Labour law

Της καθής η κλήση-αναιρεσίβλητης : Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "..." που εδρεύει στη ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σταματίου.

Και Β) : Των προσθέτως παρεμβαινόντων 1) ... (...) που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) Της ..., που εδρεύει στην ... και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκαν από τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους η 1η Λεωνίδα Αυδή και η 2η και το 3ο Στέλιο Γρηγορίου.

ΥΠΕΡ της καλούσας-αναιρεσείουσας : ..., κατοίκου ...
ΚΑΤΑ Της καθής η κλήση-Αναιρεσίβλητης : Εταιρείας Περιωρισμένης Ευθύνης με την επωνυμία "...", Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Κωνσταντίνο Σταματίου.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 14.6.1993 αγωγή που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις : 121/1994 του ιδίου Δικαστηρίου και 21/1997 του Εφετείου Ναυπλίου.Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζήτησε η καλούσα-αναιρεσείουσα με την από 30.9.1997 αίτησή της. Εκδόθηκε η 75/2000 απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος, η οποία παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.Μετά την πιο πάνω απόφαση και την από 25.2.2000 κλήση της καλούσας-αναιρεσείουσας, φέρεται η προκείμενη υπόθεση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω και οι πληρεξούσιοί των ανέπτυξαν και προφορικά τους σχετικούς ισχυρισμούς τους που αναφέρονται στις προτάσεις τους και ζήτησαν οι μεν της αναιρεσείουσας και των προσθέτως παρεμβαινόντων την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης ο δε της αναιρεσιβλήτου την απόρριψη της αίτησης και της πρόσθετης παρέμβασης και καθένας τη καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.Ο Εισαγγελέας πρότεινε την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως.Κατόπιν αυτών ο Πρόεδρος έδωσε εκ νέου το λόγο στους πιο πάνω πληρεξουσίους των διαδίκων οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτά που προηγούμενα είχαν αναπτύξει.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Επειδή νομίμως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. λόγος της από 30.9.1997 αιτήσεως της αναιρεσείουσας για παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 8 παρ. 1, 2 και 4α του ν. 1346/1983, 14 και 15 του ν. 1264/82 και 14 της από 4.4.1990 ΣΣΕ των ξενοδοχοϋπαλλήλων όλης της χώρας, μετά την απόφαση του Β2 Πολιτικού Τμήματος 75/2000. Με την απόφαση αυτή ο ως άνω λόγος παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια διότι κρίθηκε ότι τίθενται ζητήματα γενικότερου ενδιαφέροντος και η παραπομπή είναι αναγκαία για την ενότητα της νομολογίας (άρθρο 563 παρ. 2 στοιχ. β εδ. 2 Κ.Πολ.Δ.)Επειδή κατά το άρθρο 669 αριθ. 2 Κ.Πολ.Δ. αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία εργαζομένων ή εργοδοτών, αναγνωρισμένες ενώσεις τους ή επιμελητήρια έχουν το δικαίωμα να παρέμβουν υπέρ διαδίκου, εφόσον είναι μέλος τους ή μέλος κάποιας από τις οργανώσεις που αποτελούν την ένωση. Επομένως νομίμως και παραδεκτώς, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη, καθώς και εκείνες των άρθρων 80 και 81 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. άσκησαν με ιδιαίτερο δικόγραφο ενώπιον της Ολομέλειας πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αναιρεσείουσας, που είναι μέλος πρωτοβάθμιας επαγγελματικής οργανώσεως, μέλους αυτών, τα αναγνωρισμένα επαγγελματικά σωματεία και ενώσεις 1) ..., 2)... και 3) ....
Επειδή κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του ν. 1346/1983 σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας ο εργοδότης "υποχρεούται να επαναπροσλαμβάνει" συνολικά τον ίδιο αριθμό εργαζομένων που είχε κατά μέσο όρο τις δύο προηγούμενες περιόδους εργασίας και κατά προτίμηση αυτούς που εργάζονταν κατά την τελευταία περίοδο, η δε επαναπρόσληψη γίνεται σταδιακά, όπως ειδικότερα ορίζεται στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου. Περαιτέρω κατά την παρ. 4 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου 8 του παραπάνω νόμου σε ξενοδοχειακές επιχειρήσεις εποχιακής λειτουργίας ο εργοδότης "υποχρεούται να επαναπροσλαμβάνει" τα μέλη των διοικήσεων των συνδικαλιστικών οργανώσεων, κατά τις διατάξεις του ν. 1264/1982, που τυχόν εργάσθηκαν στην επιχείρηση κατά την προηγούμενη περίοδο. Η επαναπρόσληψη αυτών των συνδικαλιστικών στελεχών πρέπει να γίνεται το αργότερο μέχρις ότου συμπληρωθεί το 30% του προσωπικού. Κατά την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ευνοϊκότερες ρυθμίσεις που ισχύουν με βάση νόμους, διατάγματα, συλλογικές συμβάσεις ή διαιτητικές αποφάσεις ή κοινές υπουργικές αποφάσεις υπερισχύουν. Με τη διάταξη του άρθρου 14 της από 4.4.1990 Σ.Σ.Ε. των ξενοδοχοϋπαλλήλων όλης της Χώρας, η οποία δημοσιεύθηκε νόμιμα με την υπ΄ αριθμ. 13376/90 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ 290/26.4.1990 τ. Β΄) και στην οποία, κατά τούτο, παραπέμπουν οι μεταγενέστερες ΣΣΕ από 30.7.1991 (που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 16318/1991 απόφαση του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, ΦΕΚ 931/13.11.1991 τ. Β΄) και από 8.7.1992 (που κηρύχθηκε υποχρεωτική με την 15031/1992 απόφαση του Γεν. Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, ΦΕΚ 555/8.9.1992, τ. Β΄), ορίζεται ότι οι εποχιακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις "υποχρεούνται να επαναπροσλάβουν" το προσωπικό, το οποίο απασχόλησαν κατά την προηγούμενη περίοδο εργασίας, με την προϋπόθεση οι εργαζόμενοι να ειδοποιήσουν εγγράφως τον εργοδότη τους μέχρι το τέλος Ιανουαρίου, μέσω της οικείας συνδικαλιστικής τους οργανώσεως, ότι επιθυμούν να εργασθούν κατά τη νέα περίοδο.

