηλεκτρονικού συστήματος παραγγελιών λειτούργησαν σε κάποιες περιπτώσεις ή
εκλήφθηκαν από ορισμένους διανομείς3ως μέσα ελέγχου και παρακολούθησης της
εφαρμογής της πολιτικής της α΄ καταγγελλόμενης.
Όπως προκύπτει από τα αναλυτικά αναφερόμενα ανωτέρω, οι διανομείς της α΄
καταγγελλόμενης συμμορφώθηκαν προς το αίτημα αυτής για πώληση των
προϊόντων και των υπηρεσιών τους στις προβλεπόμενες από τα εκπτωτικά
προγράμματα τιμές, αποδεχόμενοι την πολιτική αυτή και εφαρμόζοντας τις τιμές
αυτές, μετείχαν κατά συνέπεια στην εφαρμογή μιας εναρμονισμένης πρακτικής (Βλ.
ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Dunlop Slazenger ό.π., σκέψεις 55 και 107) που είχε ως
στόχο τον καθορισμό της λιανικής τιμής πώλησης των ανταλλακτικών μάρκας
ΧΙΟΥΝΤΑΙ και της τιμής Ε/Ω στο δίκτυο διανομής της α΄ καταγγελλόμενης.
Οι μέγιστες ή οι συνιστώμενες τιμές μεταπώλησης μπορεί να λειτουργήσουν ως
σημείο εστίασης από τους διανομείς, οδηγώντας σε μια ομοιόμορφη εφαρμογή των
τιμών αυτών, άρα στη διαμόρφωση ενός ομοιόμορφου επιπέδου τιμών (βλ. παρ. 226
επ. Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς ό.π.).
Από την έρευνα, που έγινε από την ΓΔΑ, προκύπτει ότι και μετά τη λήξη των
εκπτωτικών προγραμμάτων οι διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης ακολουθούσαν τις
προτεινόμενες τιμές μεταπώλησης, που αυτή τους απέστελλε, με συνέπεια να
παρατηρούνται τόσο σε επίπεδο ονομαστικών τιμών όσο και σε επίπεδο τελικών
τιμών πώλησης των ανταλλακτικών μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ εξαιρετικά υψηλά ποσοστά
ομοιομορφίας των τιμών, με ελάχιστες εξαιρέσεις και με πολύ μικρές αποκλίσεις,
που ουσιαστικά επιβεβαιώνουν τη διαμόρφωση ενός ομοιόμορφου επιπέδου τιμών,
όπως και ανωτέρω αναλυτικά παρουσιάστηκε.
Κυριάκος»

36
Η λειτουργία των συνιστώμενων τιμών μεταπώλησης ως σημείων εστίασης (βλ.
ενδεικτικά απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής PO/Yamaha ό.π., σκέψη 141) για τους
διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης αποδίδεται κατ’ αρχάς στην υιοθέτηση των
προαναφερόμενων μακροχρόνιων εκπτωτικών προγραμμάτων: η μακροχρόνια
πρακτική εφαρμογής των συμφωνηθεισών κάθε φορά με την α΄ καταγγελλόμενη
τιμών στο πλαίσιο των εκπτωτικών προγραμμάτων δημιούργησε και συντήρησε
στους διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης τη νοοτροπία και τη ροπή υιοθέτησης των
προτεινόμενων από αυτή τιμών.
Επιπροσθέτως το υψηλό μερίδιο αγοράς της α΄ καταγγελλόμενης στην αγορά των
ανταλλακτικών, ιδιαιτέρως αν ληφθούν υπόψη τα ειδικά για το σήμα ΧΙΟΥΝΤΑΙ
ανταλλακτικά, ανταλλακτικά δηλ. των οποίων υποκατάστατα δεν υπάρχουν στην
αγορά, αποτρέπει την οποιαδήποτε απόκλιση από τις προτεινόμενες τιμές, καθώς οι
διανομείς πιστεύουν ότι είναι δύσκολο να αποκλίνουν και προτιμούν να
εφαρμόζουν τις προτεινόμενες από τον ισχυρό, εν προκειμένω και αποκλειστικό
έστω και de facto [Οι εννέα (9) από τους έντεκα (11) διανομείς της α΄
καταγγελλόμενης, όταν ρωτήθηκαν σχετικά, απάντησαν ότι δεν εμπορεύονται
ανταλλακτικά άλλων σημάτων, ανεξαρτήτως του αν θεωρούν ότι έχουν ή ότι δεν
έχουν αυτή τη δυνατότητα] προμηθευτή τους τιμές.
Επιπροσθέτως, το συμπέρασμα αυτό συνάγεται και από τις απαντήσεις που έδωσαν
οι επτά (7) από τους έντεκα (11) διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης που ελέγχθηκαν
όταν ρωτήθηκαν για το πώς διαμορφώνονται οι τιμές των ανταλλακτικών και αν
επιτρέπεται τροποποίηση του πεδίου τιμών στο ηλεκτρονικό αρχείο παραγγελιών.
Εκτός αυτών, που απάντησαν ότι θεωρούν ότι «… υπάρχουν διαφοροποιήσεις στις
προτεινόμενες τιμές» ή ότι ποτέ δεν οχλήθηκαν για την τήρηση των προτεινόμενων
τιμών και αυτών που απάντησαν ότι τηρούσαν τις τιμές λόγω ύπαρξης κυρώσεων
και απειλών, η πλειονότητα των ερωτηθέντων απάντησε ότι κατά κανόνα οι τιμές
γίνονταν «σεβαστές» από όλους τους διανομείς ή εκλαμβάνονταν ως δεδομένες «με
την έννοια ότι κανένας αντιπρόσωπος δεν πωλούσε σε υψηλότερη τιμή το
ανταλλακτικό» και εφαρμόζονταν ως τιμές λιανικής πώλησης. Ακόμα και η
απάντηση ότι οι προτεινόμενες τιμές εφαρμόζονταν ως είχαν «λόγω ανταγωνισμού»
- εννοώντας προφανώς τον ενδοσηματικό ανταγωνισμό με τους ανεξάρτητους
επισκευαστές - καταδεικνύει τη σαφή τάση των διανομέων της α΄ καταγγελλόμενης
να ακολουθούν τις προτεινόμενες από αυτή τιμές, οι οποίες σε κάθε περίπτωση
λειτουργούσαν ως σημείο εστίασης και αναφοράς και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση
του ομοιόμορφου επιπέδου τιμών. Ακόμα και η σύγκριση των προσκομισθέντων
από την α΄ καταγγέλλουσα τιμολογίων κατατείνει στο ίδιο συμπέρασμα.
Προς επίρρωση των ανωτέρω λειτουργεί και η διαπίστωση ότι την ίδια χρονική
περίοδο (Νοέμβριο 2001) παρατηρείται η ίδια μείωση ή αύξηση των τιμών ανάλογα
με τον κωδικό του ανταλλακτικού στους διανομείς που ελέγχθηκαν, μετά την
αποστολή από την α΄ καταγγελλόμενη νέου «προτεινόμενου» τιμοκαταλόγου
λιανικών τιμών. Η συμπεριφορά αυτή των διανομέων δεν μπορεί να εξηγηθεί με

37
κανένα άλλο τρόπο παρά μόνο ως απόδειξη της ύπαρξης κάθετης εναρμονισμένης
πρακτικής (Lennart Ritter – W.David Braun, European Competition Law: A
practitioner’s guide, Kluwer Law International, 3rd Edition, σελ. 108) και της
λειτουργίας των προτεινόμενων λιανικών τιμών ως σημείων αναφοράς, που
κατατείνουν στην επίτευξη ενός υψηλότατου ποσοστού ομοιομορφίας των τιμών
λιανικής.
3.5. Μη θεμελίωση ύπαρξης συμφωνίας ή/ και εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ
της β΄ καταγγελλόμενης και των μελών του δικτύου διανομής της
Όπως προαναφέρθηκε, κατά πάγια κοινοτική νομολογία η έννοια της συμφωνίας
κατά τα άρ. 1 παρ. 1 και 85 παρ. 1 στηρίζεται στην ύπαρξη συμπτώσεως των
βουλήσεων δύο τουλάχιστον συμβαλλομένων (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Bayer
ό.π., σκέψη 67, όπως επικυρώθηκε από την Απόφαση ΔΕΚ Adalat ό.π., σκέψη 97).
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού είναι της άποψης ότι δεν προέκυψαν επαρκή και
συγκλίνοντα στοιχεία προκειμένου να διαπιστωθεί ύπαρξη συμφωνίας ή/ και
εναρμονισμένης πρακτικής μεταξύ της β΄ καταγγελλόμενης και των μελών του
δικτύου διανομής της τόσο στην αγορά των ανταλλακτικών όσο και στην αγορά της
παροχής υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης.
Εν προκειμένω από τα στοιχεία, που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια όλης της
διαδικασίας, δεν προκύπτει επαρκώς βούληση της β΄ καταγγελλόμενης να ελέγξει
τη συμπεριφορά των διανομέων της αναφορικά με τις τιμές λιανικής πώλησης των
προϊόντων και υπηρεσιών τους ούτε προκύπτει κάποια σαφής και αδιαμφισβήτητη
ένδειξη ότι αυτή επιδίωξε να πετύχει οποιαδήποτε συμφωνία με τους διανομείς της
αναφορικά με το ύψος των τιμών αυτών (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Bayer ό.π.,
σκέψη 110).
Ελλείψει αποδείξεως οποιασδήποτε απαιτήσεως εκ μέρους της β΄ προσφεύγουσας
σχετικά με τη συμπεριφορά των διανομέων της όσον αφορά στις τιμές λιανικής
πώλησης ανταλλακτικών σήματος ΚΙΑ και την τιμή Ε/Ω, το γεγονός ότι κατά την
περίοδο από τον Απρίλιο του 2001 έως και τον Ιούνιο του 2002 παρατηρείται ένα
εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ομοιομορφίας των τιμών πώλησης, που εφάρμοζαν οι
διανομείς της, δεν επαρκεί για τη θεμελίωση συμφωνίας ή/ και εναρμονισμένης
πρακτικής μεταξύ της β΄ καταγγελλόμενης και των διανομέων της, καθώς η
απόδειξη συμφωνίας κατά την έννοια των προαναφερόμενων άρθρων απαιτεί την
άμεση ή έμμεση διαπίστωση του υποκειμενικού στοιχείου που χαρακτηρίζει την
ίδια την έννοια της συμφωνίας, δηλ. τη σύμπτωση των βουλήσεων των
συμβαλλομένων επιχειρήσεων όσον αφορά στη θέση σε εφαρμογή μιας πολιτικής,
της επιδίωξης ενός στόχου ή της υιοθέτησης μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς
στην αγορά (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Bayer ό.π., σκέψη 172).
4. Περιορισμός του ανταγωνισμού
4.1. Στόχος/ σκοπός των μέτρων/πρακτικών

38
Σκοπός της υιοθέτησης των εκπτωτικών προγραμμάτων από την α΄ καταγγελλόμενη
ήταν ο εξαναγκασμός όλων των διανομέων της να εφαρμόζουν τις τιμές λιανικής
πώλησης ανταλλακτικών και τις τιμές Ε/Ω, όπως αυτές καθορίζονταν στο πλαίσιο
των εκπτωτικών προγραμμάτων. Κατά συνέπεια στόχος της πολιτικής αυτής ήταν ο
καθορισμός των τιμών πώλησης των ανταλλακτικών και της Ε/Ω, ο περιορισμός
δηλαδή του ανταγωνισμού ανάμεσα στους διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης όσον
αφορά στις τιμές. Πρόκειται επομένως για περίπτωση καθορισμού τιμών σύμφωνα
με τα άρ. 1 παρ. 1 α) Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 α) ΣυνθΕΚ.
Έμμεσος ή έστω σιωπηρός στόχος της πολιτικής αυτής ήταν και ο αποκλεισμός από
την αγορά πώλησης ανταλλακτικών μάρκας XIOYNTAI και παροχής υπηρεσιών
επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ των ανεξάρτητων
διανομέων ανταλλακτικών μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ και των ανεξάρτητων παρόχων
υπηρεσιών επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ. Η
πρόθεση αυτή αποκλεισμού των ανταγωνιστών καθίσταται εμφανής τόσο από τη
διάρκεια των εκπτωτικών προγραμμάτων όσο και από το δεδηλωμένο στόχο αυτών,
δηλαδή τη συνεχή αύξηση της διέλευσης τελικών καταναλωτών από τα
καταστήματα των διανομέων της α΄ καταγγελλόμενης.
4.2. Ο περιορισμός του ανταγωνισμού ως αντικείμενο των μέτρων/πρακτικών
Σύμφωνα με πάγια νομολογία, αρκεί για τους σκοπούς των άρ. 1 παρ. 1 και 81 παρ.
1 να διαπιστωθεί ότι κάποιο μέτρο ή κάποια πρακτική έχει ως αντικείμενο τον
περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού. Το αποτέλεσμα αυτού του μέτρου
αποτελεί εναλλακτική και όχι απαραίτητη προϋπόθεση για να στοιχειοθετηθεί η
παράβαση των προαναφερόμενων άρθρων (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ της
6/4/1995 Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Τ-143/89, Συλλ. Νομ. 1995, σελ. ΙΙ-917,
απόφαση ΠΕΚ της 6/7/2000 Volkswagen ό.π., σκέψη 178, απόφαση ΠΕΚ της
19/5/1999 Accinauto κατά Επιτροπής, Τ-176/95 Συλλ. Νομ. 1999, σελ. ΙΙ-1635,
σκέψη 106, Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς ό.π., παρ. 7).
Όταν το αντικείμενο ή ο σκοπός του μέτρου είναι αντι-ανταγωνιστικός, αυτό
καταδικάζεται άνευ ετέρου.
Οι συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών λιανικής πώλησης προϊόντων και
υπηρεσιών αποτελούν μια από τις πλέον επαχθείς παραβιάσεις των
προαναφερόμενων άρθρων, καθώς έχουν ως αντικείμενό τους τον περιορισμό του
ανταγωνισμού [βλ. ενδεικτικά απόφάση ΔΕΚ Pronuptia ό.π., σκέψη 23, απόφαση
ΔΕΚ της 25/10/1977 Μetro-SB-Grossmarkte GmbH κατά Επιτροπής (No.1) 26/76,
Συλλ. Νομ. 1977, σελ. 567, σκέψη 21, απόφαση ΔΕΚ Binon ό.π., σκέψη 44,
απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής PO/Yamaha ό.π., σκέψεις 127 και 135, απόφαση
υπ’ αριθμ. 91/ΙΙ/99 της Επιτροπής Ανταγωνισμού (FORD)].
Εν προκειμένω, οι συμφωνίες της α΄ καταγγελλόμενης με τα μέλη του δικτύου
διανομής της ως συμφωνίες και/ ή εναρμονισμένες πρακτικές καθορισμού των
τιμών λιανικής πώλησης των συμβατικών προϊόντων και υπηρεσιών έχουν ως
αντικείμενό τους τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια δεν απαιτείται

39
να αποδειχθεί η ύπαρξη οποιωνδήποτε πραγματικών αντι-ανταγωνιστικών
αποτελεσμάτων στην αγορά. Σημειώνεται πάντως ότι η ύπαρξη ή μη αντι-
ανταγωνιστικών αποτελεσμάτων ορθότερο είναι να λαμβάνεται υπόψη κατά τον
υπολογισμό του ύψους του προστίμου.
Κατά πάγια κοινοτική νομολογία (βλ. απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής της
24/6/2004, Υπόθεση PO/ Barême d'honoraires de l'Ordre des Architectes belges,
σκέψη 128) αναφορικά με τη ζημία, που προξενήθηκε σε άλλους οικονομικούς
παράγοντες και ιδίως στους καταναλωτές, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι
ανάγκη να προσμετρηθεί ο ακριβής αντίκτυπος μιας συμφωνίας στην αγορά, καθώς
κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο να υπολογισθεί με ακρίβεια, δεδομένου ότι υπάρχουν
και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες που επιδρούν στις τιμές, πέραν της αντι-
ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Το γεγονός ότι οι αντι-ανταγωνιστικές συμφωνίες
και πρακτικές ίσχυσαν και εφαρμόστηκαν στην πράξη αναγκαία δημιούργησε τον
κίνδυνο επηρεασμού των τιμών και διαμόρφωσής τους, έστω και μακροπρόθεσμα,
σε υψηλότερο επίπεδο από όταν λειτουργούσε ελεύθερα ο ανταγωνισμός.
Επιπλέον, ζημία σε βάρος των καταναλωτών υφίσταται όχι μόνο όταν
διαπιστώνεται άμεση οικονομική ζημία σε βάρος αυτών, αλλά και όταν αυτοί
υφίστανται έμμεση ζημία, που προκαλείται όταν θίγεται η δομή του ανταγωνισμού
(βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Dunlop Slazenger ό.π., σκέψη 171).
Εν προκειμένω η συμφωνία ή πρακτική καθορισμού των τιμών λιανικής πώλησης,
που υιοθέτησε η α΄ καταγγελλόμενη, στερεί τον καταναλωτή από τη δυνατότητα να
επωφεληθεί από την υπάρχουσα δομή του πραγματικού ανταγωνισμού, έστω και αν
προσωρινά μέσω της χορήγησης εκπτώσεων αυτός αποκομίζει κάποιο μικρό
προσωρινό οικονομικό κέρδος. Εξάλλου η ομοιομορφία των τιμών, που
διαπιστώθηκε ανωτέρω, και μετά τη λήξη των εκπτωτικών προγραμμάτων επιτείνει
το συμπέρασμα αυτό, καθώς προκύπτει σαφώς ότι αυτή η συμφωνία και πρακτική
απαγορεύει ή τουλάχιστον καθιστά ιδιαίτερα περιορισμένο κάθε ανταγωνισμό σε
επίπεδο τιμών μεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών, που προσφέρονται από το
δίκτυο της α΄ καταγγελλόμενης, με συνέπεια να προκαλείται ιδιαίτερα
χαρακτηριστική βλάβη στους καταναλωτές.
Επιπλέον, όσον αφορά στην καθαρά οικονομική ζημία, εκτιμάται ότι το έμμεσο
αποτέλεσμα του αποκλεισμού των ανταγωνιστών του δικτύου διανομής της α΄
καταγγελλόμενης μπορεί να έχει εξαιρετικά επιζήμια για τους καταναλωτές
αποτελέσματα, καθώς μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των τιμών
ακριβώς λόγω εξάλειψης του ενδοσηματικού ανταγωνισμού.
5. Αισθητός περιορισμός του ανταγωνισμού
Τα άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ δεν είναι εφαρμοστέα όταν οι
συνέπειες μιας συμφωνίας δεν είναι σημαντικές για τον ανταγωνισμό εντός των ορίων
της ελληνικής αγοράς ή για τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές αντιστοίχως.

40
Σύμφωνα με την Ανακοίνωση της ΕΑ με ημερομηνία 2/3/2006 σχετικά με τις
συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό
σύμφωνα με το αρ. 1 παρ. 1 N. 703/1977 (de minimis) [Σκέψη 11 (2)] και την
Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν
περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρ. 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ
[Σκέψη 11 (2), ΕΕ C 368, 22/12/2001, σελ. 13], οι συμφωνίες μεταξύ μη ανταγωνιστών
που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό της δυνατότητας του αγοραστή να καθορίζει
τις τιμές πώλησης, συμφωνίες δηλαδή που περιλαμβάνουν έναν ιδιαίτερα σοβαρό
περιορισμό του ανταγωνισμού, ενδέχεται (αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής
των εν λόγω άρθρων) να εμπίπτουν στα άρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1
ΣυνθΕΚ ως αισθητά περιορίζουσες τον ανταγωνισμό ακόμα και αν τα μερίδια αγοράς
των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι μικρότερα των προβλεπόμενων (σκέψεις 7, 8
και 9 των προαναφερόμενων Ανακοινώσεων) (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της
9/7/1969 Völk κατά Vervaeke 5/69, Συλλ. Νομ. 1969-1971, σ. 91, απόφαση ΔΕΚ της
6/5/1971 Cadillon κατά Höss, 1/71, Συλλ. Νομ. 1969-1971, σ. 773, απόφαση ΔΕΚ της
28/4/1998 Javico κατά Yves St. Laurent Parfums, C-306/96, Συλλ. Νομ. 1998, σελ. Ι-
1983, σκέψεις 16 και 17, Κατευθυντήριες γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς
ό.π., παρ. 9-11).
Ως εκ τούτου στις περιπτώσεις διαπίστωσης διάπραξης παράβασης μέσω συμφωνιών
και πρακτικών που εκ της φύσεώς τους και εξ αντικειμένου περιορίζουν τον
ανταγωνισμό δεν απαιτείται για τη θεμελίωση της παράβασης των άρ. 1 παρ. 1 Ν.
70/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ ο προηγούμενος ορισμός της αγοράς. Κατά την
εφαρμογή των προαναφερόμενων άρθρων υποχρέωση ορισμού της αγοράς υφίσταται
μόνο όταν, ελλείψει ενός τέτοιου ορισμού, είναι αδύνατο να καθοριστεί αν η υπό κρίση
κάθε φορά συμφωνία ή πρακτική έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό
του ανταγωνισμού (Απόφαση ΠΕΚ της 6/7/2000 Volkswagen ό.π., σκέψεις 230-231.
Βλ. επίσης Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς
για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, ΕΕ C 372, 09/12/1997, σελ.
5, όπου «Ο ορισμός των αγορών ενδέχεται επίσης να είναι απαραίτητος για την
εφαρμογή του άρθρου 85 της συνθήκης και συγκεκριμένα προκειμένου να
προσδιοριστεί αν περιορίζεται αισθητά ο ανταγωνισμός…»).
Εν προκειμένω η προαναφερόμενη πολιτική αποσκοπούσε στον καθορισμό των τιμών
πώλησης και κατά συνέπεια στην εξάλειψη ενός σημαντικού ανταγωνιστικού
στοιχείου. Επιπλέον αποσκοπούσε στη σημαντική απόκλιση της συμπεριφοράς των
διανομέων της α΄ καταγγελλόμενης όσον αφορά στις τιμές από την κανονική
ανταγωνιστική συμπεριφορά. Τρίτον η πολιτική αυτή αφορούσε σε όλους τους
διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης και αποσκοπούσε στον περιορισμό του
ενδοσηματικού ανταγωνισμού αλλά και στην εξάλειψη του ανταγωνισμού ανάμεσα
στα μέλη του δικτύου διανομής της α΄ καταγγελλόμενης και τους ανεξάρτητους
διανομείς ανταλλακτικών ΧΙΟΥΝΤΑΙ και τους ανεξάρτητους παρόχους υπηρεσιών
επισκευής και συντήρησης αυτοκινήτων μάρκας ΧΙΟΥΝΤΑΙ (βλ. και Κατευθυντήριες
γραμμές για τους κάθετους περιορισμούς ό.π., παρ. 112, όπου «Τα αρνητικά

41
αποτελέσματα του προκαθορισμού τιμών μεταπώλησης για τον ανταγωνισμό είναι
κυρίως δύο: (1) μείωση του ενδοσηματικού ανταγωνισμού σε επίπεδο τιμών, και (2)
μεγαλύτερη διαφάνεια σε επίπεδο τιμών. Στην περίπτωση των πάγιων ή ελάχιστων
προκαθορισμένων τιμών μεταπώλησης, οι διανομείς δεν δύνανται πλέον να
ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον ως προς την τιμή του οικείου σήματος, με
αποτέλεσμα την ολοσχερή εξάλειψη του ενδοσηματικού ανταγωνισμού σε επίπεδο
τιμών. Μια μέγιστη ή μια συνιστώμενη τιμή μπορεί να λειτουργήσει ως σημείο
αναφοράς για τους μεταπωλητές, επιφέροντας μια λιγότερο ή περισσότερο ομοιόμορφη
εφαρμογή του επιπέδου αυτού τιμής…. Η άμβλυνση του ενδοσηματικού ανταγωνισμού
ενδέχεται να προκαλέσει έμμεσα τον περιορισμό του ανταγωνισμού μεταξύ σημάτων,
καθώς συνεπάγεται την εξασθένηση των πιέσεων που ασκούνται για μείωση της τιμής
των συγκεκριμένων αγαθών»).
Κατά συνέπεια λόγω ακριβώς του αντικειμένου των συναφθεισών συμφωνιών και/ ή
εναρμονισμένων πρακτικών μεταξύ της α΄ καταγγελλόμενης και των μελών του
δικτύου διανομής της και του χαρακτήρα αυτών ως ιδιαίτερα σοβαρών περιορισμών
του ανταγωνισμού ουδεμία σημασία διαδραματίζουν εν προκειμένω τα ακριβή μερίδια
αγοράς της α΄ καταγγελλόμενης στην αγορά των ανταλλακτικών και της παροχής
υπηρεσιών μετά την πώληση ούτε απαιτείται λεπτομερής ανάλυση των συνθηκών της
αγοράς, καθώς λαμβανομένων υπόψη και των προαναφερόμενων παραμέτρων οι υπό
εξέταση συμφωνίες και πρακτικές περιορίζουν εξ αντικειμένου αισθητά τον
ανταγωνισμό.
6. Επηρεασμός του διακοινοτικού εμπορίου και εφαρμογή του άρθρου 81 παρ. 1
ΣυνθΕΚ
Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του Κανονισμού 1/2003 του Συμβουλίου για την
εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρ. 81 και 82 της
Συνθήκης (Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου
2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81
και 82 της συνθήκης, ΕΕ L 1, 04/01/2003, σελ. 1) οσάκις οι αρχές ανταγωνισμού των
κρατών μελών ή τα εθνικά δικαστήρια εφαρμόζουν την εθνική νομοθεσία
ανταγωνισμού σε συμφωνίες, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων ή εναρμονισμένες
πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, οι οποίες είναι πιθανόν να
επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια της διάταξης αυτής,
εφαρμόζουν επίσης το άρ. 81 ΣυνθΕΚ, στις εν λόγω συμφωνίες, αποφάσεις, ή
εναρμονισμένες πρακτικές (βλ. σχετικά Aνακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής —
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου των
άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης, ΕΕ C 101, 27/04/2004, σελ. 81, παρ. 8 επ.).
Το κριτήριο του επηρεασμού του διακοινοτικού εμπορίου προσδιορίζει το πεδίο
εφαρμογής του προαναφερόμενου άρ. 3 του Κανονισμού 1/2003.
Το κριτήριο του επηρεασμού του διακοινοτικού εμπορίου είναι αυτόνομο κριτήριο της
κοινοτικής νομοθεσίας, το οποίο εκτιμάται ad hoc, και οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής
του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Το κριτήριο αυτό πληρούται όταν οι υπό