Τέλος, κατά τις διατάξεις του άρθρου 15 της ίδιας Σ.Σ.Ε. απόλυση εργασθέντος κατά την προηγούμενη περίοδο χωρεί μόνο με την καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως, η οποία υπολογίζεται βάσει των κατά μέσο όρο αποδοχών της αμέσως προηγούμενης περιόδου εργασίας, συνυπολογιζομένου ως χρόνου εργασίας του συνολικού από την πρόσληψη του εργαζομένου στο ίδιο ξενοδοχείο. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτουν τα ακόλουθα : Οι συμβάσεις εργασίας των υπαλλήλων ξενοδοχειακών επιχειρήσεων εποχιακής λειτουργίας είναι ορισμένου χρόνου, υπό την έννοια ότι λύονται μόλις παρέλθει η περίοδος λειτουργίας του ξενοδοχείου. Παρέχεται όμως στον εργαζόμενο από το νόμο διαπλαστικό δικαίωμα προαιρέσεως, με την άσκηση του οποίου συντελείται η επαναπρόσληψή του κατά τη νέα περίοδο εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το ξενοδοχείο θα επαναλειτουργήσει και θα φθάσει σε ορισμένη πληρότητα. Το δικαίωμα αυτό ασκείται με μονομερή έγγραφη ειδοποίηση του εργαζομένου προς τον εργοδότη, η οποία υποβάλλεται μέσω της οικείας επαγγελματικής οργανώσεώς του, ότι επιθυμεί να απασχοληθεί κατά την προσεχή περίοδο. Με μόνη δε την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εφόσον συντρέξουν οι κατά το άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 1386/1983 προϋποθέσεις πληρότητας, καταρτίζεται νέα σύμβαση εργασίας για την προσεχή περίοδο. Επομένως ο εργοδότης υποχρεούται να επαναπασχολήσει τον εργαζόμενο κατά τη νέα αυτή περίοδο, διαφορετικά περιέρχεται σε υπερημερία αποδοχής (δανειστή) και οφείλει να καταβάλλει στον εργαζόμενο αποδοχές υπερημερίας (ΑΚ 656). Η ερμηνεία αυτή επιβάλλεται από το σκοπό των ως άνω διατάξεων, ήτοι την "υποχρεωτική" επανασύσταση της εργασιακής σύμβασης. Υπό την αντίθετη εκδοχή, ότι απαιτείται και αποδοχή από τον εργοδότη, χωρίς την οποία δεν επέρχεται κατάρτιση της νέας σύμβασης, ο σκοπός αυτός δεν θα επιτυγχανόταν. Διότι, η άρνηση του εργοδότη θα ματαίωνε την επαναπρόσληψη και δεν θα απέμενε στον εργαζόμενο άλλη δυνατότητα παρά η έγερση αγωγής καταδίκης του εργοδότη σε δήλωση βουλήσεως, λύση χρονοβόρα και δαπανηρή, άρα απρόσφορη. Η περιεχόμενη στις ως άνω Σ.Σ.Ε. φράση : " η πρόσληψη και τα μετά από αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις αρχίζουν από τη στιγμή που ο εργαζόμενος αναλαμβάνει εργασία" δεν αναφέρεται στον τρόπο συνάψεως της νέας συμβάσεως αλλά διευκρινίζει ότι η μισθοδοσία και οι λοιπές εκατέρωθεν παροχές δεν αρχίζουν πριν από την πραγματική εμφάνιση του εργαζομένου για να απασχοληθεί, η οποία όμως παρέλκει αν ο εργοδότης έχει καταγγείλει στο μεταξύ τη σύμβαση. Το πιο πάνω δικαίωμα επαναπροσλήψεως του εργαζομένου μπορεί να καταλύσει ο εργοδότης, καταγγέλλοντας τη σύμβαση, είτε κατά την περίοδο εργασίας είτε κατά τη νεκρή περίοδο, με ταυτόχρονη καταβολή της νόμιμης αποζημιώσεως. Η ανάγκη "καταγγελίας", με καταβολή και της νόμιμης αποζημιώσεως, προκειμένου να ματαιωθεί η επαναπρόσληψη του εργαζομένου, επιβεβαιώνει ότι η επαναπρόσληψή του συντελείται με τη μονομερή άσκηση από αυτόν του δικαιώματός του. Διότι, διαφορετικά, αν υπήρχε, δηλαδή, δυνατότητα ματαιώσεως της επαναπροσλήψεως με την απλή άρνηση συναίνεσης από τον εργοδότη, η καταγγελία θα ήταν περιττή. Αν ο εργαζόμενος είναι μέλος της διοικήσεως συνδικαλιστικής οργανώσεως, η αναιτιώδης καταγγελία παραμένει ανενεργός και δεν καταλύει το δικαίωμα επαναπροσλήψεως του εργαζομένου που απασχολήθηκε κατά την προηγούμενη περίοδο εργασίας, αφού στην περίπτωση αυτή η καταγγελία κατά τη διάρκεια μεν της περιόδου εργασίας εμποδίζεται από τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 5-7 του ν. 1264/1982, κατά τη διάρκεια δε της νεκρής περιόδου είναι αλυσιτελής, ενόψει του ότι η ειδική διάταξη του άρθρου 8 παρ. 4 του ν. 1346/83 καθιστά αναγκαστική την επαναπρόσληψη του συνδικαλιστή εργαζομένου, εκτός αν η καταγγελία έγινε για κάποιον από τους λόγους της παρ. 10 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982, οπότε όμως για να επιφέρει την κατάλυση του δικαιώματος επαναπρόσληψης πρέπει ο λόγος αυτός να έχει κριθεί υποστατός, όπως προβλέπεται στο άρθρο 15 του ίδιου νόμου.