42
εξέταση κάθε φορά συμφωνίες και πρακτικές δύνανται να έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο
διασυνοριακών επιπτώσεων στο εσωτερικό της Κοινότητας (βλ. σχετικά παρ. 12-13
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, ό.π.).
Κατά πάγια νομολογία για να μπορεί μια απόφαση, συμφωνία ή πρακτική να
επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει ενός συνόλου νομικών και
πραγματικών στοιχείων, να μπορεί να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει
άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ
κρατών μελών, τούτο δε κατά τρόπο που να προκαλείται φόβος ότι θα μπορούσε να
εμποδίσει την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών (βλ. ενδεικτικά
αποφάσεις του ΔΕΚ Van Landewyck ό.π., σκέψη 170, και απόφαση ΔΕΚ Ferriere
Nord ό.π., σκέψη 20). Δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η κάθε φορά εξεταζόμενη
συμφωνία ή πρακτική είχε όντως το αποτέλεσμα αυτό (βλ. σχετικά παρ. 16
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, ό.π.).
Επίσης είναι αδιάφορο αν η συμμετοχή μιας συγκεκριμένης επιχείρησης στη συμφωνία
ή πρακτική επηρεάζει αυτοτελώς εξεταζόμενη το διακοινοτικό εμπόριο (βλ. σχετικά
παρ. 15 Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου,
ό.π.).
Η έννοια της επίδρασης στα εμπορικά ρεύματα δεν προϋποθέτει μόνο τον περιορισμό ή
τη μείωση του εμπορίου αλλά οποιαδήποτε διαφοροποίηση των εμπορικών ρευμάτων,
αρκεί αυτή να είναι αισθητή (βλ. σχετικά Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την
έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, ό.π., παρ. 34 και 77). Κατά συνέπεια, και στην
περίπτωση συμφωνιών ή πρακτικών που καλύπτουν το έδαφος ενός μόνο κράτους
μέλους θεμελιώνεται επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών αρκεί να υπάρχει
δυνατότητα αισθητής μεταβολής των εμπορικών ρευμάτων μεταξύ κρατών μελών.
Κατά πάγια νομολογία του ΔΕΚ, οι περιοριστικές του ανταγωνισμού πρακτικές που
καλύπτουν ολόκληρο το έδαφος ενός των κρατών μελών, ζωτικό δηλαδή τμήμα της
κοινής αγοράς, έχουν εξ ορισμού ως αποτέλεσμα την παρακώλυση της οικονομικής
αλληλοδιεισδύσεως που επιδιώκεται με τη Συνθήκη [βλ. ενδεικτικά απόφαση ΔΕΚ της
17/10/1972, Vereeniging van Cementhandelaren κατά Επιτροπής, 8/72, Συλλ. Νομ.
1972-1973, σελ. 221, σκέψη 29, απόφαση ΔΕΚ της 16/6/1981 Maria Salonia κατά
Giorgio Poidomani και Franca Baglieri, 126/80, Συλλ. Νομ. 1981, σελ. 1563, απόφαση
ΔΕΚ της 11/6/1985 Remia και λοιποί κατά Επιτροπής, 42/84, Συλλ. Νομ. 1985, σελ.
2545, σκέψη 22, απόφαση ΔΕΚ της 18/6/1998 Επιτροπή κατά Ιταλίας, C-35/96, Συλλ.
Νομ. 1998, σελ. Ι-3851, σκέψη 48, απόφαση ΔΕΚ της 19/2/2002, Wouters και λοιποί,
C-309/99, Συλλ. Νομ. 2002, σελ. I-1577, σκέψη 95, απόφαση υπ’ αρ. 277/IV/2005 της
Επιτροπής Ανταγωνισμού, (ΣΕΣΜΕ), η οποία επικυρώθηκε από το Διοικητικό Εφετείο
Αθηνών με την υπ’ αριθμ. 1001/2006 απόφασή του (ΣΕΣΜΕ). Βλ. επίσης παρ. 86-88
Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την έννοια του επηρεασμού του εμπορίου, ό.π.
Βλ. επίσης Μιχ. – Θεοδ. Μαρίνο, Ανακοινώσεις και Κατευθυντήριες γραμμές της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο δίκαιο του ανταγωνισμού – νομικές διαστάσεις μετά τον
Κανονισμό 1/2003 και επιδράσεις στο εθνικό δίκαιο των συμβάσεων, ΔΕΕ 7/2006,
σελ. 713, όπου «Επειδή πολλοί περιορισμοί του ανταγωνισμού καταλαμβάνουν

43
ολόκληρη της ελληνική επικράτεια … προσβάλλονται με βεβαιότητα οι κοινοτικές
αυτές διατάξεις»].
Εν προκειμένω οι συμφωνίες και πρακτικές της α΄ καταγγελλόμενης με το σύνολο των
διανομέων της σε συνδυασμό με τη φύση των προϊόντων και υπηρεσιών, που αφορούν
οι εν λόγω συμφωνίες και πρακτικές, αλλά και με τη φύση των ίδιων αυτών
συμφωνιών θα πρέπει να θεωρηθούν ως δυνάμενες να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο
μεταξύ των κρατών μελών.
Αναφορικά με την έκταση, που κάλυπταν οι συμφωνίες αυτές, επισημαίνεται ότι το
δίκτυο διανομής της α΄ καταγγελλόμενης καλύπτει όλη την ελληνική επικράτεια, οι
συμφωνίες δε αυτές αφορούσαν στο σύνολο της Ελλάδας (βλ. ενδεικτικά απόφαση
ΔΕΚ BMW κατά ALD Auto-Leasing ό.π., σκέψη 20, απόφαση ΠΕΚ της 6/7/2000
Volkswagen ό.π., σκέψη 179), όπως σαφώς προκύπτει από τις προαναφερόμενες
εγκυκλίους και επιστολές, που απευθύνονται στο «δίκτυο αντιπροσώπων και
συνεργείων» ή στους «αντιπροσώπους και συνεργεία HYUNDAI» και στις οποίες
εκτενώς αναφέρεται η εισήγηση της Γ.Δ.Α.
Το γεγονός ότι οι εν λόγω συμφωνίες και πρακτικές περί καθορισμού των τιμών
πώλησης αφορούν μόνο στις πωλήσεις στην Ελλάδα δεν συνεπάγεται μη επηρεασμό
του διακοινοτικού εμπορίου, καθώς τέτοιας φύσης πρακτικές (βλ. ενδεικτικά απόφαση
ΠΕΚ DaimlerChrysler ό.π., σκέψη 212), όταν καταλαμβάνουν το σύνολο της
επικράτειας ενός κράτους μέλους, έχουν εκ φύσεως ως αποτέλεσμα την εδραίωση
στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα, παρεμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό την
επιδιωκόμενη από τη Συνθήκη οικονομική αλληλοδιείσδυση.
Τέλος, αναφορικά με τη φύση των υπό κρίση προϊόντων και υπηρεσιών πρέπει να
επισημανθεί ότι τα ανταλλακτικά αποτελούν αντικείμενο εισαγωγών και στη συνέχεια
μεταπώλησης στην ελληνική επικράτεια από ανεξάρτητους διανομείς των προϊόντων
αυτών.
Εν προκειμένω, ο Κανονισμός 1475/1995, μέσα στα χρονικά πλαίσια ισχύος του
οποίου έλαβαν χώρα οι εξεταζόμενες στην παρούσα συμφωνίες και πρακτικές, δεν
τυγχάνει εφαρμογής καθώς το δίκτυο διανομής της α΄ καταγγελλόμενης ορίστηκε ως
το δίκτυο διανομής της στα ανταλλακτικά σήματος της και στην παροχή υπηρεσιών
επισκευής μετά την πώληση για τα οχήματα σήματός της, εξεταζόμενο αυτοτελώς και
όχι σε συνδυασμό με την πώληση καινούριων αυτοκινήτων οχημάτων σήματός της.
Και στην περίπτωση όμως που κρινόταν ότι το εν λόγω δίκτυο διανομής εμπίπτει στο
συγκεκριμένο Κανονισμό, η συστηματική και επανειλημμένη εφαρμογή των
προαναφερόμενων συμφωνιών και πρακτικών, ως συμφωνιών καθορισμού τιμών, θα
είχε ως συνέπεια τη μη εφαρμογή της απαλλαγής που προβλέπει ο Κανονισμός, ως
προς τη συγκεκριμένη πράξη (Το άρ. 6 παρ. 1 αριθμ. 6 του Κανονισμού 1475/1995,
ό.π., προβλέπει ότι «η απαλλαγή δεν ισχύει εφόσον … «ο κατασκευαστής, ο
προμηθευτής, ή άλλη επιχείρηση του δικτύου, περιορίζει, άμεσα ή έμμεσα την
ελευθερία του διανομέα να καθορίζει τις τιμές και εκπτώσεις κατά τη μεταπώληση των
προϊόντων της συμφωνίας ή των αντίστοιχων προϊόντων») για όσο χρονικό διάστημα

44
διήρκησε η επιλήψιμη πρακτική (βλ. Επεξηγηματικό Φυλλάδιο Κανονισμού 1475/1995
σελ. 28, απάντηση στην ερώτηση 32, όπου αναφέρεται ότι απαγορεύεται στον
παραγωγό ή εισαγωγέα να επιβάλλει συγκεκριμένες τιμές και εκπτώσεις στους
διανομείς). Η απώλεια του ευεργετήματος της απαλλαγής επέρχεται αυτοδικαίως (βλ.
αιτιολογική σκέψη 20 του Κανονισμού 1475/1995, ό.π.).
Το δίκτυο διανομής της α΄ καταγγελλόμενης, ορισμένο στην προκειμένη περίπτωση ως
δίκτυο διανομής ανταλλακτικών και παροχής υπηρεσιών μετά την πώληση, δεν
εμπίπτει στην κανονιστική εμβέλεια του Κανονισμού 1475/1995, αλλά στον γενικό
Κανονισμό για τις κάθετες συμφωνίες, στον Κανονισμό 2790/1999.
Οι συμφωνίες και πρακτικές της α΄ καταγγελλόμενης ως συμφωνίες καθορισμού
λιανικών τιμών πώλησης δεν απαλλάσσονται βάσει του προαναφερόμενου
Κανονισμού, καθώς συνιστούν περιορισμούς ιδιαίτερης σοβαρότητας (Ο καθορισμός
λιανικών τιμών μεταπώλησης χαρακτηρίζεται ως περιορισμός ιδιαίτερης σοβαρότητας
και σύμφωνα με το άρ. 4 α) του Κανονισμού 2790/1999 οι συμφωνίες ή πρακτικές, που
έχουν ως αντικείμενό τους τον προαναφερόμενο περιορισμό, δεν τυγχάνουν του
ευεργετήματος της απαλλαγής).
Λόγω ακριβώς της φύσης αυτών των περιορισμών αδιάφορο είναι και το ακριβές
μερίδιο αγοράς της α΄ καταγγελλόμενης στις προαναφερόμενες αγορές (βλ. και
ανωτέρω σχετικά με την υπαγωγή των εν λόγω συμφωνιών στις Ανακοινώσεις σχετικά
με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας). Ακόμα και στην περίπτωση που θα προέκυπτε
ότι το μερίδιο αυτής είναι χαμηλότερο του προβλεπόμενου στον Κανονισμό ποσοστού
30%, οι εξεταζόμενες εδώ συμφωνίες και πρακτικές δεν θα ενέπιπταν στο πεδίο
εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού, άρα δεν θα μπορούσαν να τύχουν απαλλαγής
βάσει αυτού (Το άρθρ. 3 του Κανονισμού 2790/1999, ό.π., προβλέπει ότι «1. Με την
επιφύλαξη της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, η απαλλαγή που προβλέπεται από
το άρθρο 2 εφαρμόζεται υπό τον όρο ότι το μερίδιο αγοράς που διαθέτει ο
προμηθευτής δεν υπερβαίνει το 30 % της σχετικής αγοράς στην οποία πωλεί τα αγαθά
ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση. 2. Στην περίπτωση κάθετων
συμφωνιών που περιέχουν υποχρεώσεις αποκλειστικής διάθεσης, η απαλλαγή που
προβλέπεται στο άρθρο 2 εφαρμόζεται υπό τον όρο ότι το μερίδιο αγοράς που διαθέτει
ο αγοραστής δεν υπερβαίνει το 30 % στην σχετική αγορά στην οποία προμηθεύεται τα
αγαθά ή τις υπηρεσίες που αναφέρονται στη σύμβαση»).
Εν προκειμένω, η α΄ καταγγελλόμενη ουδέποτε κοινοποίησε τις υπό εξέταση
συμφωνίες και πρακτικές στην Ε.Α. και δεν υπέβαλλε αίτηση ατομικής απαλλαγής
ούτε κατά το άρθρο 1 παρ. 3 Ν. 703/77 ούτε κατά το άρθρο 81 παρ. 3 ΣυνθΕΚ. Κατά
συνέπεια δεν μπορεί να τύχει ατομικής απαλλαγής.
Οι τέσσερεις προϋποθέσεις, που προβλέπονται στα αρ. 1 παρ. 3 Ν. 703/1977 και 81
παρ. 3 ΣυνθΕΚ είναι σωρευτικές (βλ. ενδεικτικά απόφαση ΠΕΚ Van den Bergh Foods
ό.π., σκέψη 137), δηλ. οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις οφείλουν να αποδείξουν ότι
πληρούνται και οι τέσσερεις, προκειμένου να τύχουν απαλλαγής. Εφόσον έστω και μια
από αυτές δεν πληρούται η συμφωνία ή πρακτική είναι αυτοδικαίως άκυρη (βλ.

45
Ανακοίνωση της Επιτροπής - Κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή του άρθρου
81 παράγραφος 3 της συνθήκης, ΕΕ C 101, 27/04/2004, σελ. 97, παρ. 41).
Στην περίπτωση περιορισμών ιδιαίτερης σοβαρότητας η χορήγηση ατομικής
απαλλαγής δεν θεωρείται ιδιαιτέρως πιθανή (βλ. παρ. 46 Κατευθυντήριες γραμμές για
τους κάθετους περιορισμούς, ό.π.). Ακόμα και αν ληφθούν υπόψη τυχόν
προβαλλόμενοι οικονομικοί λόγοι, που δικαιολογούν τους περιορισμούς αυτούς, το
γεγονός ότι οι συμφωνίες και πρακτικές, που τους προβλέπουν, αποτελούν
απαγορευμένες από τα άρθρ. 1 παρ. 1 Ν. 703/1977 και 85 παρ.1 ΣυνθΕΚ συμφωνίες,
σημαίνει ότι στερούνται ερείσματος οι ισχυρισμοί ότι οι πρακτικές αυτές
δικαιολογούνται οικονομικά, τουλάχιστον όταν αυτές δεν εμπίπτουν στο πεδίο
εφαρμογής των αρ. 1 παρ. 3 Ν. 703/1977 και 81 παρ. 3 ΣυνθΕΚ (βλ. ενδεικτικά
απόφαση ΠΕΚ Dunlop Slazenger ό.π., σκέψη 171).
Εν προκειμένω, ο καθορισμός των τιμών δε συμβάλει στη βελτίωση της πώλησης των
προϊόντων. Έχει ως στόχο την αύξηση των πωλήσεων της α΄ καταγγελλόμενης και την
αύξηση των κερδών των διανομέων της, ώστε αφενός μεν αυτοί να διατηρηθούν στην
αγορά και αφετέρου οι ανταγωνιστές τους – ανεξάρτητοι διανομείς να εκλείψουν από
αυτή. Εξάλλου η διατήρηση επιχειρήσεων, όπως ενδεχομένως είναι κάποιες από τους
διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης, οι οποίες δεν θα ήταν βιώσιμες υπό κανονικές
συνθήκες ανταγωνισμού, δεν αποδεικνύεται ότι θα βελτίωνε αισθητά τη διανομή των
προϊόντων υπέρ των καταναλωτών ή ότι αυτή η τυχόν ενδεχόμενη βελτίωση θα
μπορούσε να αντισταθμίσει τα μειονεκτήματα από τον περιορισμό του ανταγωνισμού.
Επιπλέον το τυχόν προσωρινό κέρδος που αποκόμιζαν οι καταναλωτές από τις υπό
εξέταση συμφωνίες και πρακτικές δεν επαρκεί προκειμένου να ισορροπήσει και
εξαλείψει τα αρνητικά για αυτούς μέσο – και μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, που θα
προκύψουν από την εξάλειψη τόσο του ενδοσηματικού ανταγωνισμού όσο και των
ανεξάρτητων διανομέων και παρέχων υπηρεσιών. Τέλος, ούτε η προϋπόθεση περί μη
κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα των σχετικών προϊόντων
πληρούται εν προκειμένω, καθώς οι συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών πώλησης
καταργούν τον ανταγωνισμό σε μια από τις πιο σημαντικές εκφάνσεις του.
Συμπερασματικά, από την αξιολόγηση και συνεκτίμηση όλων των στοιχείων του
φακέλου της προκείμενης υπόθεσης, των καταθέσεων των νομίμων εκπροσώπων των
μερών, καθώς και των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάσθηκαν κατά την
ακροαματική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού, σε συνδυασμό προς
τους ισχυρισμούς των διαδίκων που υποβλήθηκαν προφορικώς και γραπτώς δια των
υποβληθέντων Υπομνημάτων τους αποδεικνύεται κατά την κρίση της Επιτροπής ότι η
επιχείρηση ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ &
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο προέβη σε
απαγορευμένη συμφωνία ή αλλιώς σε εναρμονισμένη πρακτική με μέλη του δικτύου
διανομής ανταλλακτικών με αντικείμενο τον καθορισμό τιμών και κατ’ επέκταση τον
περιορισμό του ανταγωνισμού στον κλάδο της πώλησης ανταλλακτικών, κατά
παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 703/77 και του άρθρου 81 παρ. ΣυνθΕΚ.
Σημειώνεται ότι τόσο στην πρακτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και στην

46
κοινοτική νομολογία έχει γίνει δεκτό σε αντίστοιχες περιπτώσεις ότι δεν είναι κρίσιμο
να γίνει σαφής διάκριση ανάμεσα σε “συμφωνία” και “εναρμονισμένη πρακτική”,
αφού είναι δεδομένο ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν κάποια μορφή συνεργασίας (βλ.
σχετικά Volkswagen – Audi, D. Comm. 28 Ιανουαρίου 1998, ΕΕ 1998, L124/60, παρ.
128, AEG – Telefunken, ΔΕΚ, 25 Οκτωβρίου 1983, Συλλ. Νομολ. 1983, σελ. 3151,
παρ. 35-39).
7. Επιβολή προστίμου
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 του ν. 703/77, όπως ισχύει, εάν η Επιτροπή
Ανταγωνισμού μετά από σχετική έρευνα που διεξάγεται είτε αυτεπάγγελτα είτε
κατόπιν καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης, διαπιστώσει παράβαση της
παρ. 1 του άρθρου 1 και των άρθρων 2, 2α και 5 του ν. 703/77 ή των άρθρων 81 και 82
της ΣυνθΕΚ, μπορεί με απόφασή της να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή στις
ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην παράβαση.
Κατά την άσκηση της ανωτέρω αρμοδιότητάς της, η Επιτροπή Ανταγωνισμού έχει
ευρεία διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει το ύψος του επιβαλλόμενου προστίμου.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 703/77 ο καθορισμός του ύψους του προστίμου
γίνεται με βάση τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης, με ανώτατο όριο το
15% των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης κατά την τρέχουσα ή την προηγούμενη
της παράβασης χρήσης.
Για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί στις
συμπράττουσες επιχειρήσεις καθορίζεται καταρχήν το βασικό ποσό του προστίμου, το
οποίο συνίσταται σε ποσοστό ύψους μέχρι τριάντα τοις εκατό (30%) επί των ετήσιων
ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης από προϊόντα ή υπηρεσίες που αφορούν στην
παράβαση, με κριτήριο τη σοβαρότητα αυτής (βλ. Ανακοίνωση της Επιτροπής
Ανταγωνισμού της 12ης Μαϊου 2006 με θέμα: «Κατευθυντήριες γραμμές για τον
υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 9 του ν. 703/77,
όπως ισχύει») και τη διάρκειά της.
Η συμφωνία για καθορισμό τιμών αποτελεί σοβαρή παράβαση των κανόνων
ανταγωνισμού, αφού είναι μία πρακτική η οποία έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση
του ανταγωνισμού. Τα μέτρα που έλαβε η α΄ καταγγελλόμενη εταιρία είχαν ως στόχο
την εξάλειψη ή τουλάχιστον τον περιορισμό του ανταγωνισμού στις τιμές, ο οποίος
αποτελεί σημαντικό παράγοντα του ανταγωνισμού, και τον αποκλεισμό από την αγορά
των ανταγωνιστών του δικτύου της, δηλ. των ανεξάρτητων διανομέων ανταλλακτικών
σήματος ΧΙΟΥΝΤΑΙ και παρόχων υπηρεσιών επισκευής μετά την πώληση σε
αυτοκίνητα οχήματα σήματος ΧΙΟΥΝΤΑΙ. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι οι
κάθετοι περιορισμοί κάθε είδους είναι λιγότερο επαχθείς για τον ανταγωνισμό από
τους αντίστοιχους οριζόντιους περιορισμούς (Βλ. παρ. 100 Κατευθυντήριες γραμμές
για τους κάθετους περιορισμούς, ό.π.).
Ως προς τη διάρκεια της αποδεδειγμένης παράβασης τα στοιχεία που τέθησαν υπόψη
της Επιτροπής στοιχειοθετούν, ότι η συγκεκριμένη συμφωνία και πρακτική διήρκεσε

47
από τον Σεπτέμβριο του 1998 έως και τον Ιούνιο του 2002, ήτοι για μία περίοδο
τουλάχιστον τριών ετών.
Η α΄ καταγγελλόμενη διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο στην υιοθέτηση και εφαρμογή της
υπό εξέταση συμφωνίας και πρακτικής, καθώς ήταν αυτή που αφενός πρότεινε την
υιοθέτησή της και αφετέρου παρακολουθούσε συστηματικά την υλοποίηση και
εφαρμογή της, ασκώντας πιέσεις στους διανομείς της και επαπειλώντας κυρώσεις. Οι
διανομείς της α΄ καταγγελλόμενης, αν και συμμετείχαν στις αντίθετες προς τον
ανταγωνισμό συμφωνίες και πρακτικές, υιοθετώντας και εφαρμόζοντας αυτές, δεν
διαδραμάτισαν ηγετικό ρόλο ούτε είχαν την πρωτοβουλία της υιοθέτησής τους,
αποτελούν δε οικονομικά ασθενέστερα μέρη σε σύγκριση με την α΄ καταγγελλόμενη,
χωρίς την ενεργή σύμπραξη της οποίας οι συμφωνίες αυτές δεν θα είχαν λάβει χώρα.
Το πρόσκαιρο κέρδος που απεκόμισαν οι τελικοί καταναλωτές από τα εφαρμοσθέντα
εκπτωτικά προγράμματα, στοιχειοθετεί τη μόνη ελαφρυντική περίσταση για την α΄
καταγγελλόμενη. Αντίθετα, αν υποστηριχθεί ότι οι εν λόγω συμφωνίες και πρακτικές
είχαν ως στόχο την αύξηση των κερδών των διανομέων της, ένα τέτοιο επιχείρημα δε
μπορεί να γίνει δεκτό ως ελαφρυντική περίσταση, καθώς εναπόκειται στον εκάστοτε
διανομέα να κρίνει αυτόνομα ποια τιμολογιακή πολιτική εξυπηρετεί καλύτερα τα
οικονομικά συμφέροντά του. Οι υπό κρίση συμφωνίες και πρακτικές αντίκεινται στα
άρθρ. 1 Ν. 703/1977 και 81 ΣυνθΕΚ ακριβώς επειδή περιορίζουν την ελευθερία λήψης
αποφάσεως από τους διανομείς.
8. Μη αποδοχή των προτεινόμενων από την εταιρεία ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ
ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ
δεσμεύσεων
Με βάση το υπόμνημα που κατέθεσε η πρώτη καταγγελλόμενη (αριθμ. ημ. πρωτ.
369/23.4.2007), σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 του Κανονισμού Λειτουργίας Ε.Α.
και σύμφωνα με το άρθρο 13 παρ. 1 του συγκεκριμένου Κανονισμού δηλώνει την
επιθυμία της να αναλάβει δεσμεύσεις για την παύση της ερευνηθείσας στην
προαναφερόμενη Εισήγηση της Γ.Δ.Α. συμπεριφοράς και αναφέρει περιληπτικά τα
προτεινόμενα από αυτή μέτρα.
Αναφορικά με την πρόταση ανάληψης δεσμεύσεων από την καταγγελλόμενη
παρατηρούνται τα εξής:
Η πρόταση ανάληψης δεσμεύσεων από την καταγγελλόμενη συνοδεύεται από τον όρο
της παραίτησης της Ε.Α. από την ασκηθείσα αναίρεση κατά της υπ’ αριθμ. 1935/2006
απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Πρόταση ανάληψης δεσμεύσεων
συνοδευόμενη από όρους δεν μπορεί να γίνει δεκτή, πολύ δε περισσότερο στην
περίπτωση εκείνη που ο προτεινόμενος όρος συνίσταται στην παραίτηση της Ε.Α. από
το δικαίωμά της άσκησης αναίρεσης ή σε παραίτηση αυτής από το δικόγραφο ήδη
υποβληθείσας αναίρεσης.
Βάσει του άρθρου 9 παρ. 1β του Ν. 703/1977 η Ε.Α. αποδέχεται την ανάληψη
δεσμεύσεων με τις οποίες παύει η διαπιστούμενη παράβαση. Εξ αυτού συνάγεται ότι

48
πρόταση ανάληψης δεσμεύσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτή για παραβάσεις οι οποίες
έχουν ήδη παύσει. Η διατύπωση του άρθρ. 9 του Κανονισμού 1/2003 (« […] Όταν η
Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση με την οποία να απαιτεί την παύση μιας
παράβασης […])» λειτουργεί προς επίρρωση αυτού του συμπεράσματος. Στην υπό
εξέταση περίπτωση διαπιστώνεται η διάπραξη παράβασης από την καταγγελλόμενη για
το χρονικό διάστημα από το Σεπτέμβριο του 1998 έως και τον Ιούνιο του 2002.
Συνεπώς η διαπιστωθείσα παράβαση έχει ήδη παύσει, και άρα οι προτεινόμενες από
την καταγγελλόμενη δεσμεύσεις δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Κατά συνέπεια λόγω των ανωτέρω, η Ε.Α. κάνει δεκτή την πρόταση της Γ.Δ.Α. στο
σύνολό της να μην γίνουν δεκτές οι προτεινόμενες από την εταιρεία «ΧΙΟΥΝΤΑΙ
ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ
ΕΤΑΙΡΕΙΑ» δεσμεύσεις,
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού:
1. Διαπιστώνει ότι η α΄ καταγγελλόμενη εταιρεία ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ παρέβη το άρθρο 1
παρ. 1 του ν. 703/77, καθώς και το άρθρο 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, όπως ισχύουν.
2. Απορρίπτει την καταγγελία αναφορικά με την β΄ καταγγελλόμενη εταιρεία
«ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ &
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για παράβαση των ανωτέρω διατάξεων.
3. Απορρίπτει την πρόταση δεσμεύσεων της πρώτης καταγγελλόμενης εταιρείας
ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ.
4. Επιβάλλει στην α΄ καταγγελλόμενη εταιρία «ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ
ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» πρόστιμο ύψους τριών
εκατομμυρίων εννιακοσίων είκοσι δύο χιλιάδων ενενήντα τεσσάρων ευρώ και εξήντα
πέντε λεπτών (3.922.094,65) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρ. 9 Ν. 703/1977,
λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης και των
επιβαρυντικών και ελαφρυντικών παραγόντων, που διαπιστώθηκαν, ποσό που
αντιστοιχεί σε ποσοστό […]% επί του ετήσιου κύκλου εργασιών της εταιρείας
«ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ &
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» για κάθε ένα από τα οικονομικά έτη 1999-2000, 2000-2001
και 2001-2002 στην αγορά των ανταλλακτικών και της παροχής υπηρεσιών μετά την
πώληση.
Η απόφαση εκδόθηκε την 29η Νοεμβρίου 2007.

49
Η απόφαση να δημοσιευθεί της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το άρθρο 26
παρ. 7 του ισχύοντος Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής
Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄ 1890/29.12.2006).
Ο Πρόεδρος
Η Συντάξασα την Απόφαση Σπυρίδων Ζησιμόπουλος
Αριστέα Σινανιώτη
Η Αναπληρώτρια Γραμματέας
Όλγα-Ανίτα Ραφτοπούλου
(*) Το σχέδιο της παρούσας απόφασης υπογράφει αντί της Γραμματέως Αικατερίνης Τριβέλη, η
αναπληρώτρια αυτής Όλγα-Ανίτα Ραφτοπούλου, σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 1 εδάφ. γ΄ του Κανονισμού
Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄ 1890/29.12.2006).

==============================================

ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΑΠΟΦΑΣΗ ΑΡΙΘΜ.1 437/V/2009
Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε στην Αίθουσα Συνεδριάσεων του 1ου ορόφου του κτηρίου των γραφείων της, επί
της οδού Κότσικα 1Α, Αθήνα, την 11η Ιανουαρίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30, με
την εξής σύνθεση:
Προεδρεύων: Απόστολος Ρεφενές, ως το αρχαιότερο μέλος κατά τον Κανονισμό
Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄
1890/29.12.2006), λόγω κωλύματος του Προέδρου της Επιτροπής Σπυρίδωνα
Ζησιμόπουλου και του Αναπληρωτή Προέδρου της Επιτροπής Χαράλαμπου
Χρυσανθάκη.
Μέλη: Αριστομένης Κομισόπουλος,
Αριστέα Σινανιώτη,
Φαίδων Στράτος,
Βασίλειος Πατσουράτης, λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους Γαρυφαλιάς
Αθανασίου,
Χρήστος Ιωάννου,
Δέσποινα Κλαβανίδου, λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους Βασιλείου-
Σπυρίδωνα Χριστιανού,
Δημήτριος Γιαννέλης,
Ελίζα Αλεξανδρίδου, και
Αθανάσιος Στεφόπουλος, λόγω κωλύματος του τακτικού μέλους Γεωργίας
Μπεχρή-Κεχαγιόγλου
Γραμματέας: Όλγα-Ανίτα Ραφτοπούλου, κωλυομένης της τακτικής Γραμματέως
Αικατερίνης Τριβέλη.
Θέμα της συνεδρίασης ήταν η λήψη απόφασης επί της καταγγελίας του Σ. Σ., ως ιδιοκτήτη
της ατομικής επιχείρησης με το διακριτικό τίτλο «ALTO ΣΑΡΡΗΣ» και της εταιρίας
«ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ
ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με διακριτικό τίτλο «VERLA A.E» κατά
των εταιρειών: α) «ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Α.Ε», β) «FIAT AUTO SpA», και
γ) «ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.» για πιθανές παραβάσεις του ν.703/77, όπως ισχύει.
1 Από την παρούσα απόφαση έχουν παραλειφθεί, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ.7 του Κανονισμού Λειτουργίας
και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ 1890/Β’/29.12.2006), τα στοιχεία εκείνα, τα οποία
κρίθηκε ότι αποτελούν επιχειρηματικό απόρρητο. Στη θέση των στοιχείων που έχουν παραλειφθεί υπάρχει η
ένδειξη […]. Όπου ήταν δυνατό τα στοιχεία που παραλείφθηκαν αντικαταστάθηκαν με ενδεικτικά ποσά και
αριθμούς ή με γενικές περιγραφές (εντός […]).
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
2
Η ορισθείσα ημερομηνία συζήτησης της 13ης Δεκεμβρίου 2007 για την ως άνω υπόθεση,
λόγω απεργίας της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού (εφεξής Γ.Δ.Α.), ανεβλήθη για την
11η Ιανουαρίου 2008.
Η συζήτηση της υπόθεσης συνεχίσθηκε κατά τις ακόλουθες συνεδριάσεις της Ολομέλειας με
την ίδια σύνθεση και στην ίδια αίθουσα: 1) της 31ης Ιανουαρίου 2008 (ματαίωση λόγω
εκτάκτου αργίας), 2) της 14ης Φεβρουαρίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 12:00, 3) της 6ης
Μαρτίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30, 4) της 27ης Μαρτίου 2008, ημέρα Πέμπτη και
ώρα 10:30, 5) της 10ης Απριλίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 13:30, 6) της 15ης Μαΐου
2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30 (αναβολή), 7) της 23ης Μαΐου 2008, ημέρα Παρασκευή
και ώρα 12:30, 8) της 12ης Ιουνίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 14:00 (αναβολή), 9) της
10ης Ιουλίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30, 10) της 17ης Ιουλίου 2008, ημέρα Πέμπτη
και ώρα 13:45, 11) της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 14:00 (αναβολή), 12)
της 2ας Οκτωβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30 (αναβολή), 13) της 9ης Οκτωβρίου
2008, ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:00, και 14) της 30ης Οκτωβρίου 2008, ημέρα Πέμπτη και
ώρα 14:00, οπότε και ολοκληρώθηκε η ακροαματική διαδικασία.
Στη συζήτηση είχαν νομίμως κλητευθεί και παρέστησαν: α) ο καταγγέλλων Σ. Σ. του Χ.,
ιδιοκτήτης της ατομικής επιχείρησης με τον διακριτικό τίτλο «ALTO ΣΑΡΡΗΣ», μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου Στυλιανού Γρηγορίου, β) για την καταγγέλλουσα ανώνυμη εταιρία
«ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ
ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» με τον διακριτικό τίτλο «VERLA A.E.»
(εφεξής “VERLA A.E.”), ο νόμιμος εκπρόσωπός της Δημήτριος Λαφαζάνης του
Κωνσταντίνου, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, μετά του ως άνω πληρεξουσίου
δικηγόρου Στυλιανού Γρηγορίου, γ) για την καταγγελλόμενη εταιρία «ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ
ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ
ΜΕΣΩΝ Α.Ε.» με τον διακριτικό τίτλο «FIAT AUTO HELLAS S.A.» (εφεξής και “ΦΙΑΤ
ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ” ή “ΦΙΑΤ”) ο νόμιμος εκπρόσωπός της Jérôme Monce του Gabriel,
Πρόεδρος του Δ.Σ. και εντεταλμένος σύμβουλος αυτής, μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων
Αλκιβιάδη-Κωνσταντίνου Ψάρρα, Ευγενίας Γεωργούντζου και Βασιλείου Γαβρίλη, δ) για
την καταγγελλόμενη εταιρία «FIAT GROUP AUTOMOBILES SpA», ο νόμιμος
εκπρόσωπός της Jérôme Monce του Gabriel (Πρόεδρος του Δ.Σ. της ως άνω εταιρίας ΦΙΑΤ),
μετά των ως άνω πληρεξουσίων δικηγόρων Αλκιβιάδη-Κωνσταντίνου Ψάρρα, Ευγενίας
Γεωργούντζου και Βασιλείου Γαβρίλη, και ε) για την καταγγελλόμενη εταιρία με την
επωνυμία «ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ Α.Ε.» (εφεξής και “ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ”) ο
νόμιμος εκπρόσωπός της Giacomo Carelli του Pier Paolo, Αντιπρόεδρος αυτής, μετά του
πληρεξουσίου δικηγόρου της Εμμανουήλ Θεοφανόπουλου.
Στην αρχή της συζήτησης, τον λόγο έλαβε ο Γενικός Εισηγητής Ιωάννης Μιχαήλ,
Αναπληρωτής Γενικού Διευθυντή και Προϊστάμενος της Β΄ Διεύθυνσης Εφαρμογής της
Γ.Δ.Α., ο οποίος ανέπτυξε συνοπτικά τη με αριθ. πρωτ. 5478/27.9.2007 γραπτή Εισήγηση
της Υπηρεσίας, της οποίας η πρόταση, για τους λόγους που αναφέρονται αναλυτικά στην
εισήγηση, είναι να επιβληθεί πρόστιμο στην ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ για παράβαση του
άρθρου 1 του ν.703/77, όπως ισχύει και 81 ΣυνθΕΚ, καθώς η τελευταία καθόριζε τόσο τις
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
3
τιμές λιανικής πώλησης των αυτοκινήτων του δικτύου της όσο και το περιθώριο του
εμπορικού κέρδους των διανομέων τους. Επίσης, από τα στοιχεία που συνέλλεξε η Γ.Δ.Α.
αποδεικνύεται ότι για μία περίοδο έξι μηνών το έτος 1994 (από 1.7.1994 έως 31.12.1994)
υπήρξε συμφωνία μεταξύ της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ και των διανομέων της σχετικά με τη
λιανική πώληση από τους τελευταίους ανταλλακτικών και τη χρέωση εργατοώρας
επισκευής, σε τιμές που η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ καθόριζε και γνωστοποιούσε στο δίκτυο
διανομέων της με αναλυτικούς τιμοκαταλόγους. Ως εκ τούτου, προτείνεται η επιβολή
προστίμου σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν.703/77, όπως ισχύει.
Στη συνέχεια, τον λόγο έλαβαν οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των
ενδιαφερομένων μερών, οι οποίοι ανέπτυξαν τις απόψεις τους, απάντησαν σε ερωτήσεις, που
τους υπέβαλαν ο Προεδρεύων και τα Μέλη της Ε.Α., και ζήτησαν, οι μεν καταγγέλλοντες να
γίνει δεκτή η καταγγελία τους, οι δε καταγγελλόμενες να απορριφθεί αυτή, αναφερόμενες
και στα συμπληρωματικά υπομνήματα που θα καταθέσουν.
Επίσης, τα μέρη ζήτησαν την εξέταση μαρτύρων προς θεμελίωση των ισχυρισμών τους. Η
Επιτροπή αποδέχθηκε το αίτημά τους και εξέτασε τους εξής επτά (7) μάρτυρες, που
υπέδειξαν τα μέρη (τρεις για τους καταγγέλλοντες, έναν για την ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ,
και τρεις για την ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ και FIAT AUTO SpA): 1) τον […], 2) τον […], 3)
τον […], 4) τον […], 5) τον […], 6) τον […], και 7) τον […].
Με την ολοκλήρωση της ακροαματικής διαδικασίας και της εξέτασης των μαρτύρων, τα
μέρη ζήτησαν και ο Προεδρεύων της Ε.Α. χορήγησε προθεσμία έως την 12η Νοεμβρίου
2008, ημέρα Τετάρτη, προκειμένου να υποβάλουν τα συμπληρωματικά υπομνήματά τους.
Η Επιτροπή συνήλθε σε διάσκεψη κατά τη συνεδρίαση της 27ης Νοεμβρίου 2008 (ημέρα
Πέμπτη και ώρα 10:00), την οποία συνέχισε την 23η Ιανουαρίου 2009 (ημέρα Παρασκευή
και ώρα 14:30), και ολοκλήρωσε την 19η Μαρτίου 2009 (ημέρα Πέμπτη και ώρα 10:30). Τα
μέλη της Ε.Α., τα οποία για διάφορους λόγους απουσίαζαν σε ορισμένες συνεδριάσεις,
ενημερώθηκαν πλήρως από τον Προεδρεύοντα και τα λοιπά παρόντα μέλη της Επιτροπής για
όλα όσα έλαβαν χώρα στις συνεδριάσεις αυτές. Επίσης τα μέλη της Ε.Α., που συμμετείχαν
στη λήψη της παρούσας απόφασης δήλωσαν ότι έχουν ενημερωθεί σε κάθε περίπτωση
πλήρως και αναλυτικώς για το σύνολο του φακέλου και του αποδεικτικού υλικού.
Οι ανωτέρω συνεδριάσεις έλαβαν χώρα στην ως άνω αίθουσα συνεδριάσεων του 1ου ορόφου
του κτηρίου των γραφείων της Ε.Α. Η Ε.Α. κατά τη διάσκεψή της, έλαβε υπόψη της όλα τα
στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης υπόθεσης, την Εισήγηση της Γ.Δ.Α., τις ενστάσεις και
τις απόψεις που διετύπωσαν εγγράφως και προφορικώς τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη
συζήτηση της υπόθεσης και με τα υπομνήματα που υπέβαλαν, όσα κατέθεσαν οι μάρτυρες
κατά την ακροαματική διαδικασία,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΩΣ ΕΞΗΣ:
Ι. ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Στις 22-8-1997 (αριθ. ημ. πρωτ. 1243), ο Σ. Σ. και η ατομική του επιχείρηση με διακριτικό
τίτλο «ALTO ΣΑΡΡΗΣ» με δραστηριότητα στους τομείς της διανομής και επισκευής
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
4
οχημάτων ΦΙΑΤ κατά το παρελθόν, υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά
της εταιρίας με την επωνυμία ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ για πιθανές παραβάσεις του ν.703/77,
όπως ισχύει.
Στις 26-5-2006 (αριθ. ημ. πρωτ. 3000), ο αυτός ως άνω Σ. Σ. υπέβαλε καταγγελία στην
Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά των εταιρειών α) ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, β) «FIAT AUTO
SpA» και γ) ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ για πιθανές παραβάσεις του ν.703/77, όπως ισχύει.
(Τονίζεται ότι ο Σ. Σ. κατέθεσε εκ νέου την με αριθ. ημ. πρωτ. 3000/26.5.2006 καταγγελία, η
οποία έλαβε τον αριθ. ημ. πρωτ. 3093/31.5.2006 και η οποία είναι πανομοιότυπη με τη νέα
καταγγελία με αριθ. ημ. πρωτ. 3000/26.5.2006).
Στις 23-5-2007 (αριθ. ημ. πρωτ. 2951), η εταιρία VERLA Α.Ε, υπέβαλε και αυτή καταγγελία
προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού κατά των αυτών εταιριών, η οποία δεν διαφοροποιείται
ως προς τους ισχυρισμούς της από την με αριθ. ημ. πρωτ. 3000/26-5-2006 καταγγελία του Σ.
Σ..
ΙΙ. ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΩΝ ΑΙΤΗΜΑΤΩΝ ΤΩΝ
ΜΕΡΩΝ
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης υποβλήθηκαν από τα μέρη τα ακόλουθα αιτήματα-
ενστάσεις:
1. Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 72/29.1.2008 αίτησή του προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού ο Σ.
Σ. και η εταιρία «VERLA A.E.» ζήτησαν από την Επιτροπή Ανταγωνισμού να ενημερωθούν
αν αυτή προέβη στην επιβαλλόμενη πληροφόρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σύμφωνα με
το άρθρ. 11 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου. Επίσης, ζήτησαν να τους
χορηγηθούν επικυρωμένα αντίγραφα του σχετικού εγγράφου της Επιτροπής Ανταγωνισμού
και της τυχόν αλληλογραφίας με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Επί των ανωτέρω αιτημάτων η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφάνθηκε ως ακολούθως.
Σύμφωνα με το άρθρ. 11 παρ. 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, όταν η Ελληνική Επιτροπή
Ανταγωνισμού ενεργεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 ή 82 ΣυνθΕΚ ενημερώνει εγγράφως
την Επιτροπή πριν ή αμέσως μετά την έναρξη του πρώτου τυπικού μέτρου έρευνας. Η
ανωτέρω διαδικασία δεν αφορά τα διάδικα μέρη (βλ. σχετικά και τις παραγράφους 34-36 της
Απόφασης ΕΑ 369/V/2007) και συγκεκριμένα δεν αφορά ούτε ο τρόπος λειτουργίας του
δικτύου αυτού αλλά ούτε και το περιεχόμενο των πληροφοριών που ανταλλάσσονται.
Περαιτέρω, στο άρθρ. 15 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 προβλέπεται ότι: «Το
δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο της υπόθεσης δεν επεκτείνεται …. στα εσωτερικά έγγραφα
της Επιτροπής ή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών. Ακόμη, το εν λόγω δικαίωμα
πρόσβασης δεν επεκτείνεται στην αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών
ανταγωνισμού των κρατών μελών…». Εξάλλου, την ίδια πρόβλεψη περιέχει και ο
Κανονισμός Λειτουργίας και Διαχείρισης της Ε.Α. στο άρθρ. 19 παρ. 8, σύμφωνα με το
οποίο: «Ως απόρρητα στοιχεία θεωρούνται και τα εσωτερικά έγγραφα της Γενικής Διεύθυνσης
Ανταγωνισμού, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και άλλων Εθνικών Αρχών Ανταγωνισμού καθώς
και η αλληλογραφία μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Ανταγωνισμού και άλλων υπηρεσιών ή
Αρχών Ανταγωνισμού».
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
5
Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέρριψε τα παραπάνω αιτήματα και
γνωστοποίησε στους αιτούντες την ως άνω απόφασή της κατά τη συνεδρίαση της 14.2.2008.
2. Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 761/16.11.2007 αίτησή του προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού ο
Σ. Σ. και η εταιρία «VERLA A.E.» ζήτησαν να κριθεί ότι το σύνολο των προσκομισθέντων
μετ’ επικλήσεως αποδεικτικών εγγράφων εκ μέρους των καταγγελλόμενων εταιριών δεν
εμπίπτει στις διατάξεις περί απορρήτου και επομένως αυτό πρέπει να αρθεί και να τους
χορηγηθούν επικυρωμένα αντίγραφα όλων των εγγράφων καθώς και όλων των ενόρκων
βεβαιώσεων που προσκομίστηκαν εκ μέρους των καταγγελλόμενων εταιριών.
Επί του αιτήματος αυτού η Επιτροπή Ανταγωνισμού αποφάνθηκε ως ακολούθως. Το άρθρο
19 του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Ε.Α. (ΦΕΚ Β΄ 1890/29.12.2006)
αποτελεί μια σχεδόν κατά λέξη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των αντίστοιχων κοινοτικών
διατάξεων περί πρόσβασης στα απόρρητα έγγραφα κατά τη διαδικασία ενώπιον της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ειδικότερα, η πρόσβαση στον φάκελο της υπόθεσης προβλέπεται
στο άρθρ. 27 παρ. 1 και 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου και στο άρθρ. 15
παρ. 1 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 773/2004 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σύμφωνα με τη
διάταξη του άρθρ. 27 παρ. 2 του ως άνω Κανονισμού «Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας
διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία
έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του
έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου.
Το δικαίωμα πρόσβασης στο φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες και τα
έγγραφα εσωτερικής χρήσης της Επιτροπής ή των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών.
Από το δικαίωμα πρόσβασης εξαιρούνται ιδίως η αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και των
αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών ή μεταξύ των τελευταίων, συμπεριλαμβανομένων των
εγγράφων που συντάσσονται κατ' εφαρμογή των άρθρων 11 και 14. Καμία διάταξη της
παρούσας παραγράφου δεν εμποδίζει την Επιτροπή να δημοσιοποιεί και να χρησιμοποιεί τις
πληροφορίες που απαιτούνται για να αποδειχθεί μια παράβαση». Το ίδιο σκεπτικό και τις ίδιες
αρχές ακολουθεί και η Επιτροπή Ανταγωνισμού στο άρθρο 19 του Κανονισμού Λειτουργίας
και Διαχείρισής της. Το συγκεκριμένο δικαίωμα, που περιγράφεται στο ανωτέρω άρθρο, έχει
ως ειδικό σκοπό να διασφαλίσει το απόρρητο της επιχειρηματικής δραστηριότητας μεταξύ
ανταγωνιστών και διαφέρει από το γενικό δικαίωμα πρόσβασης των πολιτών στα έγγραφα,
το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 3 του Συντάγματος, στο άρθρο 5 του Κώδικα
Διοικητικής Διαδικασίας και στο άρθρο 16 ν. 1599/1986.
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού σύμφωνα και με την πάγια νομολογία των ΔΕΚ και ΠΕΚ και τις
αντίστοιχες κοινοτικές διατάξεις, τις οποίες εφαρμόζει άμεσα, έχει εκ του νόμου υποχρέωση
διαφύλαξης των επαγγελματικών / επιχειρηματικών απορρήτων των επιχειρήσεων, είτε
αυτές είναι καταγγέλλουσες είτε καταγγελλόμενες ή τρίτες εταιρίες. Σε κάθε περίπτωση
εμπιστευτικές πληροφορίες και απόρρητα εξαιρούνται από την ανακοίνωση στον
καταγγέλλοντα ή σε άλλον συμμετέχοντα στη διαδικασία. Η διαφύλαξη των απορρήτων
είναι ισότιμη αξία προς το δικαίωμα υπεράσπισης των ελεγχόμενων επιχειρήσεων και
αποτελεί κάθε φορά αντικείμενο στάθμισης. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 19 παρ. 9 του
Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής κρίνεται απολύτως απαραίτητη για
την προστασία των μαρτύρων κατά το στάδιο της συλλογής στοιχείων από τη Γ.Δ.Α.,
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
6
δεδομένου ότι σε περίπτωση αποκάλυψης της ταυτότητας του μάρτυρα σε πρώιμο στάδιο και
πριν την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αυτός θα κινδύνευε να
υποστεί πιέσεις από τους συμμετέχοντες σε σύμπραξη, με αποτέλεσμα να αποτρέπονται
ουσιώδεις μάρτυρες να καταθέσουν ενώπιον της Επιτροπής Ανταγωνισμού. Επομένως, στο
πλαίσιο σταθμίσεως του απορρήτου και των δικαιωμάτων των επιχειρήσεων, το απόρρητο
πρέπει να διαφυλάσσεται, εφόσον συντρέχουν οι ανωτέρω όροι.
Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή Ανταγωνισμού έκρινε ότι το αίτημα των
καταγγελλόντων αναφορικά με το σύνολο των εγγράφων είναι νομικά αβάσιμο και
αποφάσισε να δώσει πρόσβαση σε μέρος των αιτούμενων εγγράφων.
3. Με τις υπ’ αριθμ. πρωτ. 2/3.1.2008 και 15/11.1.2008 αιτήσεις τους προς την Επιτροπή
Ανταγωνισμού ο Σ. Σ. και η εταιρία «VERLA A.E.» ζήτησαν την κλήτευση της εταιρίας
FIAT AUTO SpA. Επί των αιτήσεων αυτών η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε ήδη κλητεύσει
την τελευταία εταιρία σύμφωνα με την έκθεση κλητεύσεως από 5.10.2007.
4. Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 90/8.2.2008 εξώδικη δήλωσή τους οι Σ. Σ. και η εταιρία
«VERLA A.E.» ζήτησαν αντίγραφα των νομιμοποιητικών εγγράφων της εταιρίας FIAT
AUTO SpA από τον αντίκλητο αυτής δικηγόρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της
Επιτροπής Ανταγωνισμού «η συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικά αν οποιοδήποτε από τα
μέρη δεν έχει κλητευθεί νόμιμα, εκτός αν παρίσταται και δεν αντιλέγει». Επίσης, το άρθρο 16
του ανωτέρω Κανονισμού προβλέπει: «…2. Αν ως την πρώτη συζήτηση δεν έχουν υποβληθεί
τα στοιχεία νομιμοποίησης ή τα υποβληθέντα δεν είναι πλήρη, η Επιτροπή προχωρεί στη
συζήτηση, χορηγώντας εύλογη προθεσμία για την υποβολή τους. 3. Η νομιμοποίηση των
πληρεξουσίων δικηγόρων γίνεται είτε με την καταχωριζόμενη στα πρακτικά προφορική
δήλωση των μερών ή του νομίμου εκπροσώπου τους κατά την πρώτη συνεδρίαση επί της
υπόθεσης είτε με ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο. 4. Ο πληρεξούσιος δικηγόρος είναι
και αντίκλητος, αν η κατοικία του ή η επαγγελματική του εγκατάσταση βρίσκονται στην Αθήνα.
5. Για τις πράξεις της προδικασίας θεωρείται ότι υπάρχει πληρεξουσιότητα, εφόσον
επακολουθήσει η νομιμοποίηση του πληρεξουσίου ή εμφανισθεί στη συζήτηση το
ενδιαφερόμενο μέρος ή ο νόμιμος εκπρόσωπος του και δηλώσει ότι εγκρίνει την διενέργειά
τους».
Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή Ανταγωνισμού κρίνει ότι ο ισχυρισμός των
καταγγελλόντων είναι νομικά αβάσιμος.
5. Με το υπόμνημα της 12.11.2007 ο Σ. Σ. ισχυρίζεται ότι τόσο η με αριθ. πρωτ.
1243/22.8.1997 καταγγελία του κατά της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ όσο και η
συμπληρωματική με αριθ. πρωτ. 3000/26.5.2006 κατά των εταιριών ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ
ΕΛΛΑΣ, FIAT AUTO SpA και ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ καθυστέρησαν να εξετασθούν, η
μεν πρώτη για οκτώ έτη η δε δεύτερη για έντεκα μήνες, με αποτέλεσμα να υφίσταται «ρητή
και πρωτοφανής αρνησιδικία εκ μέρους της Επιτροπής».
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού απορρίπτει την παραπάνω ένσταση για τους ακόλουθους λόγους:
Ταυτόχρονα με την πρώτη καταγγελία είχε κατατεθεί και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, την
οποία η Επιτροπή εξέτασε εμπροθέσμως και εξέδωσε την απόφαση 89/1997, με την οποία
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
7
απέρριψε τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος. Ακολούθησε η απόφαση με αριθμ.
4431/1998 του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία επικύρωσε την απόφαση της
Επιτροπής Ανταγωνισμού. Επομένως, ο καταγγέλλων δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι ουδόλως
είχε ασχοληθεί η Επιτροπή με την υπόθεσή του.
Σύμφωνα με το άρθρ. 24 παρ. 4 του ν. 703/77: «4. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού υποχρεούται
να εκδώσει απόφαση μέσα σε έξι (6) μήνες από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας ή
του αιτήματος του Υπουργού Ανάπτυξης. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και όταν η υπόθεση
χρήζει περαιτέρω έρευνας, η Επιτροπή Ανταγωνισμού μπορεί να παρατείνει την προθεσμία
αυτή, το ανώτερο, μέχρι δύο (2) μήνες». Η ανωτέρω διάταξη θέτει πράγματι εξάμηνη
προθεσμία από την καταγγελία για την έκδοση απόφασης, η οποία δύναται να παραταθεί
κατά δύο επιπλέον μήνες. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η ως άνω προθεσμία δεν
είναι αποκλειστική, αλλά έχει αυστηρά ενδεικτικό χαρακτήρα. Η θέση αυτή ενισχύεται και
από το άρθρο 10 παρ. 5 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας: «…5. Οι προθεσμίες για τη
Διοίκηση είναι ενδεικτικές, εκτός αν από τις διατάξεις που τις προβλέπουν προκύπτει ότι είναι
αποκλειστικές...». H απουσία συγκεκριμένης ρύθμισης περί παραγραφής τόσο στο πλαίσιο
του ν. 703/1977 όσο και γενικότερα στο πλαίσιο του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας
ενισχύει το επιχείρημα ότι οι εξουσίες της Επιτροπής για την επιβολή κυρώσεων δεν
υπόκεινται σε αυστηρά χρονικά πλαίσια.
Εξάλλου, σε αντίθεση προς τα πολιτικά δικαστήρια, που αποβλέπουν στη διασφάλιση των
δικαιωμάτων των ιδιωτών στις ιδιωτικές έννομες σχέσεις, μια διοικητική αρχή πρέπει να
ενεργεί προς το δημόσιο συμφέρον. Κατά συνέπεια με βάση την εκτίμηση των αναγκών που
υπαγορεύει η εξυπηρέτηση του εν λόγω συμφέροντος και με δεδομένες τις δυνατότητες και
τα μέσα που διαθέτει, καθορίζει μεταξύ άλλων και τη χρονική σειρά διεκπεραίωσης των
υποθέσεων που άπτονται των αρμοδιοτήτων της. Τούτο ισχύει ιδίως όταν σε μια αρχή έχει
ανατεθεί μια αποστολή επιτήρησης και ελέγχου τόσο εκτεταμένη και γενική όσο αυτή που
έχει ανατεθεί στον τομέα του ανταγωνισμού στην Επιτροπή Ανταγωνισμού. Επομένως, η
Επιτροπή επιλαμβάνεται σήμερα της κρινόμενης υπόθεσης σύμφωνα προς τις υποχρεώσεις
που υπέχει κατά τον εθνικό και κοινοτικό νομοθέτη.
Τέλος, η Επιτροπή Ανταγωνισμού ως συλλογικό όργανο της διοίκησης έχει υποχρέωση να
εκδίδει αποφάσεις επί καταγγελιών. Κατά συνέπεια η παρέλευση της προθεσμίας που
προβλέπει ο νόμος δε συνιστά λόγο έκπτωσης της Επιτροπής Ανταγωνισμού από την
αρμοδιότητά της να εκδίδει αποφάσεις επί καταγγελιών.
III. ΤΑ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ
Ο Σ. Σ. και η ατομική του επιχείρηση με διακριτικό τίτλο «ALTO ΣΑΡΡΗΣ» από το έτος
1989 έως και το έτος 1998 σχετιζόταν εμπορικά με τις καταγγελλόμενες εταιρίες ως
εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπος και στη συνέχεια διανομέας οχημάτων (επιβατικών και
επαγγελματικών) και ανταλλακτικών τους καθώς και ως εξουσιοδοτημένος επισκευαστής
τους. Για τις εν λόγω δραστηριότητες, ο Σ. Σ. διέθετε κύριες εγκαταστάσεις στο Νέο
Ηράκλειο Αττικής επί της οδού Μαρίνου Αντύπα 88, δευτερεύουσες εγκαταστάσεις επί της
Εθνικής Οδού Αθηνών-Θεσσαλονίκης (Λεωφ. Θεσσαλονίκης 77 στη Νέα Φιλαδέλφεια
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
8
Αττικής) καθώς και συνεργείο τεχνικών υπηρεσιών στη Μεταμόρφωση Αττικής επί της οδού
Γ. Παπανδρέου 135.
Η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ
ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ» υπό τον διακριτικό
τίτλο «VERLA Α.Ε.» ιδρύθηκε το 1976, ως Ε.Π.Ε., και από της ιδρύσεως της ασχολήθηκε
αποκλειστικά με την εμπορία αυτοκινήτων και ανταλλακτικών καθώς και με τη συντήρηση
και επισκευή οχημάτων μάρκας ΦΙΑΤ. Για τις εν λόγω δραστηριότητες η VERLA Α.Ε.
διέθετε κύριες εγκαταστάσεις στην έδρα της επιχειρήσεως επί της οδού Λ. Αθηνών-Πειραιώς
52 δευτερεύουσες δε επί της οδού Αγ. Δημητρίου 68 στην Δραπετσώνα και επί της Λεωφ.
Γρ. Λαμπράκη 108 στον Κορυδαλλό.
Στις 4-8-1992 υπεγράφη η πρώτη σύμβαση μεταξύ των καταγγελλόντων και της πρώτης των
καταγγελλομένων (ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ). Στις 24-12-1996 υπεγράφησαν νέες συμβάσεις
μεταξύ των μερών λόγω της εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1475/1995 της
Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1995 σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 85 παράγραφος 3
της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών διανομής, πώλησης και εξυπηρέτησης
μετά την πώληση αυτοκινήτων (ΕΕ αριθ. L 145 της 29/06/1995 σ. 25), οι οποίες αφορούσαν
στη διανομή επιβατικών αυτοκινήτων, ανταλλακτικών και σχετικών υπηρεσιών καθώς και
επαγγελματικών αυτοκινήτων ΦΙΑΤ.
Η πρώτη των καταγγελλομένων (ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ) και θυγατρική κατά 100% της
δεύτερης αυτών (FIAT AUTO SpA), είναι ουσιαστικά ο εισαγωγέας οχημάτων και
ανταλλακτικών για οχήματα ΦΙΑΤ στην ελληνική επικράτεια. Η δεύτερη των
καταγγελλομένων (FIAT AUTO SpA), είναι η κατασκευάστρια εταιρία οχημάτων και
ανταλλακτικών και μητρική εταιρία της πρώτης των καταγγελλομένων (ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ
ΕΛΛΑΣ) κατέχοντας ποσοστό 100% του μετοχικού της κεφαλαίου. Τέλος, η τρίτη των
καταγγελλομένων (ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ), είναι εταιρία του ομίλου FIDIS ο οποίος είναι
ο χρηματοδοτικός οργανισμός του ομίλου ΦΙΑΤ σε όλο τον κόσμο και κατ’ επέκταση της
πρώτης των καταγγελλομένων. Σκοπός της εν λόγω εταιρίας είναι η παροχή εξειδικευμένων