Στην προκειμένη περίπτωση με την ένδικη αγωγή της, όπως από το δικόγραφο αυτής προκύπτει, η αναιρεσείουσα, αφού επικαλείται ότι στις 14.1.1987 προσλήφθηκε από την αναιρεσίβλητη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως ξενοδοχοϋπάλληλος, για να απασχοληθεί στην εποχιακώς λειτουργούσα ξενοδοχειακή της μονάδα "..." στη ... , ότι έκτοτε επί πέντε συνεχείς περιόδους ελάμβανε χώρα κανονική επαναπρόσληψή της με την ίδια ιδιότητα, ότι στις 3.1.1993 ειδοποίησε εγγράφως τη διεύθυνση της επιχειρήσεως της αναιρεσίβλητης, μέσω της επαγγελματικής της οργανώσεως "...", στην οποία αυτή ήταν Γεν. Γραμματέας, ότι επιθυμεί την επαναπρόσληψή της για τη νέα περίοδο (Απριλίου-Σεπτεμβρίου) 1993, ότι παρά το υφιστάμενο και ασκηθέν δικαίωμα επαναπροσλήψεώς της, ως προστατευόμενου από το ν. 1264/1982 συνδικαλιστικού στελέχους, η αναιρεσίβλητη όχι μόνο δεν την επαναπροσέλαβε, αλλά κατά τη νεκρή περίοδο κατήγγειλε ακύρως, όπως κρίθηκε από την Επιτροπή του άρθρου 15 του ν. 1264/1982 τη σχέση εργασίας της, ζητεί, εκτός άλλων, την καταβολή σ΄ αυτή των αποδοχών υπερημερίας ποσού 968.867 δραχμών για την περίοδο λειτουργίας του ξενοδοχείου κατά το έτος 1993. Με τέτοιο ιστορικό και αίτημα η αγωγή αυτή είναι νόμω βάσιμη. Διότι με την ιστορούμενη μονομερή δήλωση της αναιρεσείουσας επήλθε η επανασύσταση της συμβάσεως για την επόμενη περίοδο λειτουργίας του ξενοδοχείου. Επομένως το Εφετείο, που για την ανασύσταση της συμβάσεως απαίτησε και τη συναίνεση της αναιρεσίβλητης και απέρριψε ως νόμω αβάσιμη την αγωγή της αναιρεσείουσας, παραβίασε τις πιο πάνω ουσιαστικές διατάξεις.