χρηματοδοτικών υπηρεσιών προς όλους τους πελάτες της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ μέσω μιας
γκάμας χρηματοδοτικών προγραμμάτων.
IV. ΟΙ ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΜΕΝΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Με την πρώτη του καταγγελία (22.8.1997), ο Σ. Σ. επικαλείται το άρθρο 6.1.5 του
Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1475/1995 της Επιτροπής, το οποίο ορίζει ότι η ομαδική απαλλαγή
δεν ισχύει εφόσον ο προμηθευτής επιφυλάσσει υπέρ αυτού το δικαίωμα μονομερώς να
συνάπτει συμφωνίες διανομής με άλλες επιχειρήσεις εντός της συμφωνημένης περιοχής ή να
τροποποιεί τα όρια ή τον αριθμό των διανομέων εντός της συμφωνημένης περιοχής. Κατ’
επίκληση του ως άνω άρθρου ο Σ. Σ. καταγγέλλει τη ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ για μονομερή
διορισμό της εταιρίας με την επωνυμία «Γ. ΜΟΣΧΟΥΣ Α.Ε.» στη συμφωνημένη περιοχή
του νομού Αττικής και σε απόσταση πολύ κοντινή στις δικές του εγκαταστάσεις με
αποτέλεσμα την οικονομική συρρίκνωση των δραστηριοτήτων του.
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
9
Στις 25.8.1997 (αριθ. ημ. πρωτ. 1247), ο καταγγέλλων Σ. Σ., υπέβαλε αίτηση λήψης
ασφαλιστικών μέτρων λόγω του ότι στις 10.6.1997 η FIAT όρισε ως εξουσιοδοτημένο
διανομέα στη γεωγραφική περιοχή όπου δραστηριοποιείτο η επιχείρησή του, την
«ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΟΣΧΟΥΣ Ανώνυμη Εμπορική και Επισκευαστική Εταιρία», στην οποία
επέτρεψε να εγκαταστήσει έκθεση και συνεργείο αυτοκινήτων FIAT στη Μεταμόρφωση
Αττικής, επί της οδού Τατοΐου 93. Η εταιρία αυτή, η οποία ήταν από ετών
εξουσιοδοτημένος διανομέας της FIAT για τα αυτοκίνητα ALFA ROMEO, άσκησε κατά τη
συζήτηση της υπό κρίση αίτησης ασφαλιστικών μέτρων προφορική παρέμβαση υπέρ της
FIAT, με την οποία ζητούσε την απόρριψη της αίτησης. Με την εν λόγω αίτηση, ο αιτών
ζήτησε τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με τη μορφή της προσωρινής απαγόρευσης της FIAT
να αναγνωρίζει την παρεμβαίνουσα ως εξουσιοδοτημένο («συνυπάρχοντα») διανομέα των
αυτοκινήτων FIAT, με το αιτιολογικό ότι δια του διορισμού της παρεμβαίνουσας ως
εξουσιοδοτημένου διανομέα και με την παροχή έγκρισης προς την παρεμβαίνουσα να
εγκατασταθεί σε μικρή απόσταση από τις εγκαταστάσεις του αιτούντος, η FIAT παρέβη τις
απαγορεύσεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2α ν. 703/77 και ότι εξαιτίας των παραβάσεων αυτών
συντρέχει άμεσα επικείμενος κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης του. Με την απόφασή της
που εκδόθηκε την 24η Νοεμβρίου 1997 (Απόφαση Ε.Α 89/1997), η Επιτροπή Ανταγωνισμού
δέχθηκε ομόφωνα την ασκηθείσα παρέμβαση της «Γ. ΜΟΣΧΟΥΣ Α.Ε» και απέρριψε κατά
πλειοψηφία την από 25.8.1997 αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων του Σ. Σ.
Επιπρόσθετα, ο καταγγέλλων ισχυρίζεται ότι ο ορισμός της εταιρίας «Γ. ΜΟΣΧΟΥΣ Α.Ε.»
σε μικρή απόσταση από τις εγκαταστάσεις του στο Ν. Ηράκλειο αποτελεί καταχρηστική
εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2α
του ν. 703/77 από τη ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ (διακριτική μεταχείριση έναντι άλλων μελών
του δικτύου διανομής).
Με τη δεύτερή του καταγγελία (26.5.2006), ο Σ. Σ. αναφέρει ότι κατά το χρόνο ισχύος της
συμβάσεώς του με την πρώτη καταγγελλομένη ως επισήμου εμπόρου, δηλαδή από 24-12-
1996 έως τη μονομερή καταγγελία της από τη ΦΙΑΤ στις 4-8-1998, αλλά κατόπιν αυτής της
καταγγελίας, του ετίθεντο μονομερώς υψηλοί και μη ρεαλιστικοί στόχοι πωλήσεως
οχημάτων επί προμηθεία (bonus) και προαγορών ανταλλακτικών σε χονδρική τιμή με
έκπτωση επί της τιμής πωλήσεως, με αποτέλεσμα την δημιουργία υψηλών αποθεμάτων
ανταλλακτικών. Την ίδια ακριβώς πρακτική καταγγέλλει και η VERLA Α.Ε από και κατά το
χρόνο ισχύος των συμβάσεων που είχε με την πρώτη των καταγγελλομένων.
Περαιτέρω, οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται τη μονομερή εκ μέρους των καταγγελλομένων
άμεση ή έμμεση επιβολή της τιμής λιανικής διάθεσης των οχημάτων ΦΙΑΤ τόσο στην
πώληση με χρηματοδότηση όσο και στην περίπτωση πώλησης τοις μετρητοίς. Σύμφωνα με
τους καταγγέλλοντες, πρόσθετη μέθοδος υποχρεωτικού καθορισμού της τιμής εκ μέρους της
πρώτης καταγγελλομένης ήταν η επιβολή της υποχρεωτικής δημιουργίας αποθεμάτων
οχημάτων με την παραγγελία συγκεκριμένου αριθμού οχημάτων σε τριμηνιαία βάση
απευθείας στη δεύτερη καταγγελλομένη. Μετά δε την παρέλευση 30 ημερών από την
υποβολή της παραγγελίας, εφόσον δεν είχε πωληθεί το συγκεκριμένο όχημα σε καταναλωτή,
τιμολογούνταν στο λιανοπωλητή (στους καταγγέλλοντες) με την επιβολή τόκων και
αποθηκεύτρων (σε συγκεκριμένη εκτελωνιστική επιχείρηση επιλογής της πρώτης
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
10
καταγγελλομένης) προς την πρώτη καταγγελλόμενη, ενώ το όχημα εξακολουθούσε να
ανήκει στη δεύτερη των καταγγελλομένων.
Κατά τους καταγγέλλοντες, η ΦΙΑΤ είχε καθορίσει αυστηρά τόσο την τελική τιμή πώλησης
ανταλλακτικών όσο και το κόστος της εργατοώρας που οι εγκεκριμένοι διανομείς-
επισκευαστές χρέωναν τους τελικούς καταναλωτές βάσει ετήσιας εγκυκλίου. Αυτός ο
καθορισμός προέκυπτε διαμέσου αναλυτικού τιμοκαταλόγου όπου οριζόταν το κόστος κάθε
εργασίας του συνεργείου καθώς και ο χρόνος εργασίας ανά επισκευή ή αντικατάσταση
ανταλλακτικού ανά μοντέλο οχήματος ΦΙΑΤ.
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι η πρώτη και η δεύτερη των καταγγελλομένων
επέβαλλαν στις επιχειρήσεις τους την χρηματοδότηση των προς πώληση οχημάτων από την
τρίτη καταγγελλόμενη με συγκεκριμένη μάλιστα στοχοθέτηση καταναλωτικών δανείων, η
έγκριση των οποίων εξηρτάτο άμεσα από την ασφάλιση του πωλούμενου οχήματος από το
ασφαλιστικό πρακτορείο Σαραντόπουλου, καθώς και τις ασφαλιστικές εταιρίες ΕΘΝΙΚΗ
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.Γ.Α. και ΦΟΙΝΙΞ Α.Ε.Γ.Α.
V. ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΕΑ ΔΙΑΝΟΜΕΑ
Οι καταγγέλλοντες είχαν μακροχρόνια σχέση συνεργασίας με τις καταγγελλόμενες εταιρίες.
Και οι δύο καταγγέλλοντες λειτουργούσαν ως διανομείς οχημάτων και ανταλλακτικών
καθώς και ως εξουσιοδοτημένοι επισκευαστές της ΦΙΑΤ στο νομό Αττικής.
Σύμφωνα με τις συμβάσεις διανομής που είχαν υπογραφεί μεταξύ των διανομέων και της
ΦΙΑΤ και όπως οι ίδιοι έχουν δηλώσει, έπρεπε να διατηρούν επαρκή αποθέματα
ανταλλακτικών και οχημάτων έτσι ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του
πελατολογίου τους. Με κριτήριο τη ζήτηση του πελατολογίου τους, την υποχρέωση των
ελαχίστων, κατά τη σύμβαση διανομής πωλήσεων που έπρεπε να επιτευχθούν και των
λοιπών προωθητικών ενεργειών της ΦΙΑΤ, οι οποίες έδιναν τη δυνατότητα παροχής bonus,
ως μέσου επίτευξης υψηλοτέρων πωλήσεων, οι διανομείς προγραμμάτιζαν τις παραγγελίες
τους τις οποίες και έστελναν στη FIAT AUTO SpA σε εβδομαδιαία βάση.
Από την έρευνα της Γ.Δ.Α. προέκυψε ότι οι διανομείς στέλνουν την παραγγελία τους στο
εργοστάσιο της ΦΙΑΤ στην Ιταλία κάθε εβδομάδα. Από την παραγγελία έως και την άφιξη
τους στην Ελλάδα, περίπου μετά από οκτώ εβδομάδες, τα οχήματα είναι ελεύθερα για όλους
τους διανομείς, εάν δεν είναι συνδεδεμένα με το όνομα κάποιου αγοραστή, δηλαδή
χαρακτηρισμένα ως OCF ή, κατά την ιταλική ορολογία, Ordine Cliente Finale. Όσο
διάστημα ένα όχημα δεν είναι σε κατάσταση OCF, είναι διαθέσιμο σε κάθε διανομέα της
ΦΙΑΤ στην Ελλάδα. Με την άφιξη του εκάστοτε οχήματος στην Ελλάδα, αυτό αποθηκεύεται
σε αποθηκευτικό χώρο συνεργαζόμενης με τη ΦΙΑΤ εταιρίας, εφόσον δεν έχει πουληθεί σε
κάποιον αγοραστή, και δημιουργείται για τον διανομέα υποχρέωση καταβολής
αποθηκεύτρων (στις εγκυκλίους της ΦΙΑΤ τα οχήματα που φυλάσσονται στον αποθηκευτικό
χώρο χαρακτηρίζονται ως οχήματα σε κατάσταση DEPOSITO FIND, οπού FIND ήταν η
ονομασία του συστήματος τοποθέτησης παραγγελιών). Όταν το όχημα ταξινομηθεί, δηλαδή
πάρει αριθμό κυκλοφορίας από το αρμόδιο υπουργείο, τότε καταχωρείται στο σύστημα της
ΦΙΑΤ ως CCF (Concegnia Cliente Finale) και εκκινεί ο χρόνος εγγύησής του είτε έχει
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
11
πουληθεί σε καταναλωτή είτε όχι. Εάν ένα όχημα δεν έχει πωληθεί εντός 90 ημερών από την
άφιξη του, ο διανομέας που το έχει παραγγείλει πληρώνει τόκους, με επιτόκιο το οποίο
καθορίζεται από τη ΦΙΑΤ. Εάν το όχημα παραμένει απούλητο από τον διανομέα που το έχει
παραγγείλει και βρεθεί άλλος διανομέας που μπορεί να το πουλήσει, τότε ο πωλητής
διανομέας καρπώνεται την προμήθεια από την πώληση και ο διανομέας που έχει κάνει την
παραγγελία βαρύνεται με το κόστος των αποθηκεύτρων και των τόκων.
Όσον αφορά στον τρόπο παραγγελίας οχημάτων και τα οικονομικά κόστη με τα οποία
επιβαρυνόταν ο καταγγέλλων (Σ. Σ.) από την παραγγελία ενός οχήματος έως την πώλησή
του στον τελικό καταναλωτή, τονίζεται ότι σύμφωνα και με την άποψη των
καταγγελλόμενων εταιρειών όπως διατυπώνεται διεξοδικά στο Υπόμνημά τους « …Ο
καταγγέλλων επιθυμούσε προφανώς αν και είχε υπογράψει σύμβαση διανομής να
συμπεριφέρεται ως γνήσιος αντιπρόσωπος. Δηλαδή, να μην αναλαμβάνει οποιοδήποτε
ουσιαστικό κίνδυνο, και να αγοράζει αυτοκίνητα μόνο μόλις εύρισκε πελάτη, δηλαδή back to
back, χωρίς κανένα χρηματοπιστωτικό κόστος. Αυτό βέβαια θα οδηγούσε είτε σε πλήρη
επιβάρυνση δική μας για την δική του δραστηριότητα ώστε να εξασφαλίσουμε ότι έγκαιρα θα
υπάρχουν διαθέσιμα αυτοκίνητα για τους καταναλωτές ή θα οδηγούσε σε εξαιρετικές
καθυστερήσεις. Η δικαιολογητική βάση της σύμβασης διανομής αλλά και της ομαδικής
εξαίρεσης που εισάγει ο Κανονισμός θα ανετρέπετο και το σύστημα διανομής αυτοκινήτων θα
δυσλειτουργούσε. Ο καταγγέλλων, στην πραγματικότητα όμως, γνωρίζει πολύ καλά τι σύμβαση
είχε υπογράψει και την λειτουργία της. …
Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του καταγγέλλοντος ουδεμία παράβαση υπάρχει και σε σχέση
με τον εκτελωνισμό των αυτοκινήτων. Τα αυτοκίνητα εισαγόμενα και μέχρι την παράδοσή τους
ανήκουν στην κυριότητά μας. Το αντίθετο θα σήμαινε επιβολή υποχρέωσης στο διανομέα να
καταβάλλει νωρίτερα το τίμημα και αν δεν το καταβάλλει να είναι υπερήμερος. Αντίθετα, εμείς
εισάγουμε τα προϊόντα και φυσικά επιλέγουμε τις επιχειρήσεις με τις οποίες συνεργαζόμαστε
για να εισάγουμε, εκτελωνίσουμε και αποθηκεύσουμε τα αυτοκίνητα της κυριότητας μας. Όταν
πλέον συντελεσθεί η σύμβαση το κόστος της αποθήκευσης αναλαμβάνει ο διανομέας. Με τον
τρόπο αυτό επιτυγχάνεται εξορθολογισμός της διανομής, διευκολύνεται ο διανομέας αφού
εξασφαλίζουμε για μετά την παράδοση των προϊόντων καλύτερη τιμή για την αποθήκευση και
μεταφορά από εμάς για το σύνολο των εισαγομένων αυτοκινήτων, αντί από τον κάθε
ανεξάρτητο διανομέα που θα πετύχαινε προφανώς χαμηλότερες τιμές. Παρά ταύτα, ουδείς
εμποδίζει τον διανομέα από την στιγμή της καταβολής του τιμήματος και την ολοκλήρωση της
ενοχικής σύμβασης, να ακολουθήσει την πολιτική και τους συνεργάτες που επιθυμεί. Απλά η
πραγματικότητα είναι ότι οι τιμές που θα επιτύχει ο διανομέας θα είναι προφανώς βαρύτερες
για αυτόν και για αυτό ποτέ δεν έχει συμβεί αυτό»,
Ο τρόπος παραγγελίας και αποθήκευσης των οχημάτων σχετικά με τα ανωτέρω,
αναφέρονται στην εγκύκλιο που η ΦΙΑΤ απέστειλε προς το δίκτυο των διανομέων της με
αριθμό 050/12-3-1996.
Εν συνεχεία και με την εγκύκλιο της ΑΜΜ/ΔΠ/δπ 158/96 η ΦΙΑΤ τροποποίησε τους όρους,
ενώ το 1997 εφαρμόστηκε από τη ΦΙΑΤ νέο σύστημα παραγγελιών οχημάτων (με ονομασία
FOCUS/SAME). Με το νέο αυτό σύστημα τροποποιήθηκαν οι προηγούμενες εγκύκλιοι
σχετικά με τις ημέρες έντοκης παραμονής των οχημάτων στο πάρκο φύλαξης καθώς και το
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
12
κόστος αποθήκευσης. Με την εγκύκλιο 101/20-1-97 η ΦΙΑΤ διευκρινίζει στο δίκτυο της
αυτές τις αλλαγές.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι διανομείς παράγγελναν οχήματα, μέσω του συστήματος
FOCUS, κάθε εβδομάδα, απευθείας στο εργοστάσιο της FIAT AUTO SpA. Ο τρόπος με τον
οποίο η ΦΙΑΤ ήθελε οι διανομείς της να παραγγείλουν οχήματα αποτυπώνεται στην
εγκύκλιο VF/ΑΧ/στ/62 στις 7-7-1998.
Τέλος, στην εγκύκλιο VF/ΓΑ/στ/283 της ΦΙΑΤ προς το δίκτυο διανομέων της, στις 17-4-
2000, αναφέρεται ο τρόπος και η μέθοδος παραγγελίας των αυτοκινήτων σύμφωνα με ένα
προκαθορισμένο τύπο.
Με βάση τις ανωτέρω εγκυκλίους συνάγεται ότι οι διανομείς της ΦΙΑΤ παράγγελναν τα
οχήματά τους ακολουθώντας πλάνο παραγγελιών οριζόμενο από την τελευταία. Στην
περίπτωση που τα οχήματα έμεναν αδιάθετα στο πάρκο φύλαξης καλούνταν να τα
αγοράσουν, επωμιζόμενοι το κόστος φύλαξης, το χρηματοοικονομικό κόστος μέχρι την
πώλησή τους καθώς και το κόστος αγοράς τους μετά από το χρονικό σημείο που είχε οριστεί
από την ίδια την ΦΙΑΤ. Με άλλα λόγια, όπως εξάλλου αναφέρει και η ίδια η ΦΙΑΤ, οι
διανομείς του επίσημου δικτύου της δεν λειτουργούσαν ως γνήσιοι αντιπρόσωποι, αλλά ως
ανεξάρτητες επιχειρήσεις αναλαμβάνοντας οι ίδιοι τον κίνδυνο (ρίσκο) προαγοράς και
μεταπώλησης αυτοκινήτων σε τελικούς καταναλωτές. Αυτό ίσχυε τόσο για τα αυτοκίνητα
που πωλούνταν από τους διανομείς τοις μετρητοίς, όσο και για εκείνα που πωλούνταν μέσω
ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ.
VΙ. ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ
H σχετική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών περιλαμβάνει το σύνολο των προϊόντων ή
υπηρεσιών που θεωρούνται από τον καταναλωτή εναλλάξιμα ή δυνάμενα να
υποκατασταθούν μεταξύ τους, λόγω των χαρακτηριστικών τους, της τιμής τους ή της
σκοπούμενης χρήσης τους. Η σχετική γεωγραφική αγορά περιλαμβάνει την περιοχή στην
οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πωλούν τα σχετικά προϊόντα υπό επαρκώς ομοιογενείς
συνθήκες ανταγωνισμού.
VI.1. Σχετική Αγορά Προϊόντος
Η εμπορία αυτοκινήτων στην Ελλάδα πραγματοποιείται, κατά κανόνα, μέσω συνδυασμένων
δικτύων επιλεκτικής και αποκλειστικής διανομής, επικεφαλής των οποίων είναι
κατασκευάστριες εταιρίες. Η κατασκευάστρια εταιρία ορίζει μέσω πολύπλοκων συμβάσεων
(importer agreements) έναν αποκλειστικό αντιπρόσωπο στην Ελλάδα. Ο αντιπρόσωπος
αναλαμβάνει να οργανώσει εντός της επικράτειας δίκτυο, το οποίο αφενός να περιλαμβάνει
επιχειρήσεις λιανικής πώλησης αυτοκινήτων και/ή ανταλλακτικών (διανομείς) καθώς και
επιχειρήσεις επισκευής/συντήρησης (σέρβις), αφετέρου να παρουσιάζει σχετική γεωγραφική
πυκνότητα, ούτως ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες της αγοράς.
Οι συμβάσεις με τις επιχειρήσεις διανομής και επισκευής/συντήρησης περιέχουν, με τη
σειρά τους, (μη διαπραγματεύσιμους ως επί το πλείστον) όρους και ρήτρες τέτοιους ώστε να
επιτυγχάνεται η άμεση συμμόρφωση του δικτύου στην επιχειρηματική βούληση του
αντιπροσώπου, που προφανώς δρα σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
13
κατασκευαστών/προμηθευτών για την αγορά ή τις κατά περίπτωση αλλαγές στις συνθήκες
της. Συνεπώς, η δομή αυτή εξασφαλίζει στον κατασκευαστή αφενός τη δυνατότητα να
ανταποκρίνεται άμεσα στις ανάγκες της αγοράς, αφετέρου, μέσω της συμμετοχής στο δίκτυο
ανεξάρτητων επιχειρήσεων, τον επιμερισμό του επενδυτικού κινδύνου.
Η υπό κρίση υπόθεση αφορά στην ευρύτερη αγορά διανομής επιβατικών και
επαγγελματικών αυτοκινήτων, η οποία μπορεί να διαιρεθεί σε μια πλειάδα κατηγοριών με
προσανατολισμό στο βασικό κριτήριο της δυνατότητας υποκατάστασης των προϊόντων από
την πλευρά του αγοραστή. Το κριτήριο της λειτουργικής εναλλαξιμότητας για τον
προσδιορισμό της αγοράς που έχει υιοθετηθεί σε υποθέσεις που αφορούν τη διανομή
αυτοκινήτων σε Ελληνικό και Ευρωπαϊκό επίπεδο, στην ουσία σημαίνει ότι στην περίπτωση
που ορισμένα αυτοκίνητα μπορούν να θεωρηθούν εναλλάξιμα από τον τελικό καταναλωτή,
θα θεωρούνται και ως εναλλάξιμα και από τον ενδιάμεσο διανομέα. Συνεπώς, θα πρέπει να
οριστούν επιμέρους αγορές, εντός των οποίων να περιέχονται υποκατάστατα από την πλευρά
της ζήτησης προϊόντα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρώντας ότι υπάρχει υποκατάσταση μεταξύ ορισμένων εκ των
ανωτέρω αναφερόμενων κατηγοριών, ορίζει τις εξής κατηγορίες ως διακριτές σχετικές
αγορές (Σημείωση 195 στο Επεξηγηματικό Φυλλάδιο του Κανονισμού ΕΚ 1400/2002):
1) Κατηγορία Α (μίνι),
2) Κατηγορία Β (μικρά),
3) Κατηγορία C (μεσαία),
4) Κατηγορία D (μεγάλα),
5) Κατηγορία E (ανώτερη κατηγορία),
6) Κατηγορία F (πολυτελείας),
7) Κατηγορία S (σπορ),
8) Κατηγορία Μ (πολλαπλού σκοπού) και
9) Κατηγορία J (οχήματα τύπου jeep).
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης και λαμβάνοντας
υπόψη όλα τα ανωτέρω κρίνει ότι η αγορά των αυτοκινήτων χωρίζεται στις ανωτέρω
επιμέρους διακριτές σχετικές αγορές προϊόντων.
VΙ.2. Σχετική Γεωγραφική Αγορά
Στην υπό κρίση υπόθεση ως σχετική γεωγραφική αγορά δύναται να θεωρηθεί το σύνολο της
ελληνικής επικράτειας, όπου εκτείνεται το δίκτυο και αναπτύσσεται η δραστηριότητα της
ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ και όπου η τελευταία αντιμετωπίζει υπό ομοιόμορφες συνθήκες
ανταγωνισμό από άλλους εισαγωγείς αυτοκινήτων (Αποφάσεις Ε.Α. αρ. 288/IV/2005,
332/V/2007, Ε.Επ. υποθ. COMP-36.264 Mercedes Benz, σκέψη 151).
Σε ό,τι αφορά στην πρώτη καταγγέλλουσα (ALTO Σαρρής), ως σχετική γεωγραφική αγορά
θα μπορούσε να θεωρηθεί η οριοθετημένη περιοχή δραστηριότητάς της, ήτοι ο νομός
Αττικής. Στην υπό κρίση υπόθεση η περαιτέρω εξέταση της αγοράς αυτής παρέλκει διότι η
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
14
κρινόμενη συμπεριφορά της ΦΙΑΤ εξετάζεται ως προς το σύνολο του δικτύου της, το οποίο
απλώνεται σε όλη την επικράτεια (Απόφαση της Ε.Α 332/V/2007).
VΙΙ. ΔΟΜΗ ΣΧΕΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ – ΜΕΡΙΔΙΑ - ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ
Στην αγορά του αυτοκινήτου παρατηρείται όξυνση του διασηματικού (interbrand)
ανταγωνισμού, ο οποίος επικεντρώνεται, ως επί το πλείστον, στην τιμή, τα παρεχόμενα
κίνητρα, την εξυπηρέτηση μετά την πώληση, την ποιότητα και τη διαφήμιση. Ως εκ τούτου,
παρατηρείται, κατά κανόνα, περιορισμός του εμπορικού κέρδους ανά προϊόν, το οποίο
επιχειρείται να καλυφθεί με εξωγενείς αυξήσεις στη ζήτηση.
Σύμφωνα με στοιχεία του Συλλόγου Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων (Σ.Ε.Α.Α.)
που συλλέχθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού (Γ.Δ.Α.), τα τελευταία έτη οι
ανταγωνίστριες εταιρίες εναλλάσσονται στις πρώτες θέσεις των πωλήσεων αυτοκινήτων,
γεγονός το οποίο καταδεικνύει την ένταση του ανταγωνισμού στον κλάδο. Το περιθώριο
κέρδους των διανομέων από την πώληση αυτοκινήτων είναι μικρό, απόρροια των
δεσμεύσεων που συμβατικά αναλαμβάνουν, του επιχειρηματικού κινδύνου και του έντονου
ανταγωνισμού (βλ. Απόφαση Ε.Α. 332/V/2007). Οι διανομείς στηρίζονται κατά βάση στα
κάθε μορφής πριμ που λαμβάνουν από τους αντιπροσώπους, στην πώληση μεταχειρισμένων
αυτοκινήτων, στη διαμεσολάβηση για τη χρηματοδότηση των πελατών τους, ενώ όσοι έχουν
την οικονομική δυνατότητα και την άδεια των αντιπροσώπων προχωρούν σε καθετοποίηση
των εταιριών τους, προσφέροντας εξυπηρέτηση (σέρβις), δραστηριότητα που αποφέρει
μεγαλύτερο κέρδος από ό,τι η πώληση καινούργιων αυτοκινήτων (Report on the Evaluation
of Regulation (EC) No. 1475/1995 on the application of Article 85 (3) of the Treaty to
certain categories of motor vehicle distribution and servicing agreement, Brussels,
15.11.2000, COM (2000) 743 final nr. 95).
Τα μερίδια αγοράς στις υποθέσεις διανομής αυτοκινήτων υπολογίζονται, κατά κανόνα, κατ’
όγκο (Άρθρο 8, παρ. 1, στοιχ, α του Κανονισμού ΕΚ 1400/02). Με βάση τα διαθέσιμα
επίσημα στοιχεία του Σ.Ε.Α.Α, τα μερίδια αγοράς τα έτη 1997-1999 σε κάθε κατηγορία
επιβατικών αυτοκινήτων που δραστηριοποιείται η ΦΙΑΤ υπολογίζεται ότι είχαν ως εξής:
Κατά το έτος 1997 κατείχαν μερίδιο άνω του 5% σε τρεις τουλάχιστον σχετικές αγορές,
αυτές των μίνι αυτοκινήτων (50,69%), των μικρών αυτοκινήτων (13,52%) και των σπορ
(7,78%). Το 1998, η κατάσταση δεν διαφοροποιείται σημαντικά, ενώ παρατηρείται πτώση
του μεριδίου της ΦΙΑΤ στη σχετική αγορά των μίνι αυτοκινήτων, το οποίο διαμορφώθηκε σε
31,8% έναντι 50,7% το 1997. Τέλος, το 1999, το μερίδιο αγοράς πωλήσεων των οχημάτων
μάρκας ΦΙΑΤ διαμορφώθηκε σε επίπεδα άνω του 5% στις σχετικές αγορές των μίνι
αυτοκινήτων (32,78%), των μικρών αυτοκινήτων (10,71%) και τέλος των αυτοκινήτων
πολλαπλού σκοπού (9,39%).
Σε συνολικό επίπεδο, το μερίδιο αγοράς της εταιρίας ΦΙΑΤ στην κατηγορία των επιβατικών
αυτοκινήτων παρουσίασε μείωση την τετραετία 1997-2000. Πιο συγκεκριμένα, το 2000 το
μερίδιο αγοράς της εταιρίας διαμορφώθηκε σε 8,8% (25.447 πωλήσεις), έναντι 9,3% το 1997
(14.641 πωλήσεις). Στην κατηγορία των επαγγελματικών οχημάτων, το μερίδιο αγοράς
παρουσιάζει μία σταθερή αύξηση καθ΄ όλη την εξεταζόμενη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα, με
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
15
βάση τα διαθέσιμα στοιχεία του Σ.Ε.Α.Α. που καλύπτουν την τριετία 1998-2000, το μερίδιο
αγοράς της εταιρίας, διαμορφώθηκε το τελευταίο εξεταζόμενο έτος σε 5,3% (1.184
πωλήσεις) έναντι 3,8% το 1998 (607 πωλήσεις).
Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι, παρά τις σημαντικές διακυμάνσεις που παρατηρούνται
σε κάποιες σχετικές αγορές (οι οποίες αποδίδονται κυρίως στο χρόνο λανσαρίσματος ενός
καινούργιου μοντέλου από τους ανταγωνιστές), τα αυτοκίνητα ΦΙΑΤ κατείχαν μερίδιο
αγοράς άνω του 5% σε τρεις σχετικές αγορές καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης
περιόδου.
VΙII. ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Με βάση τα όσα περιγράφονται στην εισήγηση της Γ.Δ.Α., καταδεικνύονται τα εξής:
α) Ως προς το ζήτημα του πρόσθετου διανομέα, όπως περιγράφεται στην πρώτη καταγγελία
του Σ. Σ., η έρευνα της Γ.Δ.Α. διαπίστωσε ότι πράγματι την περίοδο στην οποία αναφέρεται
η εν λόγω πρακτική εγείρεται ζήτημα ύπαρξης δωδέκατου διανομέα στη γεωγραφική
περιοχή δραστηριοποίησης του καταγγέλλοντα Σ. Σ.. Η επίδραση του εν λόγω ζητήματος
στις συνθήκες ανταγωνισμού και η ύπαρξη καταχρηστικής εκμετάλλευσης -εκ μέρους της
ΦΙΑΤ- της σχέσης οικονομικής εξάρτησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2α του
ν.703/77.
β) Αναφορικά με την καταγγελλόμενη πρακτική που συνίσταται στη μονομερή επίτευξη
υψηλών και μη-ρεαλιστικών στόχων πωλήσεων οχημάτων επί προμηθεία (bonus), από την
έρευνα της Γ.Δ.Α. διαπιστώθηκε ότι στις αρχές κάθε μήνα η ΦΙΑΤ έστελνε στους διανομείς
της την πρότασή της για τις παραγγελίες που θα έπρεπε να κάνουν προς το εργοστάσιό της
στην Ιταλία. Η πρόταση παραγγελίας δεν ήταν δεσμευτική για τους διανομείς. Παρόλα αυτά,
ο εκάστοτε διανομέας ήταν υποχρεωμένος να παραγγείλει τουλάχιστον το 80% της
πρότασης παραγγελίας που του γινόταν από την ΦΙΑΤ, διότι σε διαφορετική περίπτωση
αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο να μην μπορεί να παραγγείλει οχήματα. Ως προς τους
ισχυρισμούς των καταγγελλόντων σχετικά με τη στοχοθέτηση στην αγορά των
ανταλλακτικών, από την έρευνα της Γ.Δ.Α. διαπιστώθηκε ότι στο ετήσιο συνέδριο της
ΦΙΑΤ εγνωστοποιείτο ο στόχος της εταιρίας, ο οποίος ήταν στόχος τζίρου και όχι
ποσοτήτων. Ο συγκεκριμένος στόχος επιμεριζόταν σε μηνιαίους ανά διανομέα στόχους και,
ανάλογα με το ποσοστό επίτευξής του, του εχορηγούντο κάποιες εκπτώσεις ή και χρονικές
διευκολύνσεις στην αποπληρωμή του οφειλόμενου υπολοίπου του εκάστοτε διανομέα.
Επιπρόσθετα, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, η ΦΙΑΤ πραγματοποιούσε τις λεγόμενες
καμπάνιες κατά τις οποίες προσέφερε κάποια ανταλλακτικά, διαφορετικά ή και ίδια κάθε
φορά, με έκπτωση σχετιζόμενη με τον όγκο της παραγγελίας.
γ) Ως προς τη μονομερή άμεση ή έμμεση επιβολή των λιανικών τιμών διάθεσης των
συμβατικών προϊόντων ΦΙΑΤ στην περίπτωση της μεσολάβησης επί προμήθεια (πωλήσεις
με χρηματοδότηση) και τη μονομερή άμεση ή έμμεση επιβολή προκαθορισμένων
εκπτώσεων επί της λιανικής τιμής πωλήσεων στην περίπτωση των προαγορών (οχημάτων
και ανταλλακτικών/αξεσουάρ), η έρευνα της Γ.Δ.Α., η οποία επικεντρώθηκε στην εξέταση
συγκεντρώσεων πωλήσεων οχημάτων ΦΙΑΤ (CINQUECENTO/SEICENTO και PUNTO)
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
16
που χρηματοδοτήθηκαν από την ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ σε φάσμα τιμών (+/-10.000 δρχ)
και διάστημα ενός τριμήνου από την προτεινόμενη τιμή τιμοκαταλόγου, κατέληξε στα εξής:
i) Για το έτος 1997 και τις εκδόσεις του οχήματος CINQUECENTO, στο τρίμηνο που
ακολουθεί την έκδοση του τιμοκαταλόγου της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, προέκυψε ότι
πωλήθηκαν με χρηματοδότηση της τελευταίας […] οχήματα, από τα οποία τα […], που
αντιπροσωπεύουν ποσοστό της τάξης του 88%, πωλήθηκαν σε τιμές εντός του
προκαθορισμένου φάσματος. Για τις εκδόσεις PUNTO το ίδιο έτος και στο τρίμηνο μετά την
έκδοση των τριών τιμοκαταλόγων της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ πωλήθηκαν με
χρηματοδότηση της τελευταίας […] οχήματα από τα οποία τα […], ήτοι το 73,52% αυτών,
πωλήθηκαν σε τιμές εντός του φάσματος της παρούσας ανάλυσης. Για τα υπόλοιπα οχήματα
τα οποία παρουσίασαν συγκεντρώσεις τιμών εκτός του προκαθορισμένου φάσματος (75
ELX 5P και 3P, 55 SX 5P και 3P), η ανάλυση της Γ.Δ.Α. κατέδειξε ότι πωλήθηκαν σε τιμές
χαμηλότερες από τους προτεινόμενους τιμοκαταλόγους της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, οι
οποίες δεν ξεπερνούν το 2,1%.
ii) Για το έτος 1998 και τις εκδόσεις του οχήματος SEICENTO, στο τρίμηνο που ακολουθεί
μετά την έκδοση των δύο τιμοκαταλόγων της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ (12.6.1998 και
16.11.1998), προέκυψε ότι πωλήθηκαν με χρηματοδότηση της ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ
[…] οχήματα από τα οποία τα […], ήτοι το 69,6% αυτών, πωλήθηκαν σε τιμές εντός του
φάσματος της παρούσας ανάλυσης (+/-10.000 δρχ). Για τα υπόλοιπα οχήματα τα οποία
παρουσίασαν συγκεντρώσεις τιμών εκτός του προκαθορισμένου φάσματος και ειδικότερα
για τις εκδόσεις 900 sx, SPORTING και SUITE, η ανάλυση της Γ.Δ.Α. κατέδειξε ότι
πωλήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τους προτεινόμενους τιμοκαταλόγους της ΦΙΑΤ
ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, οι οποίες όμως δεν ξεπερνούν το 1,1%. Κατά την ανάλυση των τιμών
πωλήσεων οχημάτων PUNTO με χρηματοδότηση από την ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ
προέκυψε ότι ο βαθμός συγκέντρωσης τιμών πωλήσεων εντός του ποσοτικού κριτηρίου των
+/10.000 δρχ. δεν οδήγησε σε συμπεράσματα ανάλογα με τα μοντέλα
CINQUECENTO/SEICENTO. Με βάση την ανάλυση που ακολουθήθηκε διαπιστώθηκε ότι
από τα […] οχήματα PUNTO που πωλήθηκαν το 1998 τα […] (το 43,52%) πωλήθηκαν με
έκπτωση. Από αυτά τα […] οχήματα, τα […] ήτοι το 22,89% (ή το 9,96% των συνολικών
πωλήσεων του μοντέλου) σχετίζονται με κάποια εγκύκλιο εκπτωτικής πολιτικής της ΦΙΑΤ.
Τα υπόλοιπα […] οχήματα, ήτοι το 71,15% των πωληθέντων με έκπτωση οχημάτων,
πωλήθηκαν με ποσά εκπτώσεων για τα οποία δεν είναι γνωστός ο λόγος που χορηγήθηκαν
και συγχρόνως παρουσιάζουν υψηλό βαθμό συγκέντρωσης πωληθέντων οχημάτων σε
ομοειδείς τιμές εκπτώσεων.
iii) Για το έτος 1999 και το μοντέλο SEICENTO, στο τρίμηνο μετά την έκδοση των
τιμοκαταλόγων της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, πωλήθηκαν με χρηματοδότηση της ΦΙΑΤ
ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ […] οχήματα, από τα οποία τα […] (45,32%) πωλήθηκαν σε τιμές εντός
του προκαθορισμένου φάσματος. Για τα οχήματα εκτός του φάσματος +/-10.000 δρχ., τα
οποία παρουσίασαν συγκεντρώσεις τιμών σε στενά οριζόμενο διάστημα (τάξη μεγέθους) και
ειδικότερα για τις εκδόσεις CITYMATIC, SPORTING και SUITE, η ανάλυση της Γ.Δ.Α.
κατέδειξε ότι πωλήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τους προτεινόμενους τιμοκαταλόγους
της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, οι οποίες όμως δεν ξεπερνούν το 1,5%. Ως προς τις πωλήσεις
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
17
των εκδόσεων του παλαιού μοντέλου PUNTO, από την έρευνα της Γ.Δ.Α. προέκυψε ότι από
τα […] οχήματα που χρηματοδοτήθηκαν μέσω της ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ, τα […] (το
48,21%), πωλήθηκαν σε τιμές εντός του φάσματος (+/-10.000 δρχ). Τέλος, στο τρίμηνο μετά
την έκδοση του τιμοκαταλόγου της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, πωλήθηκαν […] οχήματα του
νέου μοντέλου PUNTO, από τα οποία […], δηλαδή το 95,29%, του συνόλου, πωλήθηκαν
εντός του προκαθορισμένου φάσματος (+/- 10.000 δρχ).
iv) Για το έτος 2000 βρέθηκε στην κατοχή της Γ.Δ.Α. υπογεγραμμένη επιστολή έξι
διανομέων του νομού Αττικής της εταιρίας ΦΙΑΤ με τίτλο «Συμφωνία Κυρίων», η οποία
αναφέρεται στο θέμα των εκπτώσεων που παρέχουν οι διανομείς της ΦΙΑΤ. Στο εν λόγω
έγγραφο οι διανομείς συμφωνούν, αποδέχονται και υπόσχονται να τηρήσουν συγκεκριμένο
κατάλογο εκπτωτικής πολιτικής στη χονδρική πώληση, ενώ στη λιανική πώληση
συμφωνούνται ανώτατα όρια εκπτώσεων, τα οποία δεν πρέπει να ξεπερνούν το 1,5% - 2,0%
της βασικής τιμής του οχήματος. Από τις ένορκες καταθέσεις των διανομέων που υπέγραψαν
το σχετικό έγγραφο και στελέχους της εταιρίας ΦΙΑΤ προέκυψε ότι οι απόψεις των
διανομένων συγκλίνουν στο γεγονός ότι το πραγματικό (καθαρό) περιθώριο έκπτωσης επί
των λιανικών πωλήσεων των διανομέων της ΦΙΑΤ δεν μπορούσε ρεαλιστικά να ξεπεράσει
το 2% για λόγους βιωσιμότητας των ίδιων των διανομέων. Το γεγονός αυτό, σύμφωνα με
τους διανομείς, το γνώριζε και η ίδια η ΦΙΑΤ, η οποία και επιθυμούσε τη συγκράτησή του
σε αυτό το επίπεδο.
δ) Σύμφωνα με την έρευνα της Γ.Δ.Α. η ΦΙΑΤ απέστειλε στους διανομείς της τον Ιούλιο και
τον Οκτώβριο του 1994 τιμοκαταλόγους, οι οποίοι περιελάμβαναν συγκεκριμένες τελικές
τιμές πώλησης ανταλλακτικών και χρέωσης εργατοώρας από τους εξουσιοδοτημένους
επισκευαστές (συνεργεία) του δικτύου της. Στο εισαγωγικό σημείωμα των τιμοκαταλόγων
που απέστειλε στους διανομείς της, η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ αναφέρει ότι η τελική τιμή
που θα χρεωθεί στον πελάτη, του οποίου ο διανομέας-επισκευαστής θα επισκευάσει το
όχημα, θα προκύπτει: i) για τα ανταλλακτικά από «…τον πολλαπλασιασμό της τιμής μονάδος
που αναφέρεται στον ισχύοντα, κατά την ημερομηνία εκτύπωσης του παρόντος, τιμοκατάλογο
Ανταλλακτικών Fiat επί την αντίστοιχη ποσότητα.» και ii) Ως προς την εργατοώρα, από
«…τον πολλαπλασιασμό του καθορισμένου χρόνου (εκφραζόμενου σε ώρες και εκατοστά της
ώρας) που προβλέπεται για την επέμβαση από τον Κατασκευαστή επί την ωριαία χρέωση της
εργασίας που εφαρμόζεται από εμάς και αναφέρεται σε αυτό το κεφάλαιο.» Σχετικά με τη
χρέωση της εργατοώρας, στο εισαγωγικό σημείωμα των τιμοκαταλόγων αναφέρεται ότι
««ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΟΩΡΑΣ ΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ ΕΙΝΑΙ 6.600 Δρχ. ΧΩΡΙΣ
ΦΠΑ» Σύμφωνα με τα ανωτέρω και σε συνδυασμό με την έρευνα της Γ.Δ.Α. προκύπτει ότι
υπήρχε πρόθεση από μέρους της ΦΙΑΤ για επιβολή των τελικών τιμών πώλησης
ανταλλακτικών και χρέωσης εργατοώρας από τους εξουσιοδοτημένους επισκευαστές
(συνεργεία) του δικτύου της το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα Τέλος, τονίζεται ότι από την
έρευνα της Γ.Δ.Α., η οποία επικεντρώθηκε στα έτη 1996-1999, δεν προέκυψαν επαρκή
αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν ότι ο καθορισμός των τιμών πώλησης των
ανταλλακτικών και της εργατοώρας από τη ΦΙΑΤ στο επίσημο δίκτυο των διανομέων της
έλαβε χώρα και τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
18
ε) Τέλος, αναφορικά με την επιβολή χρηματοδότησης των προς πώληση οχημάτων με
συγκεκριμένη στοχοθέτηση καταναλωτικών δανείων, η έγκριση των οποίων αποτελούσε
συνάρτηση της ασφάλισης του πωλούμενου οχήματος από το ασφαλιστικό πρακτορείο
Σαραντόπουλου, καθώς και τις ασφαλιστικές εταιρίες ΕΘΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.Γ.Α.
και ΦΟΙΝΙΞ Α.Ε.Γ.Α, η έρευνα της Γ.Δ.Α. δεν συνέλλεξε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως
προς τη μονομερή επιβολή όρων αγοραπωλησίας ή την απόρριψη χρηματοδότησης από τη
ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ, λόγω μη επιλογής από τον καταναλωτή της ασφαλιστικής
εταιρίας που αυτή πρότεινε κατά την επίμαχη περίοδο. Τονίζεται ότι την εν λόγω περίοδο ο
υποψήφιος πελάτης κάποιου διανομέα της ΦΙΑΤ είχε τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο
ασφαλιστικών εταιριών (του ΦΟΙΝΙΚΑ και της ΕΘΝΙΚΗΣ) Τέλος, η Γ.Δ.Α. θεωρεί ότι τα
στοιχεία που έχει στην κατοχή της δεν επαρκούν ώστε να στοιχειοθετήσουν τη σύναψη
συμφωνίας μεταξύ των διανομέων της FΑH και της ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ για ασφάλιση
των αυτοκινήτων μέσω των εταιριών που η δεύτερη τους υποδείκνυε.
ΙΧ. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΟΥ AΡΘΡΟΥ 1
ΤΟΥ ν. 703/77 και 81 ΣυνθΕΚ.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 703/1977 και 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, όπως
ισχύει :
«Απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων
επιχειρήσεων και κάθε μορφής εναρμονισμένη πρακτική επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν ως
αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού,
ιδίως δε αυτές που συνίστανται:
α) τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων
συναλλαγής,…γ) την κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού,…ε) την εξάρτηση
συνάψεως συμβάσεων από την εκ μέρους των αντισυμβαλλομένων αποδοχή πρόσθετων
παροχών, οι οποίες από τη φύση τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες δεν συνδέονται
με το αντικείμενο των συμβάσεων αυτών.»
Σε περίπτωση πλήρωσης των όρων της πρώτης παραγράφου των εν λόγων άρθρων, μια
συμφωνία κηρύσσεται άκυρη (άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 703 και 81 παρ. 2 ΣυνθΕΚ). Περαιτέρω, η
παρ. 3 των συγκεκριμένων άρθρων καθιστά ολικά ή εν μέρει ανεφάρμοστη αυτήν την
απαγόρευση για τις συμφωνίες, που δημιουργούν οφέλη στους καταναλωτές, σχετικά με τη
βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής προϊόντων ή την προώθηση της τεχνικής ή
οικονομικής προόδου, εφόσον οι συμφωνίες αυτές δεν επιβάλλουν περιορισμούς στις
ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πέραν των απολύτως αναγκαίων και δεν παρέχουν στις
επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα καταργήσεως του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της
σχετικής αγοράς.
Ο μονομερής καθορισμός του περιθωρίου κέρδους των διανομέων από την ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ
ΕΛΛΑΣ αποδεικνύεται στην πράξη από έρευνα της Γ.Δ.Α. που αφορά τα έτη 1997 έως
1999. Συγκεκριμένα, το 1997 ως προς τα αυτοκίνητα τύπου CINQUENCENTO, η σύγκριση
των τιμοκαταλόγων με τις τιμές που τελικώς εφαρμόστηκαν από το δίκτυο διανομέων
αποδεικνύει ότι ένα ποσοστό 88% των πωληθέντων μέσω ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
19
αυτοκινήτων πωλήθηκαν ακριβώς στην τιμή που η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ πρότεινε στους
διανομείς της. Επιπλέον, ως προς τα αυτοκίνητα τύπου PUNTO, η έρευνα της Γ.Δ.Α.
κατέδειξε ότι οι διανομείς της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ πώλησαν το 73.52% των οχημάτων
μέσω ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ με ποσοστό έκπτωσης που δεν υπερέβαινε το 2,1%, το οποίο
ήταν και το μέγιστο περιθώριο κέρδους που μπορούσαν να προσφέρουν οι διανομείς.
Το έτος 1998 ως προς τα αυτοκίνητα τύπου SEICENTO, η ανάλυση των τιμών της Γ.Δ.Α.
έδειξε ότι ένα ποσοστό 69.61% των οχημάτων που πωλήθηκαν μέσω ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ
ΕΛΛΑΣ, πωλήθηκαν από τους διανομείς σε τιμές εντός ενός αμελητέου διαστήματος (+/-
10.000 δρχ) σε σχέση με τους προτεινόμενους τιμοκαταλόγους που απέστειλε η ΦΙΑΤ
ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ. Οι εκπτώσεις δε που δόθηκαν στους καταναλωτές από τους υπόλοιπους
διανομείς δεν ξεπερνούσαν το 1,1%. Συνεπώς, οι εκπτώσεις κυμαίνονταν σε πολύ χαμηλά
επίπεδα, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι διανομείς ήταν ανήμποροι να πραγματοποιήσουν
ουσιαστικές εκπτώσεις προς όφελος του καταναλωτή και εφάρμοζαν σε μεγάλο βαθμό τις
τιμές τιμοκαταλόγου που κοινοποιούσε η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ.
Για το έτος 1999 η ανάλυση των τιμών της Γ.Δ.Α. κατέδειξε ότι υπήρξε σχεδόν απόλυτη
συμμόρφωση των διανομέων ως προς τις τιμές που η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ τους
κοινοποιούσε, εφόσον το 95,29% των νέων μοντέλων PUNTO που πωλήθηκαν μέσω της
ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου έτους, πωλήθηκαν σε τιμές
απολύτως εναρμονισμένες με εκείνες που η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ κοινοποιούσε στους
διανομείς της. Συνεπώς, το υψηλό ποσοστό εφαρμογής των τιμών τιμοκαταλόγου της ΦΙΑΤ
ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ που ακολουθούσαν οι διανομείς αποδεικνύει την ύπαρξη συμφωνίας
μεταξύ των διανομέων και της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ για το συγκεκριμένο μοντέλο.
Όπως προέκυψε από την έρευνα της Γ.Δ.Α. και την ακροαματική διαδικασία, η ΦΙΑΤ
ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ το δεύτερο εξάμηνο του 1994 απέστειλε στους εξουσιοδοτημένους
επισκευαστές (συνεργεία) του δικτύου της τιμοκαταλόγους με συγκεκριμένες τιμές πώλησης
ανταλλακτικών και χρέωσης εργατοώρας. Συνεπώς, με την αποστολή των τιμοκαταλόγων
και την κοινοποίηση αυτών στους τελικούς καταναλωτές στοιχειοθετείται η συμφωνία της
ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ με το δίκτυο επισήμων διανομέων – επισκευαστών αυτοκινήτων ως
προς τις τιμές μεταπώλησης ανταλλακτικών και χρέωσης εργατοώρας επισκευής σε τιμές
που η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ καθόριζε. Η εν λόγω συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον
περιορισμό του ανταγωνισμού και αποτελεί δίχως άλλο παράβαση των άρθρων 81 παρ. 1 ΕΚ
και 1 παρ. 1 του Ν. 703/1977.
Ο μονομερής καθορισμός του περιθωρίου κέρδους των διανομέων από τη ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ
ΕΛΛΑΣ τεκμαίρεται επίσης από δυο έγγραφα. Το πρώτο έγγραφο με ημερομηνία 30-11-
1998 αφορά σε επιστολή που απέστειλε η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ προς τους διανομείς της,
στο οποίο με το πρόσχημα της αλλαγής της φορολογίας των αυτοκινήτων, τους ενημερώνει
ότι αλλάζει μονομερώς το περιθώριο κέρδους από την πώληση επιβατικών και
επαγγελματικών οχημάτων. Συγκεκριμένα, στην επιστολή με «Θέμα: Νέο ποσοστό
προμήθειας στα καινουργή επιβατικά και επαγγελματικά αυτοκίνητα» αναφέρεται ότι: «Έπειτα
από την τελευταία αλλαγή των τιμών ως συνέπεια της αλλαγής του φορολογικού συστήματος
στην Ελλάδα, σας ανακοινώνουμε το νέο ποσοστό προμήθειας, που εφαρμόζεται από τη Fiat
Auto Hellas από τις 16-11-1998, όσον αφορά στα νέα επιβατικά και επαγγελματικά
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
20
αυτοκίνητα». Στη συνέχεια παρατίθενται πίνακες με τα νέα ποσοστά προμηθειών που η
ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ επιβάλλει μονομερώς στους διανομείς. Το μικτό περιθώριο κέρδους
κυμαινόταν μεταξύ 5,2%-7,3%, ενώ το καθαρό περιθώριο κέρδους δεν υπερέβαινε το 2%.
Το συγκεκριμένο περιθώριο κέρδους θεωρείται πολύ χαμηλό, δεδομένου ότι καταργεί
ουσιαστικά τον ενδοσηματικό ανταγωνισμό μεταξύ των διανομέων, αφού δεν τους επιτρέπει
να κάνουν ουσιαστικές εκπτώσεις και να ανταγωνιστούν μεταξύ τους. Από τις μαρτυρικές
καταθέσεις προέκυψε ότι το μικτό περιθώριο κέρδους στην υπόλοιπη Ευρώπη κυμαινόταν
στο 15%, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στους διανομείς να προβούν σε ουσιαστικές
εκπτώσεις εντείνοντας τον ενδοσηματικό ανταγωνισμό.
Το δεύτερο έγγραφο με τίτλο «Συμφωνία Κυρίων» υπεγράφη την 12-4-2000, συντάχτηκε με
προτροπή του εμπορικού διευθυντή της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ και αναφέρεται στο θέμα
των εκπτώσεων που παρέχουν οι διανομείς της ΦΙΑΤ. Το έγγραφο αναφέρει τα εξής:
«Με την παρούσα οι υπογράφοντες νόμιμοι εκπρόσωποι του Δικτύου Διανομέων της FIAT
AUTO HELLAS, στο Λεκανοπέδιο Αττικής, συμφωνούν, αποδέχονται και υπόσχονται, να
τηρήσουν τον επισυναπτόμενο κατάλογο εκπτωτικής πολιτικής στην χονδρική πώληση, καθώς
επίσης και την υπόλοιπη εκπτωτική πολιτική που θα πρέπει να είναι:
• ΛΙΑΝΙΚΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ
Αποφυγή δραχμικών εκπτώσεων και δώρα που υπερβαίνουν το 1,5-2,0%, τις βασικής τιμής.
• ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΣΕ ΥΠΟΔΙΚΤΥΑ
Εκπτώσεις στο ύψος του 80% της βασικής προμήθειας.
• ΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ
Παρακράτηση για τον Dealer τουλάχιστον το 3% της βασικής τιμής.
• ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΩΝ
Έκπτωση που να μην υπερβαίνει το 3,75% της βασικής τιμής.
Θεωρούμε ότι αν κάποιος από τους ενδιαφερόμενους αντιληφθεί ότι παραβιάζεται η
παραπάνω συμφωνία, θα ενημερώσει και τα υπόλοιπα μέρη, προσκομίζοντας αποδεικτικά
στοιχεία».
Τόσο από την έρευνα της Γ.Δ.Α. όσο και από τα δυο προαναφερθέντα έγγραφα
αποδεικνύεται ο μονομερής καθορισμός του περιθωρίου κέρδους των διανομέων από την
ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, ο οποίος ισοδυναμεί με επιβολή τιμών μεταπώλησης. Ο
καθορισμός του περιθωρίου κέρδους σε πολύ χαμηλά επίπεδα είχε ως αποτέλεσμα οι
διανομείς να μη μπορούν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους, με συνέπεια την κατάργηση του
ενδοσηματικού ανταγωνισμού, ο οποίος αποτελεί απαραίτητο στοιχείο του υγιούς
ανταγωνισμού. Με δεδομένο μάλιστα, ότι το πραγματικό περιθώριο κέρδους των διανομέων
δεν υπερέβαινε το 2% επί της βασικής τιμής πώλησης οχημάτων, θα μπορούσε να
πιθανολογηθεί, ότι οι διανομείς δεν είχαν στην πραγματικότητα το περιθώριο παροχής
εκπτώσεων στους τελικούς καταναλωτές – αγοραστές αυτοκινήτων, εφόσον το
συγκεκριμένο ποσοστό – περιθώριο καθαρού κέρδους επαρκούσε μόνο για την εξασφάλιση
της βιωσιμότητάς τους. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο περιορισμός του καθαρού κέρδους στο
2% με 2,5% οδηγεί λογικά στο συμπέρασμα, ότι οι διανομείς δεν μπορούσαν παρά ελάχιστα
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
21
να αποκλίνουν προς τα κάτω από τις τιμές που η ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ τους υποδείκνυε
με τους ενδεικτικούς τιμοκαταλόγους. Η επιβολή συνεπώς τιμών, στην οποία
συμπεριλαμβάνεται και η έμμεση επιβολή τιμών μέσω της επιβολής συγκεκριμένων
εκπτώσεων ή της απαγόρευσης εκπτώσεων γενικά, ανήκει στην κατηγορία «μαύρες
πρακτικές» (black practices), η συστηματική ή επανειλημμένη εφαρμογή των οποίων έχει ως
αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή της απαλλαγής που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ.
1475/1995 της Επιτροπής ως προς τη συγκεκριμένη πράξη. Σύμφωνα με το επεξηγηματικό
φυλλάδιο του Κανονισμού 1475/1995 το προνόμιο της απαλλαγής δεν εφαρμόζεται για όσο
διαρκεί η επιλήψιμη πρακτική. Σε σχέση με την υπό εξέταση αγορά, το άρθρο 6 παρ. 1 του
Κανονισμού 1475/1995, καθιστά σαφές, ότι η ομαδική απαλλαγή δεν ισχύει σε περίπτωση
που «ο κατασκευαστής, ο προμηθευτής, ή άλλη επιχείρηση του δικτύου, περιορίζει, άμεσα ή
έμμεσα την ελευθερία του διανομέα να καθορίζει τις τιμές και εκπτώσεις κατά τη μεταπώληση
των προϊόντων της συμφωνίας ή των αντίστοιχων προϊόντων.»
Αναφορικά με την καταγγελία του Σ. Σ. για τη ζημία που υπέστη από την εισαγωγή της
εταιρίας «Γ. Μοσχούς ΑΕ» στο δίκτυο διανομής της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ, τόσο από την
έρευνα της Γ.Δ.Α. όσο και από την ακροαματική διαδικασία δεν προέκυψαν στοιχεία που θα
μπορούσαν να θέσουν σε εφαρμογή τις διατάξεις του άρθρου 2α του Ν.703/77, όπως ισχύει.
Αναφορικά με την επιβολή ετήσιου στόχου πωλήσεων οχημάτων καθώς και μηνιαίου στόχου
πωλήσεων οχημάτων και ανταλλακτικών από την ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ τόσο από την
ακροαματική διαδικασία όσο και από την έρευνα της Γ.Δ.Α. δεν προέκυψαν στοιχεία ώστε
να στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και παρ. 1 Ν. 703/77, όπως
ισχύει, ούτε υφίσταται ζήτημα παράβασης των διατάξεων του Κανονισμού 1475/1995.
Ως προς τις λοιπές πρακτικές που καταγγέλλουν οι καταγγέλλοντες, ήτοι υποχρεωτική
ασφάλιση μέσω συγκεκριμένων ασφαλιστικών εταιριών καθώς και υποχρεωτική
χρηματοδότηση των επί πιστώσει πωλούμενων αυτοκινήτων μέσω της ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ
ΕΛΛΑΣ, τόσο από την ακροαματική διαδικασία όσο και από τα στοιχεία που συνέλεξε η
Γ.Δ.Α. δεν προέκυψαν στοιχεία ώστε να στοιχειοθετηθεί κάποια παράβαση των κανόνων
ανταγωνισμού.
Αναφορικά με την καταγγελλόμενη επιβολή συγκεκριμένων ασφαλιστικών εταιριών για την
ασφάλιση αυτοκινήτων που επωλούντο επί πιστώσει (από τη ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ)
μέσω συγκεκριμένων εταιριών, υποδεικνυόμενων από τη ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ, τόσο
από τα στοιχεία που συνέλεξε η Γ.Δ.Α. όσο και από την ακροαματική διαδικασία δεν μπορεί
να στοιχειοθετηθεί σύναψη συμφωνίας μεταξύ των διανομέων της FΑH και της ΦΙΑΤ
ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ για ασφάλιση των αυτοκινήτων μέσω των εταιριών που η δεύτερη τους
υποδείκνυε. Συνεπώς, δεν στοιχειοθετείται παράβαση των άρθρων 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ και 1
παρ. 1 του Ν. 703/1977.
Χ. ΕΠΙΒΟΛΗ ΠΡΟΣΤΙΜΟΥ
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 1 και 2 του ν.703/77:
«1. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού αν, μετά από σχετική έρευνα που διεξάγεται είτε αυτεπαγγέλτως
είτε κατόπιν καταγγελίας ή αίτησης του Υπουργού Ανάπτυξης, διαπιστώσει παράβαση της παρ.
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
22
1 του άρθρου 1 ... ή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, μπορεί
με απόφασή της:
…στ) να επιβάλει πρόστιμο στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που υπέπεσαν στην
παράβαση.
Το κατά την προηγούμενη παράγραφο επιβαλλόμενο ή απειλούμενο πρόστιμο μπορεί να φτάνει
μέχρι ποσοστού δεκαπέντε τοις εκατό (15%) των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης της
τρέχουσας ή της προηγούμενης της παράβασης χρήσης….».
Για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή Ανταγωνισμού λαμβάνει υπόψη
της: Τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκεια αυτής, καθώς και την οικονομική
δυνατότητα της επιχείρησης ή των επιχειρήσεων που έχουν πρωτοστατήσει στην παράβαση
να προξενήσουν σημαντική ζημία σε άλλους οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους
καταναλωτές.
Η συμφωνία για άμεσο και έμμεσο καθορισμό τιμών αποτελεί σοβαρή παράβαση των
κανόνων ανταγωνισμού, πλην οι κάθετοι περιορισμοί κάθε είδους είναι λιγότερο επαχθείς
για τον ανταγωνισμό από τους αντίστοιχους οριζόντιους περιορισμούς. Περαιτέρω, έχει
αποδειχθεί ήδη ότι ο καθορισμός τιμών εγένετο μόνο για το δίκτυο διανομής της
καταγγελλόμενης. Κατά την κρίση της Επιτροπής, δεν πρέπει να επιβληθεί πρόστιμο στους
διανομείς της καθ’ ης, εφόσον, σύμφωνα με πάγια θέση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις
περιπτώσεις που η πρωτοβουλία εφαρμογής μίας παράνομης πρακτικής ανήκει στην γενική
αντιπρόσωπο και επιβάλλεται σε οικονομικά ασθενέστερους συμβεβλημένους διανομείς, δεν
είναι ενδεδειγμένο να επιβάλλονται πρόστιμα στις οικονομικά ασθενέστερες αυτές
επιχειρήσεις (Βλ. απόφαση Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Mercedes Benz, Επίσημη Εφημερίδα L-
257/1, σκέψη 233).
Δεν αποδεικνύεται ότι η πρακτική αυτή ακολουθήθηκε και από άλλους εισαγωγείς
αυτοκινήτων στην Ελληνική Επικράτεια και δεν στοιχειοθετείται σωρευτικό αποτέλεσμα της
εν λόγω πρακτικής στην αγορά αυτοκινήτων εν γένει, η οποία εξάλλου διακρίνεται από
έντονο διασηματικό ανταγωνισμό. Ως προς τη ζημία που προξένησε η συμπεριφορά της
καθής στους καταναλωτές, έχει κριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην απόφασή της PO /
Barême d'honoraires de l'Ordre des Architectes belges, της 24.06.2004, σκέψη 128, ότι «δεν
είναι ανάγκη να προσμετρηθεί ο ακριβής αντίκτυπος στην αγορά διότι κάτι τέτοιο δεν είναι
εύκολο να υπολογισθεί με ακρίβεια, δεδομένου ότι υπάρχουν και άλλοι εξωτερικοί παράγοντες
που επιδρούν στις τιμές, πέραν της αντιανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Το γεγονός ότι οι
καθορισμένες αμοιβές ίσχυσαν και εφαρμόστηκαν στην πράξη αναγκαία δημιούργησε τον
κίνδυνο οι τιμές να διαμορφωθούν σε υψηλότερο επίπεδο από όταν λειτουργούσε ελεύθερα ο
ανταγωνισμός».
Με δεδομένο το μέγεθος και την μακρόχρονη δραστηριότητα και εξειδίκευση της εταιρίας
ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ στην αγορά αυτοκινήτων, συνάγεται ότι η καθ’ ης διέθετε τις
γνώσεις και τα νομικοοικονομικά μέσα που απαιτούνται για να αξιολογήσει τον παράνομο
χαρακτήρα της συμπεριφοράς της και των συνεπειών της από την άποψη του Δικαίου του
Ανταγωνισμού.
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
23
Ως προς τη διάρκεια της αποδεδειγμένης παράβασης, ήτοι του άμεσου και έμμεσου
καθορισμού τιμών, από την έρευνα της Γ.Δ.Α. και την ακροαματική διαδικασία
αποδεικνύεται ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ της ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ και των διανομέων
της σχετικά με τις τελικές τιμές πώλησης καινούργιων αυτοκινήτων για τις εξής περιόδους:
α) Το έτος 1997, στις αγορές αυτοκινήτων τύπου Α και Β (μοντέλα CINQUENCENTO και
PUNTO, αντιστοίχως).
β) Το έτος 1998, στην αγορά αυτοκινήτων τύπου Α (μοντέλο SEICENTO).
γ) Το έτος 1999, στην αγορά αυτοκινήτων τύπου Β (μοντέλο PUNTO – νέα έκδοση).
δ) Το έτος 2000, η συμφωνία επεκτάθη σε όλα τα μοντέλα επιβατικών και επαγγελματικών
αυτοκινήτων FIAT. Σχετικά με τον καθορισμό τιμών πωλήσεων ανταλλακτικών και
χρέωσης εργατοώρας επισκευής, τόσο από την ακροαματική διαδικασία όσο και από την
έρευνα της Γ.Δ.Α. αποδεικνύεται ότι οι εν λόγω τιμοκατάλογοι που εφαρμόστηκαν
διήρκεσαν από την 1.7.1994, έως και την 31.12.1994, ήτοι για μία περίοδο 6 μηνών.
Με βάση τα ανωτέρω, θεωρώντας ότι ο έμμεσος ή άμεσος καθορισμός τιμών αποτελεί
σοβαρή παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, αλλά εκτιμώντας ότι η συνεργασία που
επέδειξε η καταγγελλόμενη κατά την διερεύνηση της υπόθεσης αποτελεί ελαφρυντική
περίσταση και ότι οι κάθετοι περιορισμοί κάθε είδους είναι λιγότερο επαχθείς, για τον
ανταγωνισμό, η Επιτροπή κρίνει ότι δικαιολογείται η επιβολή προστίμου για κάθε έτος της
διαπιστωθείσας παράβασης, αντίστοιχο του […]% του κύκλου εργασιών της
καταγγελλομένης.
Τέλος, τόσο από την ακροαματική διαδικασία όσο και από τα στοιχεία που περιήλθαν στην
κατοχή της Γ.Δ.Α. δεν προέκυψε παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού σύμφωνα με τις
διατάξεις του ν.703/77, όπως ισχύει από τις εταιρείες ΦΙΑΤ ΚΡΕΝΤΙΤ ΕΛΛΑΣ και Fiat
Auto SpA.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Η Επιτροπή Ανταγωνισμού, ομοφώνως:
1. Διαπιστώνει ότι η εταιρεία με την επωνυμία «ΦΙΑΤ ΑΟΥΤΟ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Α.Ε» παρέβη
το άρθρο 1 του ν. 703/1977 και το άρθρο 81 παρ. 1 ΣυνθΕΚ, όπως ισχύουν.
2. Υποχρεώνει την ως άνω εταιρεία να παραλείψει την παράβαση των ως άνω διατάξεων,
όπως ισχύουν, στο μέλλον.
3. Επιβάλλει πρόστιμο στην ως άνω εταιρεία για τα οικονομικά έτη 1997, 1998, 1999,
2000 και για το χρονικό διάστημα από 1.7.1994 έως και την 31.12.1994 συνολικού
ποσού 9.558.526 Ευρώ (εννέα εκατομμύρια πεντακόσιες πενήντα οκτώ χιλιάδες
πεντακόσια είκοσι έξι ευρώ), που σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ.2 του ν. 703/77, δεν
υπερβαίνει το 15% των ακαθαρίστων εσόδων της επιχείρησης.
4. Απειλεί την ανωτέρω εταιρεία σε περίπτωση συνέχισης ή επανάληψης της
διαπιστωθείσας παράβασης με χρηματική ποινή ύψους δέκα χιλιάδων (10.000) Ευρώ για
ΠΡΟΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗ
ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ
ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
24
κάθε ημέρα μη συμμόρφωσης με την παρούσα απόφαση από την ημέρα δημοσίευσής
της.
Η απόφαση εκδόθηκε την 19η Μαρτίου 2009.
Η απόφαση να δημοσιευθεί , σύμφωνα με το άρθρο 26
παρ. 6 του Κανονισμού Λειτουργίας και Διαχείρισης της Επιτροπής Ανταγωνισμού (ΦΕΚ Β΄
1890/29.12.2006).
Ο Προεδρεύων της Ε.Α.
Απόστολος Ρεφενές
Οι Συντάκτες της Απόφασης
Δημήτριος Γιαννέλης Δέσποινα Κλαβανίδου Αθανάσιος Στεφόπουλος
Η Γραμματέας
Όλγα-Ανίτα Ραφτοπούλου