Είναι, συνεπώς, βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτός ο από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. σχετικός λόγος αναιρέσεως, που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, καθώς και οι υπέρ της αναιρεσείουσας πρόσθετες παραπάνω παρεμβάσεις. Ακολούθως δε, αφού αναιρεθεί ως προς την ως άνω απορριπτική της διάταξη, η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση, αντιστοίχως, για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.)

Κατά τη γνώμη όμως των Αντιπροέδρου Χαραλάμπους Μυρσινιά και των Αρεοπαγιτών Κων. Κωστήρη, Πέτρου Κακκαλή, Δημητρίου Βούρβαχη, Γρηγορίου Φιλιππάτου, Δημητρίου Λινού, Λουκά Λυμπερόπουλου, Λέανδρου Ρακιντζή, Γεωργίου Παπαδημητρίου και Γεράσιμου Σιμόπουλου, που μειοψήφησαν, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων και ειδικότερα από την πανομοιοτύπως επαναλαμβανόμενη στις παραπάνω συλλογικές συμβάσεις εργασίας διάταξη, κατά την οποία "η πρόσληψη και τα μετά από αυτήν δικαιώματα και υποχρεώσεις αρχίζουν από τη στιγμή που ο εργαζόμενος αναλαμβάνει εργασία" προκύπτει α) ότι η εργασιακή σχέση των μισθωτών που απασχολούνται σε εποχιακές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις είναι από τη φύση της ορισμένου χρόνου, εφόσον λύεται με την πάροδο της περιόδου εργασίας των επιχειρήσεων αυτών, παρέχεται όμως στο μισθωτό το δικαίωμα να ζητήσει την επαναπρόσληψή του κατά τη νέα περίοδο εργασίας, εφόσον συντρέξουν ορισμένες προϋποθέσεις, β) ότι για την κατάρτιση της νέας συμβάσεως εργασίας δεν αρκεί η έγγραφη ειδοποίηση εκ μέρους του μισθωτού ότι επιθυμεί να απασχοληθεί κατά τη νέα περίοδο, αλλά απαιτείται, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων (άρθρο 361 ΑΚ), η οποία αποτελεί τον κανόνα στις σύγχρονες συναλλαγές της ελεύθερης αγοράς, η πρόσληψή του από την ξενοδοχειακή επιχείρηση, με αποδοχή της σχετικής προτάσεώς του, και η ανάληψη εκ μέρους του εργασίας και γ)ότι η άρνηση της επιχειρήσεως να επαναπροσλάβει το μισθωτό, μολονότι αυτός εξεδήλωσε νομοτύπως την επιθυμία του να επαναπασχοληθεί κατά τη νέα περίοδο, ανεξάρτητα από άλλες νόμιμες συνέπειες, δεν έχει ως αποτέλεσμα την υπερημερία του εργοδότη, η οποία, όπως προκύπτει από τα άρθρα 349 και 656 ΑΚ, προϋποθέτει καταρτισμένη σύμβαση εργασίας, η οποία λείπει ενταύθα πριν από την επαναπρόσληψη και την ανάληψη εργασίας εκ μέρους του μισθωτού. Επομένως, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, η αγωγή με το πιο πάνω ιστορικό και αίτημα είναι νόμω αβάσιμη, το δε Εφετείο, που έκρινε ομοίως, δεν παραβίασε τις παραπάνω ουσιαστικές διατάξεις, και ο λόγος της αιτήσεως από το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. που παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος, συνακόλουθα δε και η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της , αφού ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 Κ.Πολ.Δ. άλλος λόγος αυτής κρίθηκε απορριπτέος με την απόφαση του παραπεμπτικού Τμήματος.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Αναιρεί εν μέρει, όσον αφορά την απορριπτική της διάταξη, την απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου 21/1997.

Παραπέμπει κατά τούτο την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, το οποίο όμως θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Και

Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας και των υπέρ αυτής προσθέτως παρεμβάντων, την οποία ορίζει για την όλη αναιρετική δίκη σε δραχμές : α) τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες (450.000) και β) διακόσιες πενήντα χιλιάδες (250.000) αντιστοίχως.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Ιουνίου 2000 και

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση στις 14 Ιουνίου 2000.