================================

Αριθμός 3820/2007
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

15ο Τμήμα

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Ιωάννη Σιμόπουλο, πρόεδρο Εφετών, Θεόδωρο Τζανάκη, εισηγητή, Ελισάβετ Τσιρακίδου, εφέτες, και το Γραμματέα Νικόλαο Καραμπή.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροτήριό του την 15 Φεβρουαρίου 2007 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α) ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, που παραστάθηκε, βάσει δηλώσεως (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ ), δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Στυλιανού Γρηγορίου και Γεωργίου Αθανασόπουλου.

ΤΗΣ ΚΑΘ΄ ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Νέο Ψυχικό Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Παναγιώτη Δάβαρη, και 3) Σταυρούλας, συζ. Παναγιώτη Δάβαρη, το γένος Συγγελίδη, κατοίκων Παλαιού Ψυχικού, που παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ιωάννη Δαμοράκη και Γεωργίου Πέτσα.

Β) ΤΗΣ ΚΑΘ΄ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ : 1) Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Νέο Ψυχικό Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Παναγιώτη Δάβαρη, και 3) Σταυρούλας συζ. Παναγιώτη Δάβαρη, το γένος Συγγελίδη, κατοίκων Παλαιού Ψυχικού, που παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Ιωάννη Δαμοράκη και Γεωργίου Πέτσα.

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ - ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ - ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ - ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ¨, που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής, που παραστάθηκε, βάσει δηλώσεως (άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ), δια των πληρεξουσίων δικηγόρων Στυλιανού Γρηγορίου και Γεωργίου Αθανασόπουλου.
Η ενάγουσα με την από 4.12.2002 αγωγή της, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, απευθυνόμενη και στρεφόμενη κατά των εναγομένων (1381/2002) ζήτησε τα όσα αναφέρονται σε αυτή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αρχικά η υπ΄ αριθμ. 5468/2005 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η μεν ενάγουσα με την από 15.9.2005 έφεση της (αρ. έκθεσης κατάθεσης 8174/26.9.2005 της Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών), οι δε εναγόμενοι με την από 20.2.2006 εφεσή τους (αρ. έκθεσης κατάθεσης 1842/28.2.2006 της Γραμματέα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Συζητήσεως γενομένης επί των παραπάνω εφέσεων, εκδόθηκε η 7494/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία διατάχθηκε, η επανάληψη της συζήτησης για την διευκρίνιση των αναφερόμενων σε αυτή θεμάτων. Ήδη, η υπόθεση εισάγεται για συζήτηση με την από 18.6.2006 κλήση της εκκαλούσας – εναγομένης (αρ. έκθ. κατάθ. 3071/18.10.2006).
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις τους.


ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ


Στη προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της (που στρεφόταν κατά των εναγομένων και κατά της αλλοδαπής εταιρείας «KIA MOTORS CORPORATION» που εδρεύει στη Ν. Κορέα), κατ΄εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα : Ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας συνδεόμενος επί πολλά έτη με δεσμούς φιλίας μετά των νομίμων εκπροσώπων της 1ης εναγομένης, ήτοι των 2ου και 4ης των εναγομένων (προέδρου, και διευθύνουσας συμβούλου, αντίστοιχα, της πρώτης εναγομένης) περί τον Μάιο του 1999 δέχθηκε από αυτούς την πρόταση να αναλάβει την προώθηση των προϊόντων KIA στην περιοχή της Μεταμόρφωσης Αττικής, με την κατασκευή ενός συγκροτήματος καθέτου οργανώσεως τριών σημείων, ήτοι εκθέσεως αυτοκινήτου-συνεργείου αυτοκινήτων και αποθήκης ανταλλακτικών. Ότι ο διευθύνων σύμβουλος της ενάγουσας αποδέχθηκε την πρόταση αυτή και κατ΄αυτόν τον τρόπο κατά τα μέσα Ιουνίου 1999 καταρτίσθηκε μεταξύ αυτής (ενάγουσας) και της πρώτης εναγομένης (αποκλειστικής αντιπροσώπου των προϊόντων KIA στην Ελλάδα) άτυπη σύμβαση ορισμένου χρόνου και δη δεκαετούςδιάρκειας με δικαίωμα αυτόματης ανανέωσης και με αντικείμενο κυρίως μεν την αποκλειστική εμπορική αντιπροσώπευση των προϊόντων της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της οποίας ανέλαβε να μεριμνά για τις υποθέσεις της πρώτης εναγομένης, να διαπραγματεύεται και να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως των προϊόντων στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης έναντι προμηθείας, και περαιτέρω κατά κύριο λόγο να ενεργεί ως διανομέας, ήτοι να προβαίνει σε προαγορές των προϊόντων της α΄εναγομένης και (οχημάτων και ανταλλακτικών προς εξυπηρέτηση των αντιπροσωπευομένων αυτοκινήτων ΚΙΑ) ιδίω ονόματι και για λογαριασμό της, με έκπτωση επί της τιμής αγοράς, στην έκταση που η πρώτη εναγομένη την υποχρέωνε με ειδικές εντολές δια εγκυκλίων προς τούτο, αποκομίζοντας το εμπορικό της κέρδος, συνιστάμενο στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τελικής τιμής μεταπώλησης . Ότι στα πλαίσια των συμβατικών της δεσμεύσεων η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να επεκτείνει και ολοκληρώσει εντός των επόμενων 6 μηνών από τη σύναψη της συμβάσεως το υφιστάμενο συγκρότημα καθέτου οργανώσεως τριών (3) σημείων, ήτοι εκθέσεως αυτοκινήτων, συνεργείου αυτοκινήτων και αποθήκης ανταλλακτικών ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες και τους σκοπούς της εμπορικής πολιτικής μεγάλης προβολής και προωθήσεως των προϊόντων 
«2ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------

KIA και το οποίο συγκρότημα θα ήταν ενταγμένο στο δίκτυο των επισήμων εμπορικών αντιπροσώπων και διανομέων της πρώτης εναγομένης, η δε προώθηση των αυτοκινήτων και ανταλλακτικών KIA θα διεξαγόταν με βάση τις ειδικότερες εγκυκλίους που θα εξέδιδε κατά καιρούς η πρώτη εναγομένη κατά μονομερή τρόπο. Ότι από τον Οκτώβριο του 1999 (μετά την αποπεράτωση των εργασιών στο συγκρότημα που κατασκεύασε και για το οποίο δαπάνησε το ποσό των 250.000.000 δραχμών) άρχισε να εμπορεύεται κατά τη συμφωνία τους τα κορεατικής προελεύσεως οχήματα KIA. Ότι κατά τις αρχές Απριλίου του 2001 η ενάγουσα συμβλήθηκε μετά της εταιρίας ΧΙΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΑΣ, εταιρίας μετοχικών συμφερόντων των Παναγιώτη και Σταυρούλας Δάβαρη, η οποία από το 1990 περίπου είναι η αποκλειστική αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της κορεατικής HYUNDAI MOTOR COMPANY. Ότι στα πλαίσια της νεότερης αυτής σύμβασης η ενάγουσα επεξέτεινε τις εγκαταστάσεις της κατά τα στην αγωγή αναλυτικώς εκτιθέμενα και ότι για την οργάνωση και διαχείριση της αντιπροσωπείας KIA και HYUNDAI δαπάνησε το συνολικό ποσό των 347.046.321 δραχμών, όπως αυτό αναλυτικά αναφέρεται στην αγωγή. Ότι χάρη στις επενδύσεις αυτές παρουσίασε αλματώδη αύξηση στις πωλήσεις οχημάτων ΚΙΑ, όπως αναλυτικά εκτίθεται στην αγωγή. Ότι κατά τον Μάιο του 2002 ο Παναγιώτης Δάβαρης (2ος εναγόμενος με την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης) απροσδόκητα, πρότεινε στον διευθύνοντα σύμβουλο της ενάγουσας την εξαγορά του 100% των μετοχών της εταιρίας και του συνολικού συγκροτήματός της αντί του ποσού των 180.000.000 δραχμών ως αποζημίωσης, πλέον της αναλήψεως των δανείων και των δόσεων της χρηματοδοτικής μισθώσεως εκ του ποσού 400.000.000 δραχμών περίπου, η οποία όμως υπολειπόταν σε σχέση προς το κόστος κατασκευής και λειτουργίας του συγκροτήματός της κατά τη διάρκεια της συμβάσεως. Ότι μετά από την άρνηση του διοικητικού συμβουλίου της ενάγουσας να δεχτεί την πρόταση του Προέδρου της α΄ εναγομένης, αυτή κατά την 25.7.2002 κοινοποίησε εξώδικη καταγγελία με την οποία δήλωνε ότι καταγγέλλει μετά από παρέλευση τριών (3) μηνών από της επιδόσεως την μεταξύ τους σύμβαση αορίστου χρόνου, μολονότι δεν υπήρχε σποδαίος λόγος για την ως άνω καταγγελία. Ότι περαιτέρω καταγγελία με το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια ημέρα περιήλθε σ΄αυτήν και από την εταιρία «ΧΙΟΥΝΤΑΙ Π.& Ρ. ΔΑΒΑΡΗ ΑΒΕΕ». Ότι η καταγγελία των παραπάνω συμβάσεων έγινε άκαιρα χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου και ότι εξ αυτού του λόγου η ενάγουσα ζημιώθηκε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Ότι περαιτέρω σε αντίθεση με την ως άνω καταγγελία των συμβάσεων που αφορούσε την ενάγουσα, η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε τις συμβάσεις με τους λοιπούς αντιπροσώπους, τάσσοντας προθεσμία ενός έτους για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας και ότι κατά συνέπεια η διαφορετική προθεσμία προμήνυσης για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας αντιβαίνει στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Ότι άλλως και εάν ήθελε κριθεί ότι η παραπάνω σύμβαση ήταν αορίστου χρόνου, η καταγγελία της συμβάσεως (με προειδοποίηση 3 μηνών) έλαβε χώρα κατά κατάχρηση δικαιώματος και κατά τρόπο αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη και στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 αρ. 2 του 1475/1995 Κανονισμού της Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 2α του Ν. 703/1977, αφού δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από την ως άνω διάταξη ετήσια προθεσμία και συνεπώς η καταγγελία είναι άκυρη. Ότι εξαιτίας της παραπάνω καταγγελίας, προσκρούουσας στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων, που έγινε υπαιτίως και κατά παράβαση των χρηστών ηθών, με σκοπό να ζημιωθεί η ενάγουσα, επειδή η τελευταία δεν δέχθηκε την κατά τα άνω προταθείσα εξαγορά, η ενάγουσα έχει τις ακόλουθες και αναφερόμενες ειδικότερα στην αγωγή αξιώσεις αποζημίωσης : α) θετική ζημία και ειδικότερα δαπάνες της ενάγουσας στις οποίες υποβλήθηκε μετά τη σύναψη της συμβάσεως με την πρώτη εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1999 έως 30.4.2001, οι οποίες ανέρχονται σε 347.046.321 δραχμών, β) καθαρά κέρδη, τα οποία θα αποκόμιζε με πιθανότητα κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, από την 31.1.2002 και εφεξής μέχρι τη λήξη της συμβάσεως την 1.6.2009 και τα οποία θα ανέρχονταν στο ποσό των 133.965.776 δραχμών, όπως αναλυτικά αυτά προσδιορίζονται στην αγωγή, γ) για αποζημίωση πελατείας το ποσό των 109.465.585 δραχμών, δ) για αποζημίωση εξαιτίας ηθικής της βλάβης εξαιτίας της υπαίτιας και παράνομης και καταχρηστικής συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης σε βάρος της, λόγω προσβολής της πίστης και της φήμης, το ποσό των 100.000.000 δραχμών. Ακολούθως, η ενάγουσα με δήλωσή της που καταχωρήθηκε στα πρακτικά του δικαστηρίου και περιέχεται στις προτάσεις της, η ενάγουσα παραιτήθηκε νομότυπα του δικογράφου της αγωγής αναφορικά με την γ΄ εναγομένη αλλοδαπή εταιρία (άρθρα 295,297 ΚΠολΔ), ενώ περιόρισε την αγωγή της ως προς το κονδύλιο της θετικής ζημίας κατά το ποσό των 71.553.547 δραχμών ή 209.988,40 ευρώ, που αντιστοιχεί στην εξαγορά των αποθεμάτων ανταλλακτικών λόγω εξώδικου συμψηφισμού. Ενόψει αυτών κατ΄ επιτρεπτό περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι πρώτη, δεύτερος και τέταρτη εναγόμενοι του οφείλουν ο καθένας εις ολόκληρο : α) για θετική ζημία 342.889.566 δραχμές, που αντιστοιχούν σε 1.006.279 ευρώ, β) για διαφυγόντα κέρδη 133.965.777 δραχμές, που αντιστοιχούν σε 393.149,74 ευρώ, γ) 109.465.585 δραχμές για αποζημίωση πελατείας, που αντιστοιχούν σε 321.249 ευρώ και δ) 100.000.000 δραχμές, που αντιστοιχούν σε 293.470 ευρώ για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δικάζοντας την παραπάνω αγωγή, εξέδωσε, κατά την τακτική διαδικασία την με αριθμό 5468/2002 απόφασή του, με την οποία δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή, υποχρεώνοντας την πρώτη εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ως αποζημίωση πελατείας το ποσό των 321.248,96 ευρώ. Την απόφαση αυτή προσέβαλαν η μεν ενάγουσα με την από 15.9.2005 έφεση της, οι δε εναγόμενοι με την από 20.2.2006 έφεση τους. Συζητήσεως γενομένης επί των παραπάνω εφέσεων κατά την 1.6.2006, εκδόθηκε η 7494/2006 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία, αφού έγιναν τυπικά δεκτές οι εφέσεις και δίχως εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης, διατάχθηκαν : 1) η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο του δικαστηρίου για να εξετασθούν οι μάρτυρες των οποίων οι καταθέσεις περιλαμβάνονται στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και στις 20262/10.12.2004, 20312/10.12.2004 και 20177/9.12.2004 ένορκες βεβαιώσεις προς παροχή διευκρινίσεων και 2) αποδείξεις για να εξετασθούν στο ακροατήριο οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων νομικών προσώπων επί των θεμάτων, που ορίσθηκαν με την ως άνω απόφαση.
«3ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------


Ήδη, η υπόθεση εισάγεται νόμιμα για συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου με την από 18.6.2006 κλήση της εκκαλούσας.
Η σύμβαση αποκλειστικής διανομής είναι διαρκής ενοχική σύμβαση, κατά τη διάρκεια της οποία ο ένας συμβαλλόμενος (παραγωγός ή χονδρέμπορος) υποχρεούται να πωλεί αποκλειστικά για ορισμένη περιοχή στον άλλο (διανομέα) εμπορεύματα, τα οποία στη συνέχεια ο τελευταίος μεταπωλεί (διανέμει) σε τρίτους στο δικό του όνομα, και για δικό του λογαριασμό. (βλ. Θ. Λιακόπουλου Γενικό ΕμπορΔ. Εκδ. γ΄1988 σ. 192, Λ. Κοτσίρη Δίκαιο Ανταγωνισμού εκδ. Β΄ 1986 σ. 264, Μιχ. Θεοδ. Μαρίνου ΕλΔ 32, 1491 επ., ΕΑ 3099/1999 ΕλΔ 32,146. Από την προαναφερόμενη σύμβαση διακρίνεται η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, η οποία ρυθμίζεται από το ΠΔ 219/1991, και με την οποία ο παραγωγός ή χονδρέμπορος αναθέτει στον εμπορικό αντιπρόσωπο έναντι αμοιβής (προμήθειας) την, για ορισμένη συνήθως περιοχή, μέριμνα των υποθέσεών του, η οποία κατευθύνεται είτε στη διαπραγμάτευση είτε στη σύναψη συμβάσεων πωλήσεως ή αγοράς εμπορευμάτων στο όνομα και για λογαριασμό του αντιπροσωπευομένου (άρθρα 1, 4,5,6 και 7 ΠΔ 219/1991) .Έτσι, σε αντίθεση με τον (αποκλειστικό) εμπορικό αντιπρόσωπο που εκτελεί βοηθητική λειτουργία διαμεσολαβήσεως, ο αποκλειστικός διανομέας συναλλάσσεται με τους τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του, αναλαμβάνοντας πλήρως τον επιχειρηματικό κίνδυνο (βλ. Θ. Λιακόπουλου, ο.π. σελ. 1493, ΑΠ 1187/2000 ΕλΔ 42, 1350 ΕΑ 3099/1999 ο.π., ΕφΑθ 269/2003, ΔΕΕ 2003 552, ΕφΑθ 986/2005 ΔΕΕ 2005/701, ΕφΑθ 7494/2006).
Οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991, που εκδόθηκε σε εναρμόνιση προς την υπ΄αριθμ. 86/653 Οδηγία ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ορίζουν, κατά το ενδιαφέρον την παρούσα υπόθεση μέρος, τα ακόλουθα : «΄Αρθρο 9. 1.α) Ο εμπορικός αντιπρόσωπος δικαιούται μετά τη λύση της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας αποζημίωση εάν και εφόσον κατά τη διάρκεια αυτής έφερε νέους πελάτες ή προήγαγε σημαντικά τις υποθέσεις με τους υπάρχοντες πελάτες και ο εντολέας διατηρεί ουσιαστικά οφέλη που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς και η καταβολή της αποζημίωσης είναι δίκαιη, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων και ιδιαίτερα των προμηθειών που χάνει ο εμπορικός αντιπρόσωπος και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. β) Το ποσό της αποζημίωσης αυτής δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ισοδύναμο με το μέσο ετήσιο όρο των αμοιβών που εισέπραξε ο εμπορικός αντιπρόσωπος κατά τα πέντε τελευταία έτη... γ) Η χορήγηση αυτής της αποζημίωσης δεν στερεί από τον εμπορικό αντιπρόσωπο την αξίωση για την ανόρθωση της περαιτέρω ζημίας την οποία υπέστη όπως ορίζεται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.... 3. Η αποζημίωση ή η αποκατάσταση της ζημίας σύμφωνα με τις παρ. 1 και 2 του παρόντος δεν οφείλεται : α) Όταν ο εντολέας καταγγείλει τη σύμβαση λόγω υπαιτιότητας εμπορικού αντιπροσώπου, η οποία θα δικαιολογούσε καταγγελία της σύμβασης κατά πάντα χρόνο...δηλαδή, όταν συντρέχει η περίπτωση της παρ. 8 του άρθρου 8 του ιδίου προεδρικού διατάγματος (όπως αυτή τροποποιήθηκε με το αρθρ. 6 παρ. 2 του ΠΔ 312/1995), κατά την οποία «Η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταγγελθεί κατά πάντα χρόνο και χωρίς την τήρηση των προθεσμιών της παρ. 4 σε περίπτωση κατά την οποία ένα εκ των μερών παραλείψει την εκτέλεση του συνόλου ή μέρος των συμβατικών του υποχρεώσεων, καθώς και σε περίπτωση έκτακτων περιστάσεων» (βλ. ΕφΑθ 5808/2002 ΔΕΕ 2003 1088).
Η οδηγία 86/653 /ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986, για το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες), έχει την έννοια ότι τα πρόσωπα που ενεργούν για λογαριασμό ενός αντιπροσωπευομένου, αλλά ιδίω ονόματι, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής (βλ. Υπόθεση C-85/03 Μαυρώνα και Σία ΟΕ και κατά Δέλτα Εταιρεία Συμμετοχών Α.Ε., που εκδόθηκε μετά από προδικαστικό ερώτημα της 3710/2001 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (που δημοσιεύθηκε σε ΕΕμπΔ 2003 593), βλ. ΧρΙδ 2004 σ.636). Ειδικότερα , σύμφωνα με την παραπάνω απόφαση, α) Η εφαρμογή της Οδηγίας 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18.12.1986 και επομένως και το εθνικό νομοθέτημα που την ενσωμάτωσε στην ελληνική έννομη τάξη ( ΠΔ 219/91, όπως ισχύει σήμερα) αποσκοπεί στην προστασία μόνο των εμπορικών αντιπροσώπων που περιγράφονται στο άρθρο 1(2) της ως άνω Οδηγίας και του ΠΔ. Η αναλογική εφαρμογή δεν ερείδεται στο κοινοτικό δίκαιο, αφού ο κοινοτικός νομοθέτης δεν προέβη σε εναρμόνιση της νομοθεσίας κρατών μελών που διέπει την δραστηριότητα άλλων επαγγελματιών, παρ΄εκτός των σαφώς προσδιοριζομένων στην παραπάνω διάταξη, β) Στο μέτρο που δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη του κοινοτικού δικαίου, ο εθνικός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να θεσπίσει διατάξεις παρεμφερείς ή ανάλογες της εν λόγω Οδηγίας, προκειμένου να ρυθμίσει τις δραστηριότητες και άλλων (παρεμφερών) τύπων επαγγελματιών. Ειδικότερα, για τις συμβάσεις διανομής πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα : Ενόψει του ότι το ΔΕΚ δέχθηκε ότι η ως άνω Οδηγία δεν εφαρμόζεται «στα πρόσωπα τα οποία, μολονότι ενεργούν για λογαριασμό τρίτου, ενεργούν παρόλαυτά ιδίω ονόματι» (βλ. σκέψη 16) και ότι «η δραστηριότητα προσώπων που ενεργούν για λογαριασμό τρίτου, αλλά ιδίω ονόματι είναι διαφορετική από τη δραστηριότητα των εμπορικών αντιπροσώπωνκαι τα συμφέροντα και η ανάγκη προστασίας των δύο επαγγελμάτων δεν είναι η ίδια» ( βλ. σκέψη 17), κατά μείζονα λόγο το ίδιο ισχύει και για τους διανομείς, οι οποίοι ενεργούν αποκλειστικά για λογαριασμό δικό τους και αποκλειστικά ιδίω ονόματι και με δικό τους κίνδυνο και κέρδος. Επομένως, αφού η ανάγκη προστασίας του παραγγελιοδόχου δεν είναι ίδια με αυτή του εμπορικού αντιπροσώπου, έτσι και η ανάγκη προστασίας του διανομέα δεν είναι ίδια με του εμπορικού αντιπροσώπου, καθώς ο διανομέας διαφέρει ουσιωδώς από τον εμπορικό αντιπρόσωπο (και μάλιστα ακόμα περισσότερο απ΄ ότι ο παραγγελιοδόχος από τον εμπορικό αντιπρόσωπο). Η διαφορά, εν όψει και των εκτεθέντων παραπάνω, έγκειται στο ότι ο διανομέας έχει μεγαλύτερη ανεξαρτησία από τον εμπορικό αντιπρόσωπο καθώς διενεργεί αγορά προς μεταπώληση με βάση γενική σύμβαση πλαίσιο, καθορίζει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό αυτός τις τιμές μεταπώλησης, εισπράττει την εκάστοτε διαφορά του τιμήματος (κέρδος ) και όχι προμήθεια, γεγονός που του προσδίδει ευελιξία έναντι του εμπορικού αντιπροσώπου, αφού η προμήθεια του τελευταίου είναι σταθερά συνομολογημένη. Επιπλέον, ο επιχειρηματικός κίνδυνος που συνεπέγεται η δραστηριότητα του διανομέα 
«4ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------

αποτελεί την ειδοποιό διαφορά μεταξύ της σύμβασης διανομής και της σύμβασης εμπορικής αντιπροσωπείας. Μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης του ΔΕΚ, οποιαδήποτε αναλογική εφαρμογή της Οδηγίας και του ΠΔ 219/91 σε οποιεσδήποτε διαρκείς διαμεσολαβητικές συμβάσεις υπηρεσιών αντίκειται στην ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. (βλ. σκέψεις 15 έως 18 και 21 της ως άνω αποφάσεως του ΔΕΚ, ο.π., με παρατηρήσεις Β. Χατζηιωάννου, ΕφΑθ 986/2005, ΔΕΕ 2005 701, βλ. επίσης και την Υπόθεση C- 449/01 του ΔΕΚ Abbey Life Assurance Co Ltd κατά KoK Theam Yeap, Εφημερίδα ΕΕ, C146/21.6.2003, όπου επίσης το ΔΕΚ δέχεται ότι η Οδηγία 86/653/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 1986, σχετικά με το συντονισμό των δικαίων των κρατών μελών όσον αφορά τους εμπορικούς αντιπροσώπους (ανεξάρτητους επαγγελματίες) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι ανεξάρτητοι μεσάζοντες με καθήκοντα την πρόταση συνομολογήσεως συμβάσεων ασφαλίσεως, προσόδων ή αποταμιεύσεως δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της (Directive 86/653 must be interpreted as meaning that self-employed agents appointed for the purpose of soliciting applications for policies for life assurances, annuities or savings do not fall within its scope”).

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων του αρθρ. 8 παρ. 1 εδ, α΄του ως άνω ΠΔ 219/1991, με την οποία ορίζεται ότι για την εφαρμογή αυτού, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας πρέπει να συνομολογηθεί εγγράφως, και του β΄ εδ. της ίδιας διάταξης, που προστέθηκε με το αρ. 6 παρ. 1 του ΠΔ 312/1995 και με την οποία ορίζεται ότι κάθε συμβαλλόμενο μέρος έχει το δικαίωμα να λάβει από το άλλο, αφού το ζητήσει, ενυπόγραφο έγγραφο, που θα αναφέρει το περιεχόμενο της συμβάσεως , καθώς και τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της, και ότι δεν επιτρέπεται παραίτηση από αυτό το δικαίωμα συνάγεται ότι, η σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας μπορεί να καταρτισθεί και ατύπως, αφού το «ενυπόγραφο έγγραφο» που αναφέρει η δεύτερη και νέοτερη των ανωτέρω διατάξεων , δεν συνιστά κατά την ορθότερη άποψη, συστατικό τύπο, αλλά προβλέπεται για λόγους αποδεικτικής διευκόλυνσης των μερών, αναφορικά με το περιεχόμενο της σύμβασης , η οποία έχει ήδη έγκυρα καταρτισθεί έστω και ατύπως (ΕφΑθ 7494/2006, ΕφΑθ 5950/2004, ΕλΔ 46 1502, ΕφΑθ 4726/2003 Ελ Δ 45 1454, ΕφΘες 2631/2005, ΕΠΙΣΚΕΜΠΔ 2006/180, ΕφΘες 2655/2004 Αρμ. 2004 1683, ΕφΘες 1401/2003 Αρμ. 2004 1005, ΕφΘ 1316/2002 αδημ., ΕφΠειρ 1246/2000 αδημ., ΕφΠατρ 310/2002 ΕΕμπΔ 2003, 597 , Λιακόπουλος, Γεν. Εμπορ.Δικ. εκδ. Γ σελ. 187,. Ε.Περάκη Γεν. Εμπ. Δικ εκδ.1999, σελ. 397 επ.,Ν. Τέλλης, Αρμ. 55, 305 επ., Ψυχομάνης . Αρμ. 2003 1382 απ, βλ. όμως και αντίθετη άποψη Εφ4594/2005 ΔΕΕ 2005 988, ΕφΑθ 1714/2005 ΔΕΕ2005 838).

Περαιτέρω, στη σύμβαση εμπορικής διανομής εμπορευμάτων, με την οποία το ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνει έναντι του άλλου την υποχρέωση να διαθέτει στην αγορά ή στο κοινό , στο όνομά του και για δικό του λογαριασμό, εμπορεύματα έναντι αμοβής, εφαρμόζονται οι περί παραγγελίας διατάξεις του Ε.Ν. (άρθρα 90 και επ.) και συμπληρωματικά οι διατάξεις περί εντολής (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και αντιπροσωπείας ( άρθρα 210 επ. ΑΚ ). Δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991, όπως εκτέθηκε αναλυτικά παραπάνω (ΕφΑθ 986/2005 οπ). Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι δεν αποκλείεται μολονότι οι συμβαλλόμενοι προσέδωσαν σε μία σύμβαση την ονομασία «διανομή», να πρόκειται εν τοις πράγμασι για σύμβαση αντιπροσωπείας, όταν αυτή («διανομή») έχει ως περιεχόμενο αυτό της εμπορικής αντιπροσωπείας, προς την οποία και ταυτίζεται κατά τα ουσιωδη μέρη, οπότε στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΠΔ 219/1991.
Η καταγγελία είναι μονομερής δήλωση βουλήσεως με την οποία καθορίζεται η λήξη ενοχής, που αφορά διαρκή παροχή από σύμβαση ορισμένης ή αόριστης διάρκειας. Η δήλωση αυτή γνωστοποιείται στον καθ΄ου απευθύνεται και ενεργεί από τότε που θα περιέλεθει σε αυτόν με το περιεχόμενο αυτό η καταγγελία, αποτελεί διαπλαστική δικαιοπραξία, που διαμορφώνει νέα νομική κατάσταση και επιφέρει τη λύσης της ενοχής για το μέλλον. Η καταγγελία αποτελεί αναιτιώδη δικαιοπραξία και ο καταγγέλων δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την καταγγελία, ούτε να μνημονεύσει σε αυτήν την αιτία (βλ. ΑΠ 142/2000, Ελ Δ 41 1015, ΕΕΝ 2001 550, ΑΠ 979/1999, ΕΛ Δ 41 79, ΕΕΝ 2000 761).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 724 και 725 ΑΚ, ο εντολέας έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση, εάν ρητά έχει συνομολογηθεί ότι συνιστά σπουδαίο λόγο καταγγελίας της συμβάσεως η αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εντολοδόχου. Στην περίπτωση αδικαιολόγητης, άκαιρης ή κατά κατάχρηση δικαιώματος ανάκλησης της εντολής, που ισοδυναμεί με καταγγελία της συμβάσεως, δικαιούται να αξιώσει την θετική και αποθετική ζημία την οποία υπέστη, δηλαδή την καταβολή πλήρους διαφέροντος την οποία και οφείλει να αποδείξει (βλ. ΑΠ 849/2002, ΕΦ ΑΘ 2419/2000, ΔΕΕ 2000 642).
Εξάλλου, εφόσον ο εντολέας προβεί στην καταγγελία χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου και η εντολή αφορά και το συμφέρον του εντολοδόχου, όπως στην περίπτωση της εμπορικής αντιπροσωπείας, τότε ο εντολοδόχος δικαιούται αποζημιώσεως για την θετική και αποθετική ζημία κατ΄ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 725 παρ. 2 ΑΚ, πλέον των δαπανών που έκανε για την κανονική εκτέλεση της εντολής, κατ΄άρθρο 722 ΑΚ(βλ. σχετ. ΑΠ 390/2004, ΝοΒ 2005 664, ΔΕΕ 2005 65, ΑΠ 812/1991 ΕΕμπΔ 1992).
Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 ΑΚ ο υπόχρεος σε αποζημίωση οφείλει να την παράσχει σε χρήμα, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει τόσο την μείωση της περιουσίας του δανειστή (θετική ζημία), όσο και το διαφυγόν κέρδος, δηλαδή εκείνο που προσδοκά κανείς με πιθανότητα, σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις και ιδίως τα προπαρασκευαστικά μέτρα που έχουν ληφθεί. Εξάλλου, από τις ίδιες διατάξεις του Αστικού Κώδικα προκύπτει ότι δεν αποκαθίσταται όλη η ζημία που προβάλλει ο ζημιωθείς, αλλά μόνο αυτή που βρίσκεται σε σχέση αιτίου και αιτιατού προς την υπαίτια παράβαση της σύμβασης, δηλαδή κατά την επικρατούσα στην ελληνική νομολογία και επιστήμη θεωρία της αιτιώδους συνάφειας, αποκαθίσταται εκείνη η ζημία, η οποία, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, η υπαίτια παράβαση κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ήταν μόνη της ικανή και μπορεί κατ΄ αντικειμενική εκτίμηση να επιφέρει (βλ. ΑΠ 719/1988 ΕΛΔ 1989, 764, ΑΠ 601/1986 ΝοΒ 1987, 534, ΕφΘες 448/1989 ΕλΔ 1989,1011). Από τη διάταξη 
«5ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------

του άρθρου 298 ΑΚ προκύπτει ότι ο νομοθέτης ( πλην εξαιρέσεων , όπως λ.γ. άρθρο 345 εδ. α ΑΚ ή Ν 2112/1920) επιλέγει τον κανόνα του συγκεκριμένου υπολογισμού της ζημίας, ήτοι εκείνης της ζημίας που επέρχεται στο ζημιωθέντα, ενόψει των συγκεκριμένων συνθηκών του (ΕφΑθ 5197/1983 ΝοΒ 1984, 1988, Σταθόπουλος Γεν.Ενοχ.Δικ., εκδ.3η, 1998, σελ. 174). Αποκαθίσταται δε, κατά την κρατούσα στην επιστήμη και τη νομιλογία «θεωρία της διαφοράς», η ζημία που προκύπτει από τη σύγκριση μεταξύ της ενεστώσας και της πριν από το ζημιογόνο γεγονός περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος και όχι μόνο επί του συγκεκριμένου αγαθού, αλλά και επί των άλλων στοιχείων της περιουσίας του ή στα μη περιουσιακά αγαθά του και τίποτε πέραν τούτου, διότι άλλως ο ζημιωθείς θα γινόταν, μέσω της αποκατάστασης της ζημίας του αδικαιολογήτως πλουσιότερος σε βάρος της περιουσίας του ζημιώσαντος ( ΑΚ 904, σχετ. ΑΠ Ολ 807/1973 ΝοΒ 1974, 321, ΑΠ 1286/1976 ΝοΒ 1977, 906, ΑΠ 89/1978 ΕΕΝ 45, 463, Σταθόπουλος , ο.π., σελ 164, BGH 27.183, 75.371, 99.196, NJW 94.2357, Lange, Schadensers .,εκδ. 1990, Palandt, 56η έκδ. 1997, πριν από παρ. 249 αρ. 8, 9). Έτσι, σε περίπτωση που η ζημία του δανειστή προήλθε από περιορισμό της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, λόγω υπαίτιας συμπεριφοράς του οφειλέτη, που είχε ως αποτέλεσμα την πρόωρη λύση ή την παρεμπόδιση της περαιτέρω λειτουργίας μιας διαρκούς σύμβασης, αποκάθίσταται πλήρως η ζημία του, δια της παροχής αποζημίωσης που να καλύπτει, ό,τι αυτός θα είχε, αν δεν μεσολαβούσε η υπαίτια ζημιογόνα συμπεριφορά του οφειλέτη και η σύμβαση εξακολουθούσε να λειτουργεί καθόλο το συμφωνημένο χρόνο και τίποτε πλέον τούτου (βλ. Εφ Αθ 5808/2002 , ΔΕΕ 2003 1088, ΕΦ Αθ 986/2005, οπ). Θα πρέπει επίσης να σημειωθούν τα ακόλουθα σε σχέση με την δικαιούμενη αποζημίωση του αντιπροσώπου ή του διανομέα που απορρέει από το άρθρο 298 ΑΚ . Ως θετική ζημία, κατά την έννοια του άρθρου 298 ΑΚ, που εμπεριέχεται στις αξιώσεις αποζημιώσεως του αντιπροσώπου ή του διανομέα επί ακαίρου καταγγελίας της συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ή διανομής ορισμένης διάρκειας, νοούνται ιδίως δαπάνες στις οποίες προέβη για την κανονική εκτέλεση της εντολής ( ΑΚ 722) και οι οποίες, λόγω της καταγγελίας, είναι άχρηστες για τον ίδιο, όπως είναι λ.χ. οι δαπάνες για την αγορά αποθέματος ανταλλακτικών από τον παραγωγό, τα οποία πλέον του είναι άχρηστα ή το κόστος εναποθηκεύσεως αυτών ή οι δαπάνες στις οποίες θα προβεί συνεπεία της καταγγελίας, όπως λ.χ. δαπάνες για την καταβολή αποζημιώσεων στο προσωπικό που θα απολύσει , όχι όμως και οι δαπάνες στις οποίες προέβη ο εμπορικός αντιπρόσωπος/διανομέας για την κανονική εκπλήρωση της συμβάσεως όταν αυτή είναι ενεργός και οι οποίες αφορούν χρονικό διάστημα που λειτούργησε η σύμβαση, όπως είναι το κόστος δημιουργίας της επιχείρησης αυτού και το κόστος λειτουργίας αυτής κατά το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα, οι οποίες άλλωστε δεν τελούν σε αιτιοώδη συνάφεια με την καταγγελία. Οι δαπάνες αυτές βαρύνουν τον αντιπρόσωπο/διανομέα λόγω της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της δραστηριότητάς του, την οποία ο ίδιος αναπτύσσει δια της ιδίας επιχειρηματικής οργανώσεως, φέροντας τους κινδύνους και τις δαπάνες αυτής ( βλ. Εφ Αθ 3099/1999, ΕΛ Δ 2000 150, ΕΠΙΣΚ.ΕΜΠ.Δ/2000 240, Α. Ανδρουτσόπουλου «Η σύμβασις εμπορικής αντιπροσωπείας, σελ. 17-20).
Εξάλλου, η υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη , με την οποία παραβιάζεται κάποια σύμβαση μπορεί εκτός από την αξίωση που απορρέει από τη σύμβαση, να στηρίξει και αξίωση από αδικοπραξία, αν η πράξη διαπραττόμενη και χωρίς τη συμβατική σχέση θα ήταν παράνομη, ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το άρθρο 914 ΑΚ γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαίτια τον άλλο ( βλ. ΟλΑΠ 967/1973, ΝοΒ 22 505, ΑΠ 1120/2005 ΧΡΙΔ 6 145, ΑΠ 1600/2002, ΕΛ Δ 44 768, ΑΠ 1615/1999 ΕΛ Δ 41 344, ΑΠ 555/1999 Ελ Δ 41 89, ΑΠ 1268/1994 Ελ Δ 37 1361). Παράνομη συμπεριφορά, που κατά το άρθρο 914 ΑΚ δημιουργεί υποχρέωση του υπαιτίου σε αποζημίωση , συνιστά προεχόντως κάθε ενέργεια αντικείμενη σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου όπως είναι και ο περιεχόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, αφού απαγορεύει την άσκηση του δικαιώματος , όταν γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Συνεπώς υποχρέωση αποζημίωσης κατά το άρθρο 914 ΑΚ επάγεται και το υπαίτια ασκούμενο από τον συμβαλλόμενο διαρκούς σύμβαση δικαίωμα καταγγελίας αυτής, από την οποία προκλήθηκε ζημία του αντισυμβαλλόμενου, αν η άσκηση του διαπλαστικού αυτού δικαιώματος υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν και τα χρηστά ήθη. Η ίδια υποχρέωση αποζημίωσης γεννιέται κατά το άρθρο 919 ΑΚ, αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού αντίκειται στα χρηστά ήθη και ο υπόχρεος ενήργησε από πρόθεση ( ΟλΑΠ 12/2004 ΧρΙΔ 4 788, ΑΠ 717/1985 ΝοΒ 34, 506, ΑΠ 339/2003 ΧΡΙδ 2003 612, Εφ Αθ 3456/2006 Αδημ.) Ενόψει των παραπάνω, και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361, 914, 919 και 932 ΑΚ, εφόσον η καταγγελία μιας σύμβασης μπορεί να αποτελεί συγχρόνως και αδικοπραξία, τότε παρέχεται στο συμβαλλόμενο νομικό πρόσωπο το δικαίωμα να αξιώσει την καταβολή χρηματικής ικανοποίησης για την αποκατάσταση της ηθικής του βλάβης, αν από τις συγκεκριμένες συνθήκες της καταγγελίας, και ιδία του τρόπου δήλωσης αυτής και του περιεχομένου της, σε συνάρτηση με τον εμπεριεχόμενο σ΄ αυτή σκοπό του καταγγέλοντος, το νομικό πρόσωπο υπέστη παράνομη προσβολή στο όνομα, την πίστη, τη φήμη, το επάγγελμα, το μέλλον κ.λ.π. ( πρβλ. ΑΠ Ολ 967/1973 οπ, ΑΠ. 1505/1998 ΔΕΕ 1999.94, Σ. Πατεράκη, Η χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, β΄ έκδοση 2001, σ. 286, ΕφΑθ5808/2002, ΔΕΕ 2003, 1088, ΕφΑθ 986/2005, οπ).
Το δικαστήριο κατά την επιδίκαση της χρηματικής ικανοποιήσεως δικαιούται και υποχρεούται, κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής του λειτουργίας, να λαμβάνει υπόψη την Συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της «αναλογικότητας μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέτρου και του επιδιωκόμενου σκοπού» (βλ. σχετ .ΑΠ ΠΟλ. 899 & 1043/2001). Η αρχή της αναλογικότητας, υιοθετούμενη παγίως από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διέπει το σύνολο της εννόμου τάξεως, γίνεται δε πλέον αναφορά περί αυτής και στο άρθρο 25 παρ. 1 εδ. 2 του Συντάγματος ( όπως ισχύει από 18.4.2001, μετά την αναθεώρηση από τη Ζ΄ Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων), κατά το οποίο, οι κάθε είδους περιορισμοί, που μπορούν να επιβληθούν στα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, με την έννοια της αδυναμίας του κοινού νομοθέτη, να θεσπίζει κυρώσεις, που καθίστανται στη συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρμετρες και δυσανάλογες, εν αναφορά προς το 
«6ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------


μέγεθος της προσβολής και του συγκεκριμένου εννόμου αγαθού, του οποίου επιδιώκεται η προστασία ( πρβλ σχετ.-Πολ. ΟλΑΠ 10/2003, Ποιν. ΟλΑΠ 14 & 15/2001, Α.Π. 1462/2005, οπ).
Εξάλλου, από την ερμηνεία των διατάξεων των άρθρων 67,68,70 και 71 του Α.Κ. προκύπτει ότι ο εκπρόσωπος νομικού προσώπου ευθύνεται εις ολόκληρο, μαζί με το νομικό πρόσωπο που εκπροσωπεί, στις περιπτώσεις που δημιουργείται υποχρέωση αποζημιώσεως από αδικοπράξία, από πράξεις ή παραλείψεις του, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που του έχουν ανατεθεί, ενώ οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ως εκπρόσωπος του νομικού προσώπου, μέσα στα όρια και πλαίσια της διαχειριστικής εξουσίας του, υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο το οποίο εκπροσωπεί (βλ. Μπαλή, Γεν. Αρχές, παρ. 19, σελ. 66, Γεωργιάδη-Σταθόπουλο Ερμ.Α.Κ. τόμος πρώτος σελ. 135 επ.).
Ο Κανονισμός με αριθμό 1475/1995 της Επιτροπής της 28ης Ιουνίου 1995 ορίζει ότι το άρθρο 81 (πρώην 85 ΣυνΕΚ) κηρύσσεται υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στον παραπάνω Κανονισμό, ανεφάρμοστο στις συμφωνίες, στις οποίες συμμετέχουν δύο μόνο επιχειρήσεις και στις οποίες ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει έναντι του άλλου την υποχρέωση να προμηθεύει μέσα σε συγκεκριμένο τμήμα της κοινής αγοράς μόνον ή μόνο σ΄ αυτόν και ορισμένο αριθμό επιχειρήσεων του δικτύου διανομής(βλ. άρθρο 1 του Κανονισμού). Ο ως άνω Κανονισμός αποσκοπεί όχι μόνο στην προστασία του ανταγωνισμού, ως θεσμού, αλλά και στην προστασία των συμμετεχόντων στη διαδικασία διανομής αυτοκινήτων, παροχή μεγαλύτερης ελευθερίας και συναλλακτικής αυτονομίας στους διανομείς σε σχέση με αυτήν που διέθεταν προηγουμένως έναντι των παραγωγών και των εισαγωγέων αυτοκινήτων. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 2 περ. 2 του παραπάνω Κανονισμού (1475/1995) ορίζεται ορισμένη προθεσμία για την άσκηση καταγγελίας των συμβάσεων διανομής αορίστου χρόνου, που ορίζεται σε δύο τουλάχιστον έτη και υπό ορισμένες προϋποθέσεις ένα έτος. Τέλος, η εντός του δικτύου της αντιπροσωπευόμενης διαφορετική προθεσμία προμήνυσης για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας συνιστά διακριτική μεταχείρισης, όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να εκπληρώνουν τα αυτά κριτήρια ως προς την εισδοχή στο σύστημα διανομής, στους όρους λειτουργίας του, εξοπλισμό, τοποθέτηση προϊόντων. Τα ίδια κριτήρια ισχύουν και για την παραμονή και έξοδό τους από το σύστημα διανομής. Έτσι αντιβαίνει στην αρχή απαγόρευση διακρίσεων που διέπει κάθε σύστημα επιλεκτικής διανομής η εφαρμογή διαφορετικού χρόνου καταγγελίας για τον ίδιο λόγο. Αυτό ισχύει και όταν ο προμηθευτής αναδιαρθρώνει το δίκτυό του. Συνεπώς, η καταγγελία, που γίνεται κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης είναι άκυρη τόσο στο πλαίσιο των Κανονισμών 1475/1995 και 1400/2002 όσο και κατά το άρθρο 81 παρ. 1 ΕΚ και το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 703/1977. Στην προκειμένη περίπτωση, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων ενώπιον τόσο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και αυτές που περιλαμβάνονται στις 20263/2002, 20256/2002, 20257/2002, 20258/2002, 21335/2003 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκαν νομότυπα, όπως αυτές ( καταθέσεις ) διευκρινίσθηκαν ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, την ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας «ΑΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ ΑΕΒΕ – ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ» την ανωμοτί εξέταση του νομίμου εκπροσώπου της εναγομένης «ΑΟΥΤΟΝΤΗΛ ΕΛΛΑΣ Π & Ρ ΔΑΒΑΡΗ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ & ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» καθώς και από τα νόμιμα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τους διαδίκους έγγραφα, που λήφθηκαν όλα υπόψη, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : η πρώτη εναγομένη είναι αποκλειστική αντιπρόσωπος και διανομέας οχημάτων Κορεατικής προέλευσης τύπου KIA της εδρεύουσας στη Ν. Κορέας εταιρείας με την επωνυμία «KIA MOTORS CORPORATION». Με την άτυπη σύμβαση, που καταρτίστηκε περί τα μέσα του έτους 1999 μεταξύ αυτής, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τους Παναγιώτη και Σταυρούλα Δάβαρη, πρόεδρο και διευθύνουσα αυτής σύμβουλο, αντίστοιχα και της ενάγουσας , νόμιμα εκπροσωπούμενης από τον Αριστείδη Στεφανίδη, η τελευταία ανέλαβε την για αόριστο χρονικό διάστημα κυρίως μεν την αποκλειστική εμπορική αντιπροσώπευση των προϊόντων της πρώτης εναγομένης, δυνάμει της οποίας ανέλαβε να μεριμνά για τις υποθέσεις της πρώτης εναγομένης, να διαπραγματεύεται και να συνάπτει συμβάσεις πωλήσεως των προϊόντων στο όνομα και για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης έναντι προμηθείας, και κατά δεύτερο λόγο να ενεργεί ως αποκλειστικός διανομέας, ήτοι να προβαίνει σε προαγορές των προϊόντων της α΄ εναγομένης και ( οχημάτων και ανταλλακτικών προς εξυπηρέτηση των αντιπροσωπευομένων αυτοκινήτων KIA) ιδίω ονόματι και για λογαριασμό της, με έκπτωση επί της τιμής αγοράς, στην έκταση που η πρώτη εναγομένη την υποχρέωνε με ειδικές εντολές δια εγκυκλίων προς τούτο, αποκομίζοντας το εμπορικό της κέρδος , συνιστάμενο στη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τελικής τιμής μεταπώλησης. Η ως άνω σύμβαση φέρει το χαρακτήρα μικτής σύμβασης με κύριο χαρακτήρα εκείνο της εμπορικής αντιπροσωπείας, επί της οποίας έχει εφαρμογή το ΠΔ 219/1991, κατά τα εκτεθέντα αναλυτικά στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτούνταν έγγραφο και συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός των εναγομένων ότι για την εγκυρότητα της συμβάσεως απαιτούνταν έγγραφο είναι μη νόμιμος. Ενόψει της παραπάνω συμβάσεως, η ενάγουσα προέβη στη μίσθωση ακινήτου στην περιοχή Μεταμορφώσεως, μετά της σε αυτό υπάρχουσας στο στάδιο της αποπερατώσεως οικοδομής, το οποίο, με σημαντική δαπάνη της διαμόρφωσε σε χώρο εκθέσεως αυτοκινήτων, αποθήκη πωλήσεως ανταλλακτικών και δημιούργησε συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων. Οι παραπάνω επενδύσεις είχαν σημαντικό επενδυτικό κίνδυνο για την ενάγουσα και κατά συνέπεια η παραπάνω σύμβαση συνιστά μη γνήσια σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας, υπαγόμενη στον έλεγχο του άρθρου 81 παρ. 1 ΕΚ και του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 703/1977. Στα πλαίσια της λειτουργίας της εν λόγω σύμβασης η πρώτη εναγόμενη επέβαλε στην ενάγουσα μονομερώς μέσω εγκυκλίων και προτροπών, στόχους πωλήσεων, τυχόν δε αποκλίσεις που θα προέκυπταν, θα δημιουργούσαν στην ενάγουσα την υποχρέωση να προβαίνει στην αγορά των αυτοκινήτων που θα απέκλιναν από τους στόχους, πληρώνοντάς τα σε 30-60 ημέρες, ενώ καθόριζε τις τιμές πωλήσεως τόσον των αυτοκινήτων όσο και των ανταλλακτικών και των αξεσουάρ. Τα δίκτυα διανομής της α΄ εναγομένης είχαν διαμορφωθεί έτσι ώστε να υπάγονται στην εμβέλεια του Κανονισμού 1475.1995, η ισχύς του οποίου έληξε την 30.9.2003 και έχει ήδη αντικατασταθεί από το διάδοχο Κανονισμό 1400/2002. Η ενάγουσα ανταποκρίθηκε πλήρως στις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από την 
«7ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------


εμπορική αντιπροσωπεία και η ως άνω σύμβαση λειτούργησε ομαλά μέχρι τα τέλη περίπου Ιουλίου 2002, οπότε η πρώτη εναγομένη με εξώδικη έγγραφη δήλωσή της που επιδόθηκε στην ενάγουσα κατά την 25 Ιουλίου 2002 κατήγγειλε τη σύμβαση αυτή, μετά παρέλευση τριών μηνών, δηλαδή από 26 Οκτωβρίου 2002, χωρίς να επικαλείται την ύπαρξη οιουδήποτε σπουδαίου λόγου. Η ως άνω εξώδικη δήλωση – καταγγελία με την οποία η πρώτη εναγομένη κατήγγειλε την μεταξύ τους εμπορική συνεργασία, χωρίς να επικαλείται την ύπαρξη οποιουδήποτε (σπουδαίου) λόγου είναι άκυρη, δεδομένου ότι αν η καταγγελία αυτή ήθελε θεωρηθεί ως τακτική, προσκρούει στο άρθρο 5 παραγρ. 2 του Κανονισμού 1475/1995 (βλ. επίσης και άρθρο 3 παραγρ. 5β του Κανονισμού 1400/2002), που απαιτεί προθεσμία προειδοποίησης τουλάχιστον 2 ετών, η οποία μπορεί να μειωθεί υπό προϋποθέσεις σε ένα έτος, αν δε ήθελε θεωρηθεί ως έκτακτη, είναι άκυρη, ενόψει του ότι δεν επικαλείται καν, ότι προβαίνει σε έκτακτη καταγγελία για συγκεκριμένο σπουδαίο λόγο ούτε μπορεί δε να θεωρηθεί ως νόμιμος λόγος καταγγελίας, ο το πρώτον κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων επικληθείς λόγος της μη επίτευξης του μονομερώς τεθέντος ποσοτικού στόχου. Ο χρόνος καταγγελίας τον οποίο θέτει ο κοινοτικός νομοθέτης έχει σκοπό να προστατεύσει το διανομέα, να αυξήσει το περιθώριο της επιχειρηματικής ελευθερίας του, να μειώσει την εξάρτηση από τον προμηθευτή και να τον βοηθήσει να αποσβέσει τις επενδύσεις στις οποίες προέβη (αιτιολογική σκέψη 19 Καν. 1475/1995). Επίσης και οι δυο κανονισμοί προβλέπουν μνεία των λόγων καταγγελίας, για να αποκλείσουν δυνατότητα αυθαιρεσίας του προμηθευτή (βλ. αιτιολ. Σκέψη 9 Καν. 1400/2002, άρθρο 3 παραγρ.4 το οποίο επιτάσσει να μνημονεύονται «λεπτομερείς, αντικειμενικοί, διαφανείς λόγοι καταγγελίας). Η ανωτέρω καταγγελία επέφερε την λύση της ως άνω συμβάσεως, αφού, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα ρητώς αποδέχθηκε τα αποτελέσματα της, ήτοι την λύση της ως άνω συμβάσεως. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι ενώ για την ενάγουσα η πρώτη εναγομένη έταξε 3μηνη προθεσμία για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας, για τις λοιπές εταιρίες του δικτύου η εναγομένη έταξε προθεσμία ενός έτους. Συνεπώς, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, η εντός του δικτύου της αντιπροσωπευομένης διαφορετική προθεσμία προμήνυσης για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας συνιστά μεταχείριση, που αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρισης και συνεπώς η καταγγελία είναι άκυρη (βλ. σχετ. άρθρο 1 παρ. 1 περ. η του Κανονισμού 1400/2000). Εξάλλου, κατά το χρόνο κατάρτισης της παραπάνω συμβάσεως εμπορικής αντιπροσωπείας ήταν ήδη γνωστό στους αποκλειστικούς διανομείς αυτοκινήτων των κατασκευαστριών εταιρειών, στις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επομένως και στην πρώτη εναγομένη ότι κατά την 30.9.2002 έληγε η ισχύς του με αριθμ. 1475/1995 Κανονισμού (άρθρο 13 αυτού), ο οποίος κατ’ απόκλιση της ρυθμίσεως της παραγρ..1 του άρθρου 85 (ήδη 81) της Συνθήκης, σύμφωνα με την παραγρ. 3 αυτού, επέτρεπε τις συμβάσεις αποκλειστικής διανομής μεταξύ των κατασκευαστριών εταιρειών και διανομέων αυτοκινήτων οχημάτων και ανταλλακτικών και ότι βάσει συζητήσεων, που είχαν λάβει άλλωστε μεγάλη δημοσιότητα, το σύστημα θα αντικαθίστατο με άλλο ανταγωνιστικότερο σύστημα συμβάσεων επιλεκτικής διανομής, όπως άλλωστε έγινε τελικώς, με τον με αρ. 1400/2002 κανονισμό, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία όλων των υφιστάμενων συμβάσεων αποκλειστικής διανομής από τις προμηθεύτριες εταιρείες με άδηλη επομένως την περίπτωση καταρτίσεως ή μη νέων συμβάσεων με τους ως άνω διανομείς στα πλαίσια του νέου κανονισμού που θα καταρτιζόταν, με συνέπεια, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις συναλλακτικές συνήθειες να μην επιθυμούν περαιτέρω οι αποκλειστικοί αντιπρόσωποι και διανομείς αλλοδαπών κατασκευαστριών αυτοκινήτων οχημάτων, όπως και η πρώτη εναγομένη, να καταρτίζουν εντός του δικτύου τους συμβάσεις εμπορικής αντιπροσωπείας/ διανομής, ορισμένης διάρκειας, πέραν τουλάχιστον των ορίων ισχύος του με αριθμό 1475/1995 κανονισμού, δεσμευόμενη από αυτές. Ας σημειωθεί ότι όλες οι κατασκευάστριες εταιρίες είχαν πλέον προβεί σε καταγγελία των συμβάσεων αποκλειστικής διανομής με τους διανομείς τους, με προμήνυση ενός έτους, ενόψει του νέου Κανονισμού. Εφόσον όμως η καταρτισθείσα μεικτή σύμβαση (που κατά κύριο λόγο είχε το χαρακτήρα εμπορικής αντιπροσωπείας και κατά δεύτερο λόγο εκείνο της διανομής) ήταν αόριστης διάρκειας και αφού ήταν κατά τα ανωτέρω γνωστό ότι η ισχύς του κανονισμού 1475/1995 έληγε κατά την 30.9.2002, γεγονός που θα είχε ως άμεσο αποτέλεσμα την καταγγελία όλων των υφισταμένων συμβάσεων αποκλειστικής διανομής, η ενάγουσα δεν δικαιούται να αξιώνει την καταβολή των αιτούμενων διαφυγόντων κερδών που αφορούν το χρονικό διάστημα από την 30.1.2002 και εφεξής μέχρι τη λήξη της συμβάσεως την 1.6.2009. Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι περί του αντίθετου αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας ότι δηλαδή καταρτίστηκε σύμβαση αντιπροσωπείας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι εγγυήθηκε ο δεύτερος εναγόμενος υπέρ της ενάγουσας στις επικαλούμενες σχετικές χρηματοδοτικές συμβάσεις της ενάγουσας. Από τις συμβάσεις αυτές ουδόλως συνάγεται ότι καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων σύμβαση εμπορικής αντιπροσωπείας ορισμένου χρόνου, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ενάγουσα αλλά απλά υφίσταται εγγύηση του δεύτερου εναγομένου σε χρέος που είχε αναληφθεί από την ενάγουσα σε συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Άλλωστε και οι συμβάσεις, που συνήφθησαν άτυπα μεταξύ της πρώτης εναγομένης και των λοιπών εμπορικών αντιπροσώπων του δικτύου της πρώτης εναγομένης, ήταν αόριστης διάρκειας, όπως άλλωστε τούτο συνομολογείται σαφώς από την ενάγουσα. 
Επίσης, όσον αφορά ειδικότερα την επικαλούμενη θετική ζημία της ενάγουσας πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Όπως προεκτέθηκε, η ενάγουσα διέθεσε σημαντικά χρήματα για την κατασκευή χώρου έκθεσης, συνεργείου αυτοκινήτων και για την τήρηση αποθήκης ανταλλακτικών. Όμως οι παραπάνω εγκαταστάσεις δεν είχαν τέτοιες ιδιαιτερότητες ώστε να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν για άλλες παρεμφερείς δραστηριότητες της ενάγουσας. Τα περιουσιακά στοιχεία της ενάγουσας (κτίρια, έκθεση, εγκαταστάσεις συνεργείου, αποθήκη ανταλλακτικών) μπορούσαν εύκολα να χρησιμοποιηθούν από αυτήν σε εναλλακτικές παρεμφερείς δραστηριότητες, όπως και πράγματι χρησιμοποιήθηκαν αφού η ενάγουσα αμέσως μετά την καταγγελία της συμβάσεως συνεργάζεται με τις εταιρίες DAEWOO, CHEVROLET και SSANGYONG, αξιοποιώντας έτσι τις παραπάνω εγκαταστάσεις προς όφελος της και αποκομίζοντας κέρδη. Επομένως, δεν τίθεται θέμα θετικής ζημίας της ενάγουσας, πέραν βεβαίως του ότι οι 
«8ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------


επικαλούμενες με την ένδικη αγωγή δαπάνες της αντιπροσώπου ενάγουσας για την καλύτερη οργάνωση της επιχειρήσεως του και την εντεύθεν εκπλήρωση της παροχής της βαρύνουν την ίδια εμπορική αντιπρόσωπο λόγω της αυτονομίας και της ανεξαρτησίας της δραστηριότητας της και δεν τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με την καταγγελία. Έτσι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, η θετική ζημία που θα μπορούσε να ζητήσει η ενάγουσα ήταν εκείνη για τα αδιάθετα ανταλλακτικά αυτοκινήτων ΚΙΑ και HYUNDAI, τα οποία είχε προαγοράσει η ενάγουσα από την πρώτη εναγομένη στα πλαίσια της ως άνω συνεργασίας και τα οποία πλέον της ήταν άχρηστα μετά την διακοπή της συνεργασίας των διαδίκων πλευρών. Όμως, όπως αποδείχθηκε, η πρώτη εναγομένη προέβη στην επαναγορά του παραπάνω αποθέματος ανταλλακτικών αξίας 71.553.497 δραχμών μετά την καταγγελία και δεν υφίσταται πλέον θετική ζημία της ενάγουσας.
Ενόψει των παραπάνω εκτεθέντων, η αποζημίωση που δικαιούται η ενάγουσα είναι αυτή της αποζημιώσεως πελατείας, κατά το άρθρο 9παρ. 1β του ΠΔ219/1991. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι α) Υπήρξε εισφορά νέων πελατών από την ενάγουσα εμπορική αντιπρόσωπο κατά την διάρκεια του χρονικού διαστήματος από 1.6.1999 μέχρι 31.12.1999, β) υπήρξε διατήρηση ουσιαστικών ωφελειών από τον εντολέα – αντιπροσωπευόμενο, που προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς μετά τη λύση της σύμβασης και γ) η καταβολή της αποζημιώσεως είναι δίκαιη αν ληφθούν υπόψη όλες οι περιστάσεις καθεμιάς συγκεκριμένης περιπτώσεως και ιδιαίτερα οι προμήθειες που χάνει η ενάγουσα και οι οποίες προκύπτουν από τις υποθέσεις με τους πελάτες αυτούς. Ειδικότερα, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα: Α) Κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.1999 μέχρι 31.12.1999 η ενάγουσα πώλησε ως αντιπρόσωπος της πρώτης εναγομένης έναντι προκαθορισμένης προμήθειας 157 οχήματα ΚΙΑ, τα οποία της απέφεραν προμήθειες ύψους 19.380.000 δραχμών, που αντιστοιχούν σε 56.874,54 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 μέχρι 31.12.2000 πώλησε 366 οχήματα ΚΙΑ, τα οποία της απέφεραν προμήθειες ύψους 45.150.000 δραχμών, που αντιστοιχούν σε 132.501,83 ευρώ, κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 μέχρι 31.12.2001 πώλησε 151οχήματα, τα οποία της απέφεραν προμήθειες ύψους 23.300.000 δραχμών, που αντιστοιχούν σε 68.378,57 ευρώ και κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 μέχρι 31.8.2002 πώλησε 121 οχήματα ΚΙΑ, τα οποία της απέφεραν προμήθειες ύψους 17.566.344 δραχμών, που αντιστοιχούν σε 51.522 ευρώ.


Επομένως, η ενάγουσα δικαιούται ως αποζημίωση πελατείας για το χρονικό από 1.6.1999 έως 31.8.2002, που ζητεί με την αγωγή της, τον μέσο όρο των ακαθάριστων (μικτών) αμοιβών, που έλαβε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα των 38 μηνών συνολικής λειτουργίας της συμβάσεως, ο οποίος προκύπτει από τα παραπάνω από Α έως Δ ποσά και ανέρχεται σε 109.465.585 δραχμές (346.641.022 Χ 12/38). Το ποσό αυτό που προκύπτει ως αποζημίωση, είναι «δίκαιο» αν ληφθούν υπόψη όλες οι ειδικές περιστάσεις της υπό κρίση περιπτώσεως, όπως αυτή εκτέθηκε παραπάνω. 
Περαιτέρω, η καταγγελία αυτή : α) που αντιτίθεται στο άρθρο 5 παραγρ.2 του Κανονισμού 1475/1995, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, β) με την οποία τάχθηκε τρίμηνη προθεσμία για την επέλευση των αποτελεσμάτων καταγγελίας σε αντίθεση όμως με την καταγγελία των συμβάσεων των λοιπών αντιπροσώπων που τάχθηκε προθεσμία ενός έτους για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας με αποτέλεσμα η διαφορετική προθεσμία προμήνυσης για την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας να αντιβαίνει στην αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων γ) που έγινε με σκοπό την εξαγορά της επιχείρησης της ενάγουσας έναντι χαμηλού τιμήματος και δη αντί του συνολικού ποσού των 600.000.000 δραχμών, που δεν ανταποκρίνονταν όμως στην πραγματική αγοραία αξία της, πρόταση που δεν έγινε δεκτή από το νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας, ο οποίος ας σημειωθεί εμπιστεύθηκε τον νόμιμο εκπρόσωπο της πρώτης εναγομένης, δηλαδή τον δεύτερο εναγόμενο με τον οποίο συνδέονταν με πολύχρονη φιλία, δ) με την οποία εμφανίστηκε η ενάγουσα σε ευρύτερο κύκλο ως αναξιόπιστη στους πελάτες της, είναι καταχρηστική (βλ. άρθρα 5 παρ. 2 περ.2 του Καν. 1475/1995, 81 παρ. 1 ΣυνΘΕΚ, 1 παρ.1 και 2α Ν. 703/1977, 914, 932 ΑΚ, βλ. σχετ. Λ. Γεωργακόπουλο, καταχρηστική καταγγελία σύμβασης διανομής κατά το άρθρο 2α του Ν. 703/1977, ΔΕΕ 1998 σ.118) και προσέβαλε την εμπορική πίστη και το μέλλον της ενάγουσας. Από την υπαίτια και παράνομη αυτή συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη. Για την αποκατάσταση της βλάβης αυτής, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών τελέσεως της αδικοπραξίας, της βαρύτητας του πταίσματος των νομίμων εκπροσώπων της πρώτης εναγομένης, της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων και του γεγονότος ότι η προσβολή της εμπορικής πίστης της ενάγουσας έγινε γνωστή ευρύτερα στον Ελληνικό χώρο και υπήρξε ταλαιπωρία της ενάγουσας, η οποία αναγκάστηκε να εμπλακεί σε μακροσκελείς δικαστικούς αγώνες για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων της, απαιτείται ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 150.000 ευρώ, το οποίο είναι ανάλογο προς την ιδιαίτερα έντονη προσβολή της εμπορικής πίστης της ενάγουσας και την κοινωνική θέση και οικονομική κατάσταση των μερών. Το παραπάνω αναφερόμενο ποσό είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, η έννοια της οποίας αναλύθηκε παραπάνω, ενόψει των παραπάνω ιδιαίτερων συνθηκών. Τέλος, δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε άλλη θετική ή αποθετική ζημία που να έχει αιτιώδη συνάφεια με την παραπάνω καταχρηστική άσκηση της καταγγελίας, που κατά τα εκτεθέντα παραπάνω, αποτελεί αδικοπρακτική συμπεριφορά. 
Ενόψει των όσων εκτέθηκαν αναλυτικά παραπάνω, η ενάγουσα δικαιούται συνολικά το ποσό των 321.248,96 + 150.000 = 471.248,96 ευρώ για τις παραπάνω αναφερόμενες αιτίες.
Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε κατά ένα μέρος την ένδικη αγωγή και αναγνώρισε ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα 
«9ο φύλλο της υπ΄ αριθμό 3820/2007 απόφασης του Εφετείου Αθηνών»
-------------------------------------------------------------------------------------------------------

μόνο το ποσό των 321.248,96 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου. Συνεπώς, πρέπει η ένδικη έφεση της ενάγουσας να γίνει δεκτή ως και κατ’ ουσία βάσιμη και να απορριφθεί η έφεση της πρώτης εναγομένης και περαιτέρω να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Στη συνέχεια δε αφού διακρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το Δικαστήριο αυτό (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει η ένδικη αγωγή, η οποία, κατά τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, είναι νόμιμη (άρθρα 71,281,287,297,298,330,346,361,722,724,914,919,932 ΑΚ, 9 παρ. 1α, β,γ ΠΔ 219/1991, 1,2α Ν. 703,91 ΕμπΝ, άρθρα 5 παρ.2 Καν. 1475/1995 και 81 ΣυνθΕΚ, 70,216 ΚΠολΔ), να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος κατ’ ουσία και α) να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των 321.248,96 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί ότι οι εναγομένοι οφείλουν εις ολόκληρο ο καθένας στην ενάγουσα το ποσό των 130.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο και στις δύο περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής.
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών, λόγω του εξαιρετικά δυσχερούς της ερμηνείας των κανόνων δικαίου βλ. άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ). (άρθρα 178 παρ. 1 και 183 ΚΠολΔ).


ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ


Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις εφέσεις των διάδικων μερών.
Απορρίπτει την έφεση της πρώτης εναγομένης από ουσιαστική άποψη.
Δέχεται την έφεση της ενάγουσας από ουσιαστική άποψη.
Εξαφανίζει την Πολ5468/2005 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών (τακτικής διαδικασίας).
Κρατώντας την αγωγή και δικάζοντας την ουσία της υπόθεσης.
Δέχεται κατά ένα μέρος την από 4.12.2002 αγωγή της ενάγουσας.
Αναγνωρίζει α) ότι η πρώτη εναγομένη οφείλει στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων είκοσι ένα διακοσίων σαράντα ευρώ και ενενήντα έξι λεπτών (321.248,96) και β) ότι οι εναγόμενοι οφείλουν εις ολόκληρο ο καθένας στην ενάγουσα το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκος και στις δύο περιπτώσεις από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων μερών και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Αθήνα την 11η Μαΐου 2007 και δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα την 14η Ιουνίου 2007.


Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